«Η χειρότερη αδικία είναι όταν πρέπει να περιμένεις για δικαιοσύνη και εμείς περιμένουμε εδώ και 27 χρόνια. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε πριν ανακτήσουμε τα απομεινάρια των γιων μας», είπε η Munira Subašić, η επιζήσασα της γενοκτονίας στη Σρεμπρένιτσα και πρόεδρος του Συλλόγου Μητέρων της Σρεμπρένιτσα. Αφορμή στάθηκε η απονομή του Κινηματογραφικού Βραβείου LUX, όπου οι τρεις φιναλίστ ήταν τα φιλμ “Flee”, η “Μεγάλη Απόδραση” και το “Quo Vadis, Aida?”.
Η τελευταία αποτελεί την απεικόνιση στη μεγάλη οθόνη ενός από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Ιστορίας, με τη μορφή ενός σπαρακτικού πολιτικού θρίλερ, φτιαγμένο με υλικά από το βίωμα και το ταλέντο της Βόσνιας σκηνοθέτριας και σεναριογράφου Jasmila Žbanić -δημιουργού και του βραβευμένου με Χρυσή Άρκτο «Σαράγεβο Σ’ Αγαπώ (Grbavica)». Ήταν καλοκαίρι του ‘95, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία από τον στρατό της Σερβίας. Η Άιντα εργάζεται ως διερμηνέας για τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών που βρίσκονται στην περιοχή για τη διατήρηση της ειρήνης. Καθώς ο κλοιός πολιορκίας της πόλης σφίγγει, η Άιντα θα πρέπει να πάρει αποφάσεις ζωής και θανάτου για τον εαυτό της και την οικογένειά της.
Η Σρεμπρένιτσα ήταν προστατευμένη ζώνη από τον ΟΗΕ που υποσχέθηκε να προστατεύσει τους πολίτες, αλλά η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε ποτέ κι έτσι πέθαναν 8.000 άνθρωποι. «Αυτό που συνέβη εκεί ήταν ένα πολύ μεγάλο τραύμα για εμένα και αυτό το τραύμα δεν έχει τελειωμό, γιατί η Σρεμπρένιτσα είναι παρούσα συνεχώς στην καθημερινότητά μας. Ακόμη και σήμερα, χιλιάδες μητέρες ψάχνουν για τα χαμένα τους πρόσωπα. Σοροί ανθρώπων είναι ακόμη χαμένες σε μαζικούς τάφους. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να πουν ότι αυτοί ήταν μαζικοί τάφοι και η ΕΕ και άλλες δυνάμεις δεν άσκησαν ουδεμία πίεση για να βρεθούν οι σοροί των ατόμων. Η οδύνη που περνούν αυτές οι μητέρες είναι αβάσταχτη. Δεν σου επιτρέπεται να θάψεις το παιδί σου κι αυτό είναι αληθινά τρομακτικό».
Η χειρότερη αδικία είναι όταν πρέπει να περιμένεις για δικαιοσύνη. Εμείς περιμένουμε εδώ και 27 χρόνια.
Η Munira Subašić ήταν μία από τις μανάδες που ήταν εκεί και έζησε τον τρόμο από κοντά, σε πρώτο πρόσωπο. «Η ταινία αυτή ξύπνησε πολλούς ανθρώπους στην Ευρώπη που κοιμόντουσαν. Επέζησα από αυτήν την γενοκτονία, αλλά ο σύζυγός μου κι ο μικρότερος γιος μου πέθαναν. Βρήκα μόνο δύο από τα κόκκαλα του γιου μου που αγαπούσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σε δύο διαφορετικούς μαζικούς τάφους, χάρη στην αναλύσεις DNA. Ξέρω ότι ήταν ζωντανός, ξέρω ότι τον είχα και τώρα έχω τον τάφο του σαν απόδειξη. Κάθε άτομο που πεθαίνει έχει το δικαίωμα να έχει σημάδι της ύπαρξής του. Οι μητέρες όλων αυτών των ανθρώπων που πέθαναν και δεν βρέθηκαν, δεν μπορούν να πουν ότι τους είχαν».
Εν τω μεταξύ, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη πολλοί από τους εγκληματίες πολέμου ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να δοξάζονται ως ήρωες πολέμου. Σχολεία, νοσοκομεία και ιδρύματα έχουν τα ονόματα εγκληματιών πολέμου. Οι μητέρες ύψωσαν τη φωνή τους για να κατονομάσουν αυτούς που διέπραξαν εγκλήματα. «Τα παιδιά μας πρέπει να έχουν και τα ονόματά τους», συμπληρώνει η Munira. «Δεν έγινε έτσι απλά. Όλο αυτό συνέβη επειδή ο κόσμος και η Ευρώπη δεν έκαναν τίποτα για να το αποτρέψουν. Πολλοί αντιθέτως το υποστήριξαν αυτό. Μεμονωμένα άτομα δεν μπορούν να κάνουν μια γενοκτονία, έπρεπε να είναι οργανωμένο. Ακόμη και μετά τη γενοκτονία, θα μπορούσαν να μας είχαν βοηθήσει να εφαρμόσουμε τον νόμο για την άρνηση της γενοκτονίας. Αν μας είχαν βοηθήσει σε αυτό, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα συνέβαινε τώρα. Όσο σας μιλάω, μητέρες κλαίνε στην Ουκρανία ή στη Ρωσία για τα παιδιά τους. Όταν βλέπω αυτές τις σκηνές δεν μπορώ να κοιμηθώ, είναι οι ίδιες σκηνές με την Σρεμπρένιτσα το ‘95. Η χειρότερη αδικία είναι όταν πρέπει να περιμένεις για δικαιοσύνη και εμείς περιμένουμε εδώ και 27 χρόνια. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε πριν ανακτήσουμε τα απομεινάρια των γιων μας».
Δεν είναι μια ιστορία μόνο για τη Βοσνία και τα Βαλκάνια, αλλά για τα ανθρώπινα όντα, πώς συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον όταν δεν μας περιορίζει η ηθική
Η επιζήσασα της σφαγής της Σρεμπρένιτσα απευθύνθηκε στους ευρωβουλευτές από το βήμα του κοινοβουλίου και είπε, συναισθηματικά φορτισμένη: «Στην Ουκρανία, οι μητέρες κλαίνε, αναζητώντας τα οστά των γιων τους. Σας ικετεύω λοιπόν να σταματήσετε τον πόλεμο στην Ουκρανία, ώστε όσο το δυνατόν λιγότερες μητέρες στον κόσμο να υποφέρουν. Σήμερα, όχι αύριο, θα είναι πολύ αργά».
Η πρόεδρος του Κοινοβουλίου, Roberta Metsola, απένειμε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Κινηματογράφου Κοινού LUX 2022 στο “Quo vadis, Aida?” από τη Βόσνια σκηνοθέτη Jasmila Žbanić, κατά τη διάρκεια τελετής την Τετάρτη, στην αίθουσα της Ολομέλειας. «Η ταινία αυτή είναι μια δυνατή φωνή για δικαιοσύνη για τις γυναίκες και τις μητέρες της Σρεμπένιτσα που υπήρξαν μάρτυρες της αποτρόπαιας δολοφονίας περισσότερων από 8.000 αγαπημένων τους προσώπων. Αυτές οι αποτρόπαιες φρικαλεότητες, αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, δεν πρέπει να λησμονηθούν ποτέ».
Ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας του κινηματογράφου βγαίνει -ευτυχώς- νικητήριος, σε μια κρίσιμη περίοδο για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και την παγκόσμια ειρήνη. Όταν μια γυναίκα, κινηματογραφίστρια στα Βαλκάνια, αποφασίζει να κάνει ένα τέτοιο πολιτικό δράμα, φροντίζει να κάνει και τη σύνδεση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τονίζοντας ότι «δεν είναι μια ιστορία μόνο για τη Βοσνία και τα Βαλκάνια, αλλά για τα ανθρώπινα όντα, πώς συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον όταν δεν μας περιορίζει η ηθική, όταν καταστρέφουμε κάθε ανθρώπινη υπόσταση». Η Σρεμπρένιτσα είναι μια πτήση σαράντα λεπτών από τη Βιέννη, λιγότερο από δύο ώρες από το Βερολίνο και είναι τρομακτικό να σκεφτεί κανείς ότι μια τέτοια γενοκτονία συνέβη μπροστά στα ευρωπαϊκά μάτια, ενώ όλοι έχουμε επαναλάβει τόσες φορές, «Ποτέ Ξανά». «Σοκαρίστηκα όταν έμαθα ότι εμείς, οι Ευρωπαίοι, επιτρέψαμε τον πόλεμο στην Ουκρανία και σας προτρέπω όλους να βρείτε έναν τρόπο να τον σταματήσετε», σχολίασε η σκηνοθέτρια, προσθέτοντας πως οι Ευρωπαίοι «έχουμε κοινό παρελθόν και ελπίζω να έχουμε και κοινό μέλλον», ενώ ζήτησε δικαιοσύνη για τις γυναίκες και τις μητέρες της σφαγής, την «πιο δυνατή γυναικεία δύναμη στην Ευρώπη» ευχόμενη «Να μην ξεχαστεί ποτέ αυτή η γενοκτονία».
