Μια Κυριακή αφιερωμένη στο Poor Things, την πολυαναμενόμενη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου ήταν η χτεσινή, με τον σκηνοθέτη να συναντά τους κριτικούς κινηματογράφου σε μια συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια να τιμά με την παρουσία του την επίσημη πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Χωρίς την πρωταγωνίστρια και μούσα του, Έμμα Στόουν, στο πλευρό του αυτή τη φορά (η ηθοποιός, που τις προηγούμενες ημέρες συνόδευε το Poor Things στις λονδρέζικες προβολές του, ακύρωσε την προγραμματισμένη εμφάνισή της στην Αθήνα λόγω αδιαθεσίας), ο Γιώργος Λάνθιμος είχε την ευκαιρία να μιλήσει για πρώτη φορά για την ταινία στα ελληνικά, γεγονός που σχολίασε σχεδόν απολογητικά για τα μεταφραστικά αντανακλαστικά του. Έχει περάσει μια δεκαετία από τότε που διάβασε το βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι στο οποίο βασίζεται η ταινία και η στιγμή ήταν, όπως έχει αναφέρει πολλές φορές, η κατάλληλη πλέον για να υποδεχτεί και να αποδεχτεί το κοινό αυτή την οδύσσεια ατομικής απελευθέρωσης με ηρωίδα μια γυναίκα που ζωντανεύει στα χέρια ενός επιστήμονα και ανακαλύπτει τον κόσμο, τις απολαύσεις και τους κινδύνους του, με εμφυτευμένο το μυαλό του νεκρού μωρού της.
«Ο λόγος που η ταινία ήταν δύσκολο να γίνει παλιότερα, έχει να κάνει με τις εποχές», λέει. «Πριν από 10 χρόνια δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον για τον κόσμο του σινεμά -ή γενικότερα, δεν θα το μάθουμε ποτέ- μία τέτοια ιστορία. Φαινόταν και παράξενη και όχι τόσο ενδιαφέρουσα. Νομίζω άλλαξαν οι εποχές και τα καταφέραμε σιγά-σιγά, και από τη στιγμή που κι εγώ έκανα κάποιες ταινίες μεγαλύτερου μεγέθους στα αγγλικά. Οπότε πρότεινα το σχέδια και συνήθως μου έλεγαν ‘όχι αυτό, μήπως κάτι άλλο;’. Αλλά αυτή ήταν η αντίδραση για ό,τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια, όπως και για τον Αστακό. Ήταν σημαντικό το ότι έφυγα από την Ελλάδα γιατί έγιναν τα πρώτα βήματα για να γίνουν αυτές οι πρώτες ταινίες, αλλά με δυσκολία, ήμασταν αρκετά αφελείς. Εκείνη την εποχή μου έλεγαν, ‘καταπληκτικός ο Κυνόδοντας’ αλλά αυτό που ζητούσαν ήταν κάτι λίγο πιο mainstream, ‘επειδή είσαι Ευρωπαίος θα είναι λίγο πιο ενδιαφέρον’».
Μιλώντας για τη μεταφορά του μυθιστορήματος, ο Λάνθιμος στάθηκε στη δική του ιδέα: «Στο βιβλίο υπάρχει μία διαφορά που έγκειται στο ότι η ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ δεν περιγράφεται με τα δικά της λόγια αλλά μέσα από την οπτική διαφόρων άλλων χαρακτήρων. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το βιβλίο και σκέφτηκα να το κάνω ταινία, ήθελα να βάλω την Μπέλα Μπάξτερ στο επίκεντρο και να δημιουργήσουμε την ταινία ως τη δική της ιστορία. Ενώ το βιβλίο είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση της βικτωριανής εποχής, με έκανε να σκεφτώ ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον να φτιαχτεί ένας κόσμος που υποστηρίζει αυτή την επιλογή και αντικατοπτρίζει το πώς η Μπέλα έρχεται σ’ επαφή με όλο αυτό τον καινούργιο κόσμο μέσα στον οποίο ταξιδεύει».
