Με την Αντζελίνα Τζολί στον ρόλο της ζωής της, ως Μαρία Κάλλας στην ταινία Maria, o σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν ολοκλήρωσε την τριλογία εναλλακτικών biopics σπουδαίων γυναικών. Μετά το Jackie με τη Νάταλι Πόρτμαν και το Spencer με την Κρίστεν Στιούαρτ, οδηγώντας μια άλλη διάσημη σταρ σε μια σχεδόν σίγουρη υποψηφιότητα στα επερχόμενα Όσκαρ, ο χιλιανός σκηνοθέτης είχε την ευκαιρία να μετατρέψει την αγάπη και τη γνώση που καλλιέργησε από μικρός για την όπερα σε ένα όχημα εκ νέου αναγνώρισης για την Τζολί, που είχε καιρό να απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό από έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα.
Το εγχείρημα του Maria, που γυρίστηκε εν μέρει και στην Ελλάδα, φαίνεται να έχει πετύχει και σε εμπορικό, εκτός από καλλιτεχνικό, επίπεδο, κρίνοντας από την εξαιρετικά πετυχημένη πορεία της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες και μάλιστα με μεγάλο ανταγωνισμό γιορτινών μπλοκμπάστερ.
H Popaganda συμμετείχε πρόσφατα σε συνέντευξη Τύπου του Λαραΐν για την ταινία και παρακάτω φιλοξενεί τις σκέψεις του για την όπερα ως παιδικό πάθος, τη Μαρία Κάλλας ως επαγγελματία και το πραγματικό μυστικό συστατικό της πολυσυζητημένης ερμηνείας της Τζολί.
Πότε πρωτομάθατε για την όπερα και την αγαπήσατε, και πότε αγαπήσατε την Μαρία Κάλλας;
Ήμουν πολύ τυχερό παιδί. Μεγάλωσα πηγαίνοντας στην όπερα στο Σαντιάγο, στην Χιλή. Πηγαίναμε με τη μαμά μου σχεδόν κάθε εβδομάδα για πολλά χρόνια. Και μερικές φορές πηγαίναμε να δούμε, για παράδειγμα, την Τόσκα ή οποιαδήποτε από τις διάσημες όπερες της Κάλλας. Και βλέπαμε, προφανώς, μια εκδοχή χωρίς εκείνη. Όταν επιστρέφαμε σπίτι, η μαμά μου έλεγε: «Τώρα θα σου δείξω το αληθινό πράγμα», κι έβαζε μια κασέτα της Κάλλας. Έτσι μεγάλωσα, ανατρέχοντας σε μια εμβληματική τραγουδίστρια που ποτέ δεν είχα δει ζωντανά. Η μαμά μου ενδιαφερόταν και για την προσωπική της ιστορία. Εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να μιλάει για τον Ωνάση και τη Μαρία. Αυτή η μυστηριώδης φιγούρα, λοιπόν, μεγάλωνε μέσα μου. Αργότερα στη ζωή μου, είχα την ευκαιρία, χάρη σε υπέροχους ανθρώπους [όπως η Αντζελίνα Τζολί] να κάνω αυτή την ταινία. Αλλά είναι πραγματικά υπέροχο να γνωρίσεις αυτή την καταπληκτική, υπέροχη μουσική φιγούρα και το τραγικό της πεπρωμένο. Ίσως υπήρχε ένας συνδυασμός σε αυτά τα στοιχεία για να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ταινία.
Πώς καθοδηγήσατε την Αντζελίνα Τζολί;
Είναι σημαντικά δύο πράγματα: πρώτον, το ότι η Μαρία Κάλλας δεν ήταν απλώς μια τραγουδίστρια όπερας, ήταν και μια πολύ σπουδαία ηθοποιός, που είχε τεράστια πειθαρχία και ήταν σκληρή. Αν πήγαινες σε μια πρόβα μαζί της και ξεχνούσες την ατάκα σου, μόνο μια γραμμή, θα έφευγε αμέσως. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις πρόβα μαζί της, χωρίς να είσαι το ίδιο προετοιμασμένος με εκείνη. Δεύτερον, το ότι η Μαρία Κάλλας είχε μεν αυτή τη φωνή, αλλά την εκπαίδευσε. Είχε το χάρισμα, αλλά το εξερεύνησε πραγματικά και δούλεψε όλα αυτά τα χρόνια για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Αυτό σημαίνει πειθαρχία και νομίζω ότι η Άντζι την έχει. Διαφορετικά, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, εφόσον η πειθαρχία σε αυτό που κάνουμε είναι σχεδόν το παν. Θυμάμαι, όταν πρωτοσυνάντησα την Άντζι, μου είπε: «Είμαι δουλευταρού. Είμαι εδώ για να δουλέψω». Έλεγε αλήθεια. Χωρίς κάποιον που δεν είναι εκεί για να δουλέψει, είναι αδύνατο [να το πετύχεις]. Ήταν αρχηγός μας, ένα άτομο που έχει την αποφασιστικότητα να φτάσει σε αυτό που ήθελε να κάνει, να φτάσει εκεί που ήθελε να είναι. Μετά έρχονται τα σκηνικά, οι δάφνες, το χειροκρότημα. Αλλά για πολλά χρόνια, είναι απλώς πολλή δουλειά.
