Ο Λούκα Γκουαντανίνο ξέρει πώς να κινηματογραφεί την ερωτική ένταση, το πάθος και τη χημεία ανάμεσα σε δύο ήρωες (όπως έχει αποδείξει σε ταινίες όπως το Call Me by Your Name και το Bones and All) – αλλά τι γίνεται όταν οι εμπλεκόμενοι είναι τρεις;
Η απάντηση είναι ηχηρή, ιδρωμένη και συναρπαστική, στη νέα του ταινία Οι Αντίπαλοι, στην οποία πρωταγωνιστεί η σούπερ σταρ Ζεντάγια στον πιο ενήλικο ρόλο της καριέρας της, που την τοποθετεί ανάμεσα σε δύο αθλητές του τένις και πρώην καλύτερους φίλους, που υποδύονται ο Τζος Ο’Κόνορ (Το Στέμμα) και ο Μάικ Φάιστ (West Side Story). Στον ρόλο της Τάσι Ντάνκαν, η Ζεντάγια ενσαρκώνει μια υπερφιλόδοξη, σκληρή τενίστρια που αναγκάζεται να γίνει προπονήτρια του άντρα της, όταν ένας τραυματισμός στο γόνατο ανακόπτει τη δική της πορεία στο άθλημα. Σε ένα αμερικανικό τουρνουά τένις, το ζευγάρι ξανασυναντά (ως αντίπαλο πλέον) έναν φίλο από το παρελθόν, τον πάλαι ποτέ κολλητό του άντρα της Τάσι με τον οποίο η ίδια είχε δεσμό. Ανάμεσα σε κάθε χτύπημα, ξεκινά ένα ταξίδι στον χρόνο όπου ξετυλίγεται η κοινή τους ιστορία.
Ο Γκουαντανίνο μίλησε πρόσφατα για την ταινία σε συνέντευξη Τύπου στο Λος Άντζελες, την οποία παρακολουθήσαμε. Σχετικά με την εμπολκή του στην ταινία, ο ιταλός σκηνοθέτης περιέγραψε το πώς πιέστηκε και τελικά πείστηκε από την παραγωγό Έιμι Πασκάλ (πρώην επικεφαλής της Sony) να κάνει τους Αντίπαλους το επόμενό του project: «Η Έιμι κι εγώ ‘φλερτάρουμε’ ο ένας τον άλλον εδώ και πολλά χρόνια», είπε γελώντας. «Υπάρχει μια ανείπωτη ιστορίας αγάπης μεταξύ μας [γέλια]. Όταν μου έστειλε το σενάριο, δούλευα πάνω σε κάτι άλλο και με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μισή ώρα για να με ρωτήσει αν το διάβασα. Και τελικά έπρεπε να το διαβάσω ενώ δούλευα. Το σενάριο ήταν φανταστικό. Οι χαρακτήρες ήταν καταπληκτικοί. Η δομή ήταν τόσο κινηματογραφική που ένιωσα αμέσως και ενστικτωδώς ότι με την Έιμι, τη Ζεντάγια και τον Τζάστιν θα γινόταν μια ομαδική καλλιτεχνική προσπάθεια που θα ήταν φανταστική. Είπα το ‘ναι’ πολύ γρήγορα. Και μετά άρχισαν οι συναντήσεις. Με τον Τζάστιν, με την Ζεντάγια… Και τους έλεγα ποια πράγματα δεν μου αρέσουν, γιατί είμαι control freak στο πλατό. Ένιωθα ότι αυτό ήταν ένα είδος παιχνιδιού. Υπήρχε κάτι παιχνιδιάρικο στη δημιουργία της ταινίας που με έκανε πολύ χαρούμενο».
Η ταινία έχει πολλές αξιομνημόνευτες σκηνές, αλλά αφήνει τον θεατή σε ένα high με τα τελευταία 15 απογειωτικά λεπτά της. Ο Γκουαντανίνο εξήγησε πώς έχτισε την σεκάνς που σίγουρα θα συζητηθεί. «Κάναμε πολλές πρόβες», αποκάλυψε. «Για το δραματικό μέρος της ταινίας, οι πρόβες διήρκεσαν πάρα πάρα πάρα πολλές μέρες. Και μετά ήμασταν στο γήπεδο κάθε μέρα, για λίγες ώρες, παρακολουθώντας το τι συνέβαινε και κατανοώντας πώς αυτές οι αθλητικές κινήσεις έπρεπε να αντικατοπτρίζουν τη δυναμική μεταξύ των χαρακτήρων. Ξεκινάς από κάθε μικρή χειρονομία και την υιοθετείς έως ότου να καταλάβεις ότι η τελική στιγμή έπρεπε να είναι βασικά μια βουβή σεκάνς ή έστω χωρίς διάλογο, που θα έκανε στο κοινό πολύ ξεκάθαρη τη συναισθηματική κορύφωση που έπρεπε να χτιστεί εκεί. Χρειάστηκε, λοιπόν, πολύς χρόνος για τη σύλληψη, το σχέδιο, το γύρισμα. Νομίζω ότι αυτή η σεκάνς, τα τελευταία 10 λεπτά, μας πήρε 8 μέρες για να τη γυρίσουμε, κάτι που είναι απίστευτο».