Τα ψυχιατρικά άσυλα και η ψυχική ασθένεια συχνά αποτελούν χώρους και όρους διακρίσεων και παρανοήσεων στην Ελλάδα. Αυτό σκοπεύει να ανατρέψει, σαν ένα πρώτο, μικρό αλλά ουσιαστικό βήμα προς την αποστιγματοποίηση, με το ντοκιμαντέρ της, Ladies In Waiting, η κινηματογραφίστρια Ιωάννα Τσουκαλά, που κέρδισε Ειδική Μνεία στο τμήμα Newcomers του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2023.
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, σε παραγωγή της Haos Film της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, η φωτογράφος και κοινωνική επιστήμονας παρακολουθεί με τρυφερότητα, ενσυναίσθηση και πρωτότυπη ματιά τις νοσηλεύτριες και τις περιθαλπόμενες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, στο Δαφνί, στο οποίο έχει και η ίδια εργαστεί για χρόνια, καθώς αναπολούν, συζητούν, ανακαλύπτουν και συναναστρέφονται μεταξύ τους, σε μια αόρατη για τους περισσότερους καθημερινότητα.
Η Popaganda μίλησε με την Ιωάννα Τσουκαλά για το πώς ολοκλήρωσε το Ladies In Waiting, για την ιδιαίτερη σκηνοθετική της προσέγγιση και για το τι συνεχίζει να αποκομίζει από την επαφή της με τον χώρο και τους ανθρώπους του.
Ιωάννα, τι σε έκανε να θέλεις να επιστρέψεις στο ΨΝΑ με μια διαφορετική ιδιότητα;
Στην ουσία δεν επέστρεψα, αλλά έφευγα από εκεί, κλείνοντας ένα κεφάλαιο χρόνων εργασίας μου στον χώρο. Καθώς η πρωταρχική μου ιδιότητα είναι η φωτογραφία, ήταν για μένα ο πιο φυσικός τρόπος να αποχαιρετήσω τον κόσμο εκεί και να το μοιραστώ με το κοινό.
Πώς έγινε η πρόταση για την ταινία και πώς, στη συνέχεια, αντιμετώπισαν τα γυρίσματα οι θεραπεύτριες και οι ασθενείς;
Η πρόταση έγινε πρώτα στις κυρίες που είχαν εργασθεί στο ΨΝΑ. Με τις τρεις κυρίες που πρωταγωνιστούν στην ταινία, την οικογένεια Τσουμελέα, μας συνδέουν χρόνια φιλίας. Εκείνες δέχθηκαν αμέσως την πρότασή μου και με έφεραν σε επαφή με την κυρία Στέλλα Νικολίτση, η οποία είναι η τέταρτη της παρέας. Όπως εγώ, έτσι και εκείνες, ξεκινήσαμε για κάτι άγνωστο, με μόνο συστατικό την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όλες τους έδειξαν απίστευτη πειθαρχία κατά τη διάρκεια της οργάνωσης των γυρισμάτων, στη σκαλέτα που στήναμε για την καθεμία, καθώς και on set, στο γύρισμα.
Για τα γυρίσματα των “ασθενών” συνεργάστηκα με την δομή ΑΝΙΜΑ, η οποία φιλοξενεί ανθρώπους που έχουν περάσει τη ζωή τους μέσα σε διαφορετικά ψυχιατρικά ιδρύματα της χώρας. Έκανα συναντήσεις με τους υπευθύνους της δομής εξηγώντας τους το πρότζεκτ. Δέχτηκαν την πρόσκλησή μου και στη συνέχεια επισκεπτόμουν για αρκετούς μήνες τους “περιθαλπόμενους” χωρίς την κάμερα μου, κουβεντιάζοντας για την ταινία και την παρουσία τους σε αυτήν. Η σχέση μου μαζί τους χτίστηκε σταδιακά, αλλά από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα ήταν κάθε φόρα κάτι καινούργιο. Εκείνοι αγάπησαν την ιδέα της κινηματογράφησης, την χαίρονταν σαν μικρά παιδιά. Και επειδή με είχαν συνδέσει με την κάμερα μου, όταν κάποιες φορές πήγα χωρίς αυτήν, έδειχναν την απογοήτευση τους. Η δική μου ερμηνεία είναι ότι επειδή ο καθένας τους έχει και ένα αντικείμενο-φετίχ που το κουβαλάει συνέχεια μαζί του, όπως η κυρία με την τσάντα, ή ο κύριος με το ραδιοφωνάκι του, ή κάποιος άλλος φοράει τρία ρολόγια, έτσι με δέχθηκαν και μένα σαν έναν από εκείνους με την ιδιαιτερότητά μου, να έχω πάντα μαζί μου την κάμερα.