Η όπερα απευθυνόταν παλιότερα στην ελίτ της κοινωνίας, αλλά σταδιακά έγινε πιο προσιτή. Το ίδιο φαίνεται να προσπαθείτε να κάνετε και με την ταινία, δηλαδή να τη συστήσετε σε μια νέα γενιά θεατών. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Νομίζω ότι η όπερα δημιουργεί μια απόσταση και ίσως έναν φόβο στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού. Ξεκίνησε τον 16ο αιώνα ως μια μορφή τέχνης που συνέδεε τη λαϊκή μουσική, δηλαδή τη μουσική που είχε περάσει στις επόμενες γενιές μέσω προφορικών παραδόσεων, και το θέατρο. Μια μέρα, κάποιος είπε, «Γιατί δεν το κάνουμε θεατρικό έργο; Και αντί να μιλάνε, να τραγουδούν;». Τόσο απλά. Πολύ αργότερα, η παράδοση του μπελ κάντο των Ιταλών συνθετών έγινε πιο δημοφιλής και νομίζω ότι η Μαρία Κάλλας έπαιζε πολύ αυτό το συγκεκριμένο είδος όπερας γιατί το αγαπούσε και μπορούσε να το τραγουδήσει πολύ καλά. Ένιωθε, επίσης, ότι συνδεόταν με μεγαλύτερα ακροατήρια.
Βλέπουμε κοντινά πλάνα της Αντζελίνα όχι μόνο στις δραματικές στιγμές, αλλά και όταν ερμηνεύει άριες. Πώς χτίσατε αυτή την εμπιστοσύνη έτσι ώστε να την κάνετε να δείξει στον ύψιστο βαθμό το πόσο ευάλωτη είναι;
Δεν ξέρω πώς χτίζεται η εμπιστοσύνη. Νομίζω (και αυτό μπορεί να ακούγεται τεχνικό), ότι [αν είχατε δίπλα σας την Αντζελίνα] θα μπορούσατε να κάνετε μια λήψη με πολλούς διαφορετικούς φακούς, να είστε πολύ μακριά ή πολύ κοντά ή να έχετε το ίδιο καδράρισμα, αλλά με πιο wide φακό. Νομίζω ότι το κοινό το νιώθει αυτό. Κοιτάζοντας την οθόνη, το αισθάνεται όταν η κάμερα είναι μακριά ή είναι κοντά. Αυτή η οικειότητα σε αφήνει να μπεις μέσα στη στιγμή. Πιστεύω ότι ότι αυτή είναι η κινηματογραφική απόδοση στο καλύτερο επίπεδο, δηλαδή ακόμα κι αν είστε κοντά, να αποφασίζει [η Αντζελίνα] πότε θα σας αφήσει να πλησιάσετε. Εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε με την επεξεργασία, αλλά εκείνη τελικά καθορίζει πότε είναι αρκετά εύθραυστη ή αρκετά ανοιχτή ώστε να αφήσει το κοινό να την δει πραγματικά. Ως σκηνοθέτης, ειδικά όταν πρόκειται για γυναικείο χαρακτήρα, έχω ένα όριο για άλλους λόγους. Σε αυτή την ταινία, το δουλέψαμε πολύ στην αρχή. Συζητήσαμε σχετικά με το χαρακτήρα. Μετά την πρώτη εβδομάδα, μιλούσαμε πολύ. Μετά από την τρίτη εβδομάδα, σχεδόν σταμάτησα να της δίνω οδηγίες. Έδινα απλώς οδηγίες για το στήσιμο. Δεν λέω ότι δεν έκανα τη δουλειά μου. Λέω ότι υπάρχει ένα σημείο όπου κάποιος σε αυτό το επίπεδο μπορεί να το κάνει με τέτοια καθαρότητα, που το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να το γράψουμε στην κάμερα.