Αυτή η θαυμάσια, παράξενη και διασκεδαστική πορεία της Μπέλα προς τον δικό της διαφωτισμό έχει ήδη προκαλέσει συγκεκριμένες αναγνώσεις της ταινίας, άλλες επίκαιρες (π.χ. φεμινιστικές), άλλες ακραίες (π.χ. αμήχανες μπροστά στην έκδηλη σεξουαλικότητα), άλλες εντελώς unhinged, που όμως δεν έχουν ανακόψει την τρομερή πορεία της ταινίας σε βραβεία ενώσεων κριτικών στις ΗΠΑ και στα top 10 του τέλους της χρονιάς. Ο ίδιος ο Λάνθιμος εξήγησε πώς βλέπει τις διαφορετικές αναγνώσεις της δουλειάς του: «Διαπιστώνω πάρα πολλά πράγματα από τις κρίσεις των άλλων. Δεν μπαίνω πολύ συχνά στη διαδικασία να αναλύω τι είναι αυτό που λέει η ταινία ή τι θέλω ή με ενδιαφέρει εμένα να πω στην ταινία. Προσπαθώ -κι αυτό παρεξηγείται καμιά φορά- να μη δίνω ερμηνείες, γιατί περιορίζω τις ερμηνείες των άλλων. Η δική μου είναι η μία όψη, οι άλλοι μπορεί να δουν πολύ περισσότερα, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Υπάρχουν πράγματα που είναι πιο προφανή, άλλα για να τα καταλάβουν ή να τα προβάλουν λιγότεροι άνθρωποι. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις που νιώθω ότι είναι πολύ απίθανο αυτό που σκέφτεται κάποιος να υπάρχει στην ταινία, αλλά αυτή είναι η δική του προβολή κι αυτό λέει περισσότερα για τον εκάστοτε άνθρωπο, παρά για την ταινία».
Ο Λάνθιμος αναφέρθηκε, επίσης, στο κομμένο “cameo” της Αθήνας στην ταινία (με τη μορφή μιας καρτ ποστάλ που στέλνει η Μπέλα με τη σημείωση “ο Παρθενώνας είναι ακόμα σπασμένος”), στην προτίμηση των πρακτικών εφέ και χειροποίητων σκηνικών και στη δημιουργική ελευθερία που έχει εξασφαλίσει για τον εαυτό του (το final cut είναι αδιαπραγμάτευτο σε κάθε του project). Το τελευταίο ακούστηκε ταυτόχρονα σαν ένα άγχος και μια πολυτέλεια που του έχει προσφέρει το εξωτερικό. Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι Έλληνες καλλιτέχνες που διαπρέπουν εκτός, η Ελλάδα δεν διευκολύνει τους κινηματογραφιστές της ούτε σε πρακτικό ούτε σε οικονομικό επίπεδο. «Το Poor Things δεν θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα», λέει ο Λάνθιμος. «Είναι δύο διαφορετικά κομμάτια, το ένα είναι η χρηματοδότηση, το άλλο είναι, πρακτικά, πού θα γυριζόταν. Όταν ψάχναμε μέρος για να κάνουμε το γύρισμα και καταλήξαμε στη Βουδαπέστη, όλες οι επιλογές ήταν ανοιχτές, ακόμα και η Ελλάδα, αλλά αποκλείστηκε αμέσως γιατί εδώ δεν υπάρχουν στούντιο. Ούτε η τεχνική γνώση και η εμπειρία της κατασκευής τέτοιου επιπέδου σκηνικών υπάρχει. Το θέμα ήταν το πού θα βρεθούν τα μεγαλύτερα στούντιο, η Ουγγαρία έχει και τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και μία παράδοση στην κατασκευή σκηνικών».
Μετά το τέλος της συνέντευξης Τύπου, και αφού επιβεβαιώσαμε ότι το ελάφι που κοσμεί το χριστουγεννιάτικο λόμπι του ξενοδοχείου ευτυχώς έμεινε άθικτο, βρεθήκαμε στη Στέγη για την VIP πρεμιέρα του Poor Things. Λίγο πριν την έναρξη της προβολής, ο Γιώργος Λάνθιμος βρέθηκε στη σκηνή, ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους, μετέφερε ένα μήνυμα της Έμμα Στόουν (“λυπάται που δεν είναι εδώ και λατρεύει την Ελλάδα”) και, αντί να μιλήσει παραπάνω για την ταινία, άφησε εκείνη να το κάνει, μέσα από την καταπληκτική ηρωίδα της, Μπέλα Μπάξτερ.
Η Στόουν, που δίνει εδώ την ερμηνεία της ζωής της, πρωταγωνιστεί και στην επόμενη ταινία του Λάνθιμου, που όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης βρίσκεται στο στάδιο του μοντάζ. Έχει ήδη γυριστεί (πέρσι στην Νέα Ορλεάνη, γνωστή τότε ως And και με νέο τίτλο το Kinds of Kindness) και τον επανενώνει με τον Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο.