Την ίδια στιγμή που ο Ηρακλής Πουαρό αδικείται από το κλούβιο όραμα του Κένεθ Μπράνα, όπως απέδειξε το Έγκλημα στο Νείλο, ο άτυπος διάδοχός του στην ποπ κουλτούρα, Μπενουά Mπλανκ, οδεύει ταχύτατα προς το πάνθεον του σπουδαιότερων “εγκεφάλων” του κινηματογραφικού μυστηρίου, ακόμα κι αν η νέα του υπόθεση παρέκαμψε τα σινεμά και κάνει απευθείας πρεμιέρα στο Netflix.
To Glass Onion: Στα Μαχαίρια, δημιούργημα του Ράιαν Τζόνσον και δεύτερο κεφάλαιο ενός ανέλπιστα κερδοφόρου franchise, βρίσκει τον εκκεντρικό, διασκεδαστικό ντετέκτιβ του Ντάνιελ Κρεγκ (προφανώς σε μεγάλα κέφια για την ευκαιρία να συνεχίσει να πλάθει έναν πρωτότυπο και εντελώς δικό του χαρακτήρα μετά τις υποχρεώσεις του Τζέιμς Μποντ) να προσπαθεί να προλάβει να λύσει ένα έγκλημα πριν καλά-καλά συμβεί, περιτριγυρισμένος από τα ενοχλητικά πιόνια ενός πλούσιου σε ένα ελληνικό νησί. Τα διάσημα πρόσωπα αυτού του μικρόκοσμου δεν μονοπωλούν ποτέ το σενάριο, επειδή ο Τζόνσον καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα στις ταινίες με προσωπικότητες και τις ταινίες με προσωπικότητα: το Glass Onion μπορεί να μοιράζεται το ίδιο DNA με τον υποψήφιο για Όσκαρ προκάτοχό του, όμως σε τόνο, attitude και μυστικά τραβάει το δικό του δρόμο.
Η ταινία εκτυλίσσεται εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας, με τον Μπλανκ να βαριέται αφόρητα τον αναγκαστικό κατ’οίκον περιορισμό του, μέχρι που λαμβάνει πρόσκληση από έναν δισεκατομμυριούχο της τεχνολογίας, τον Μάιλς Μπρον (Έντουαρντ Νόρτον), να επισκεφτεί το ιδιωτικό του νησί στην Ελλάδα για ένα Σαββατοκύριακο διασκέδασης – και επίλυσης του μυστηρίου της δολοφονίας του. Ο Μπλανκ αρπάζει την ευκαιρία και σύντομα βρίσκεται στο κολοσσιαίο οικοδόμημα, περιτριγυρισμένος από το Αιγαίο και τους ετερόκλητους προσκεκλημένους του οικοδεσπότη: μια γνωστή σχεδιάστρια μόδας με ατυχή δημόσιο λόγο (Κέιτ Χάντσον), έναν ακτιβιστή των αντρικών δικαιωμάτων που σκίζει στο Ίντερνετ (Ντέιβ Μπαουτίστα), μια Γερουσιαστή (Κάθριν Χαν), έναν επιστήμονα που έχει κουραστεί να εργάζεται για τον Μπρον (Λέσλι Όντομ Τζούνιορ) και, σοκαριστικά, την πικραμένη πρώην συνεργάτιδα του Μπρον και συνιδρύτρια της εταιρείας του (Τζανέλ Μονέ). Όταν το δολοφονικό παιχνίδι σταματάει να αποτελεί ένα διασκεδαστικό τρόπο να περάσει μια βραδιά και γίνεται πραγματικότητα, ο Μπλανκ καλείται να ανακαλύψει την αλήθεια για τους καλεσμένους.
Σαν το γυάλινο κατασκεύασμα που κοσμεί την παραθαλάσσια έπαυλη του Μπρον (αν μη τι άλλο σύμβολο του ναρκισσισμού του) και το οποίο δίνει στην ταινία τον τίτλο της, το Glass Onion διαθέτει ένα άψογα δομημένο σενάριο που αλλάζει ταχύτητα στην πρώτη μεγάλη αποκάλυψη και επιστρέφει στα γεγονότα του πρώτου μέρους για να γεμίσει τα κενά και να τα χρωματίσει με λεπτομέρειες. Είναι μια καλά δοκιμασμένη τακτική που λειτουργεί εγγυημένα, και εδώ δίνει στην ταινία τα επίπεδα που έλειπαν από τις αρχικές συστάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων φοβάσαι ότι θα περάσεις τις επόμενες 2,5 ώρες μόνο με κενόδοξους και αντιπαθείς χαρακτήρες που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από ένα εφιαλτικό thread του Twitter. Το τελευταίο κομμάτι εξακολουθεί να ισχύει: ο Τζόνσον, ένας από τους πιο ενεργούς χολιγουντιανούς δημιουργούς στο Twitter (μάλιστα επιβίωσε από το πολύμηνο, ανελέητο online μαστίγωμα θυμωμένων φαν του Star Wars για τις ανατρεπτικές του ιδέες στο Οι Τελευταίοι Τζεντάι), έχει φτιάξει μια ταινία που δεν θα μπορούσε να ανήκει πιο πολύ στο 2022 ακόμα κι αν ήταν nepo baby που αγόρασε NFT. Ο tech bro κροίσος που καυχιέται για τις πρωτοποριακές ιδέες του που θα “αλλάξουν την ανθρωπότητα”, που αποκτά τα σπανιότερα αντικείμενα μόνο και μόνο για να διαφημίσει ότι τα κατέχει, που έχει παγιδέψει σε μια ηθική γκρίζα ζώνη τους υποτιθέμενους φίλους του και που χρησιμοποιεί προσφιλή buzzwords των πολυεθνικών (εδώ το “ανατροπείς”/”disruptors”) για να δημιουργήσει ένα ψεύτικο αίσθημα relatability και “οικογένειας” είναι μια γνώριμη τερατογένεση των πάντων από τον Ίλον Μασκ ως τον Τζεφ Μπέζος και τον Μάρτιν Σκρέλι.
Εξίσου οικείοι είναι η ημιμαθής σταρ των social media που παραπονιέται για την πολιτική ορθότητα, η πολιτικός που θεωρεί ότι υπηρετεί το κοινό καλό κι ας χρειάζεται να χρηματοδοτηθεί από έναν από τους χειρότερους ανθρώπους στον κόσμο και ο MAGA ακτιβιστής που μόνο σε ένα μέρος σαν το Ίντερνετ θα μπορούσε να βρει επιτυχία. Ηθοποιοί όπως η Χάντσον και ο Μπαουτίστα απομακρύνουν αυτές τις φιγούρες από την καρικατούρα, αν και η MVP του καστ είναι αναμφισβήτητα η Μονέ, που δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς επισφραγίζοντας το πέρασμά της από τη μουσική στο σινεμά. Η ταινία χωράει τόσο υπερβολικούς χαρακτήρες γιατί και η ίδια υιοθετεί τις “φουσκωμένες” τάσεις τους, ειδικά στην κορύφωσή της, που ενδεχομένως να ξενίσει όσους περίμεναν μια πιο συγκρατημένη, εγκεφαλική επίλυση. Εκεί ο Τζόνσον δημιουργεί έναν αντιπερισπασμό καθώς φρενάρει την “eat the rich” πλάκα του, ίσως συνειδητοποιώντας ότι με την εξωφρενική αμοιβή του με 450 εκατομμύρια δολάρια από το Netflix μπορεί κανένα αδέσποτο θραύσμα να χτυπήσει και τον ίδιο.