Πες μας πώς γυρίστηκε η ταινία, πόση καθοδήγηση υπήρξε, ποια ήταν η διάρκεια των γυρισμάτων; Τι προκλήσεις συνάντησες, δεδομένου ότι ήταν και η πρώτη σου σκηνοθετική απόπειρα;
Η ταινία εκτείνεται σε διάρκεια 6 χρόνων, μέσα στα οποία οργανώθηκαν διαφορετικά σετ γυρισμάτων που αποτελούσαν για μένα ένα στοίχημα, τόσο κινηματογραφικό όσο και σκηνοθετικό. Το πρώτο σετ γυρισμάτων εμπεριέχει τις σκηνές μνήμης, με γυρίσματα στο εσωτερικό του ΨΝΑ, σε χώρους που πια δεν λειτουργούν. Στο ίδιο σετ υπάγονται τα ταξίδια που κάναμε για να κινηματογραφήσουμε τα παγώνια και τους γλάρους, και να χτίσουμε την ιστορία της Λέρου, αναπαριστώντας τον παλιό κήπο του Ψυχιατρείου. Το δεύτερο σετ είναι το γύρισμα του οικογενειακού τραπεζιού, το οποίο ήταν και ένα από τα πιο απαιτητικά καθώς αποτελεί τον κορμό της ταινίας, γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η δράση. Σε αυτό το σετ, η σκηνοθετική προσέγγιση είναι τέτοια ώστε ο θεατής να γίνεται μέρος αυτής της παρέας και να νιώθει ότι κάθεται μαζί τους στο τραπέζι, χωρίς όμως να χάνεται η αυθεντικότητα της αφήγησης. Το τρίτο σετ είναι οι δράσεις των “ασθενών”, όπου η κάμερα υπηρετεί άλλη προσέγγιση, αυτή του cinéma vérité.
Αυτό το σετ γυρισμάτων είναι που χρειάστηκε τον περισσότερο χρόνο αλλά και τις σωστές συνθήκες, αφού ο στόχος μου από την αρχή ήταν ο θεατής να μπει στη ζωή των ασθενών, όχι σαν επισκέπτης σε νοσοκομείο, αλλά σαν ίσος. Με αυτό το σκεπτικό, τους συναντάμε στις διακοπές τους σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της επαρχίας, σε πάρτυ που διοργανώνουν, ή σε χαλαρές στιγμές της καθημερινότητάς τους. Για την πραγματοποίηση αυτών των σετ γυρισμάτων, οι θεραπευτές της δομής είναι οι αφανείς ήρωες, καθώς πήραν ρόλους βοηθού σκηνοθέτη, βοηθού παραγωγής, βοηθού κάμερας. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να έχει γίνει αυτή η ταινία. Οι προκλήσεις από το στάδιο της παραγωγής, το δημιουργικό και την εκτέλεση ήταν ένα ταξίδι γεμάτο από εμπόδια που ατομικά και ομαδικά δίναμε τον καλύτερο μας εαυτό για να τα υπερβούμε. Η αίσθηση μου είναι πως με έσωσε η άγνοια της πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς που πάντα ξεκινάει με όρεξη και βεβαίως η ομάδα που δημιουργήθηκε, τόσο μπροστά από τις κάμερες όσο και πίσω από αυτές. Η φράση που χαρακτηρίζει την ψυχική υγεία είναι η εύθραυστη ισορροπία – και η ίδια φράση χαρακτηρίζει και την πορεία αυτής της ταινίας.
Ποιος ήταν ο ρόλος της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη στο ταξίδι του Ladies In Waiting προς την οθόνη;
Η Αθηνά είναι η παραγωγός της ταινίας και ο άνθρωπος που πίστεψε σε μένα από την αρχή. Σαν παραγωγός, με άφησε απολύτως ελεύθερη να κάνω την ταινία που ήθελα, να ακολουθήσω το ένστικτό μου και να δημιουργήσω τη δική μου προσωπική γλώσσα, ενώ βρισκόταν πάντα δίπλα μου τις στιγμές που χρειάστηκα την καθοδήγησή της. Σε ένα άλλο επίπεδο, και δεδομένου ότι η ταινία ξεκίνησε μέσα στην οικονομική κρίση και αργότερα πέρασε μέσα από την υγειονομική κρίση (Covid), θα έλεγα ότι μαζί με τους συνεργάτες της στη Haos Film έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για την ολοκλήρωση της.