«Πιστεύω ότι δημιουργήσαμε μερικές ρωγμές στο εθνικιστικό αφήγημα. Έλαβα πολλά email από νεαρούς Σέρβους που έλεγαν “Όλη μου τη ζωή ήξερα ότι κάτι πάει στραβά σχετικά με το τι έγινε στη Σρεμπρένιτσα, τώρα ξέρω τι ήταν και γιατί κρύβονταν πίσω από ψέματα”. Ελπίζω αυτές οι ρωγμές να σπάσουν το εθνικιστικό πατριαρχικό οικοδόμημα στην περιοχή μας. Φοβάμαι πολύ και νιώθω ότι ο στόχος της ακροδεξιάς είναι να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη και αυτό είναι τόσο εύκολο, γιατί είναι μια πολύ εύθραυστη κοινωνία», είπε η Jasmila, υπογραμμίζοντας ότι αυτές οι δυνάμεις είναι πολύ ισχυρές και χωρίς κανένα έλεος.
«Το όνειρό μου θα ήταν να γίνουμε μέρος της ΕΕ, ώστε να είμαστε προστατευμένοι και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είμαστε, εκτός από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Βόσνιων είναι Μουσουλμάνοι. Αυτός είναι, για μένα, ο μόνος λόγος που δεν είμαστε στην ΕΕ. Αν μιλάμε για διαφθορά και άλλα θέματα, υπάρχουν πολλές άλλες χώρες που έχουν μεγαλύτερα προβλήματα από εμάς».
Αν δεν το κάνουμε αυτό, αν δεν έχουμε μάθει τίποτα από τον πόλεμο, από τη Σρεμπρένιτσα, από το Ολοκαύτωμα, από την Ουκρανία, πιστέψτε με, θα ξανασυμβεί.
Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει τριμελή προεδρία που συνίσταται από ένα μέλος από κάθε μία από τις τρεις μεγάλες εθνότητες: Οι Μποσνιάκοι είναι η μεγαλύτερη ομάδα από τις τρεις, οι Σέρβοι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη και οι Κροάτες είναι η τρίτη. Το Σύνταγμα της χώρας δημιουργήθηκε από τις ΗΠΑ σε συνεργασία με την ΕΕ και επιβλήθηκε στους πολίτες της. «Όσο περισσότερο δηλητηριάζουν τον κόσμο, τόσο περισσότερους ψηφοφόρους θα έχουν. Αυτό κάνουν. Είναι όπως αν ένας πατέρας με τρεις γιους πεθάνει και στην προσπάθεια να μοιράσουν την περιουσία, καταλήγουν στο δικαστήριο», σχολίασε η Munira. «Ακόμη είμαστε οι Άλλοι και δεν υπάρχει ενσυναίσθηση», είπε η Jasmila, τονίζοντας πως μόνο αν αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και γίνουμε ένα, θα αλλάξει η κατάσταση.
«Για άλλη μια φορά, θέλω να ζητήσω από τον Τύπο, -γιατί οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν πολλά-, παρακαλώ, κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε για να σταματήσετε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Προσπαθήστε να σταματήσετε τη δολοφονία παιδιών. Προσπαθήστε να σταματήσετε τις μητέρες να νιώθουν τον τεράστιο πόνο, όπου κι αν βρίσκονται. Αν δεν το κάνουμε αυτό, αν δεν έχουμε μάθει τίποτα από τον πόλεμο, από τη Σρεμπρένιτσα, από το Ολοκαύτωμα, από την Ουκρανία, πιστέψτε με, θα ξανασυμβεί».
Σε πολιτικό κλίμα κινούνται και οι άλλες δύο ταινίες που ήταν φιναλίστ για τα βραβεία LUX, με το Flee του Jonas Poher Rasmussen να καταλαμβάνει την δεύτερη θέση, ενώ το τρίτο βραβείο έλαβε η ταινία Great Freedom του σκηνοθέτη Sebastian Meise. Στην πρώτη, ένας γκέι πρόσφυγας από το Αφγανιστάν εγκαταλείπει το σπίτι του για να βρει ασφάλεια στη Δανία. Ο Αμίν, ο πρωταγωνιστής, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στη τελευταία, στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Χανς φυλακίζεται ξανά και ξανά λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων οι οποίες παραβιάζουν τον γερμανικό ποινικό κώδικα. Μόνη σταθερά στη ζωή του καταλήγει να είναι ο Βίκτωρ, ένας καταδικασμένος δολοφόνος με τον οποίο μοιράζεται το κελί του.
Οι δύσκολες ευρωπαϊκές ταινίες κερδίζουν κόντρα στα «πρέπει» του καιρού για εύκολη διασκέδαση, sequels και απολιτίκ φιλμ που δεν έχουν τίποτα να σου πουν από τη στιγμή που θα βγεις από την κινηματογραφική αίθουσα. Αντιθέτως, εμείς όταν βγήκαμε από την ημικυκλική αίθουσα του Ευρωκοινοβουλίου, είχαμε εξοπλιστεί με γυναικεία πυγμή και τόλμη, με ιστορική μνήμη και αιτήματα δικαιοσύνης.