Πώς έθεσες όρια -σκηνοθετικά αλλά και ανθρώπινα- σε αυτά που κατέγραφες;
Σε τέτοιου είδους πρότζεκτ το σκηνοθετικό όριο πάει χέρι-χέρι με το ανθρώπινο. Ο στόχος μου ήταν ο κάθε θεατής να μπορέσει να ταυτιστεί και να βρει τον εαυτό του σε κάποιον από τους πρωταγωνιστές, κάνοντας ένα συναισθηματικό ταξίδι μέσα στον κόσμο αυτό. Ο πυρήνας της σκηνοθετικής προσέγγισης ήταν να χτίσω το πορτρέτο του ψυχικά ασθενούς χωρίς τα στοιχεία του οίκτου, της συμπόνιας ή της λύπης που στερεοτυπικά κουβαλάει, έτσι ώστε να επιτρέψω στον θεατή να δει αυτή την άλλη πλευρά, πού συγκλίνουν και συναντιούνται οι δύο κόσμοι. Με όχημα αυτή την ιδέα στο μυαλό μου και στον τρόπο που εγώ βλέπω τους ανθρώπους γενικότερα, μπήκαν τα σκηνοθετικά και ανθρώπινα όρια.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες αποστιγματοποίησης της ψυχικής ασθένειας και των χαρακτηρισμών που τη συνοδεύουν, μαζί με μια έμφαση στο πόσο εύθραυστο είναι τελικά το ανθρώπινο μυαλό. Τι σκέψεις και συζητήσεις ελπίζεις να προκαλέσει η ταινία στους θεατές;
Δανείζομαι τα λόγια μιας κυρίας σε ένα Q&Α που ακολούθησε την ταινία, όπου μοιράστηκε μαζί μας την εμπειρία της να έχει μια αδελφή με ψυχική ασθένεια. Συνέχισε λέγοντας ότι η ταινία μας απενοχοποιεί την ταμπέλα του ψυχικά ασθενούς και με αυτόν τον τρόπο έκανε την ίδια να ελπίζει και τον κόσμο να μην νιώθει αμηχανία και φόβο όταν βρίσκονται μαζί με την αδελφή της ανάμεσα σε κόσμο. Αυτό ήταν για εμένα ένα μεγάλο βραβείο. Ο στόχος της ταινίας είναι να προτρέψει τον θεατή να σκεφτεί τον εαυτό του, να κάνουμε μια αυτοκριτική και να αφήσουμε την κριτική σε οτιδήποτε διαφοροποιείται. Μιλάμε για ορατότητα και ισότητα σε πολλές κοινωνικές ομάδες που παραδοσιακά ήταν και είναι αποκλεισμένες, και τελικά σημασία έχει να μην μείνουμε σε έναν διάλογο αλλά να περάσουμε σε πράξεις.
Παρόλο που είχες ήδη επαφή με τον συγκεκριμένο χώρο, υπήρξε κάτι καινούργιο ή απρόσμενο που σου έμαθε αυτή η ταινία σαν εμπειρία;
Κάτι που δεν σταμάτησε ποτέ να με ξαφνιάζει και να με κάνει να νιώθω ‘μικρή’ μαζί τους είναι το βάθος και η ένταση των συναισθημάτων τους. Σε αυτόν τον κόσμο όλα είναι έντονα. Βγάζοντας την ταμπέλα του ψυχικά ασθενούς και πλησιάζοντας πιο κοντά, η καθαρότητα και η ποιότητα των συναισθημάτων τους είναι αυτό που με αγγίζει και μονίμως μου μαθαίνει κάτι. Επίσης, ακριβώς αυτός ο τρόπος που βιώνουν τα συναισθήματα με έκανε λίγο να τους ‘ζηλεύω’. Εκείνοι ζουν αληθινά, εμείς καταναλώνουμε υπερβολική σκέψη για να ζήσουμε. Ε, δεν γίνεται να μην το ζηλέψεις αυτό και να θες κι εσύ ένα μικρό κομμάτι!
Νωρίς στην ταινία, μια νοσηλεύτρια αναφέρεται στις εμπειρίες της λέγοντας “ήταν ο χώρος τέτοιος που, ήθελες-δεν ήθελες, μπορούσες να γίνεις καλύτερος άνθρωπος”. Έχοντας περάσει τόσο χρόνο στο συγκεκριμένο περιβάλλον, συμφωνείς;
“Ήθελες-δεν ήθελες, μπορούσες”… Δηλαδή εννοεί δυνάμει.. Δεν συμφωνώ με την ιδέα του καλύτερου ανθρώπου εν γένει. Πιστεύω ότι η επαφή με αυτόν τον κόσμο, όπως και με οτιδήποτε είναι διαφορετικό, που ξεπερνάει την κατασκευασμένη έννοια της κανονικότητα μας και θέτει τους δικούς του κανόνες, καλλιεργεί και βγάζει στον καθένα μας αυτό που ήδη είμαστε. Δεν σημαίνει ότι αυτή η επαφή θα σε κάνει καλύτερο, μπορεί και να σε κάνει πιο βίαιο ή σκληρό. Το σίγουρο είναι ότι θα αναδείξει αυτό που είσαι πραγματικά.