Καλησπέρα σας. Νομίζω ότι βρίσκομαι εδώ γιατί είμαι ο άνθρωπος με τις λιγότερες ομοιότητες με τον Κιθ Ρίτσαρντς στον κόσμο. Δεν κατάγομαι από τη Βρετανική εργατική τάξη, τα μπλουζ του Σικάγο με αφορούν –όπως όλους , καλώς ή κακώς, εδώ μέσα- μόνον ως ήδη ταξινομημένη φιλολογία, δεν έχω ρυθμίσει ποτέ τις προσωπικές μου αντοχές παίρνοντας σπίντμπολ ή κρακ, δεν μπορώ εύκολα να φανταστώ μια συνθήκη κατά την οποία με κυνηγάει ερωτικά ο Μάρλον Μπράντο ενώ εγώ βοηθάω ενεργά την Μαριάν Φέϊθφουλ να απιστήσει στον Μικ Τζάγκερ , δεν συγκαταλέγομαι ανάμεσα στην κοινωνική εκείνη κατηγορία που έχει σνιφάρει έστω και μια φορά στη ζωή της τις στάχτες του πατέρα της, πολύ περισσότερο δεν έχω παίξει τον ίδιο μήνα σε αίθουσες 80.000 ανθρώπων στην Ολλανδία, στην Ιαπωνία, στο Τελ Αβίβ και στην Αλαμπάμα.
Φυσικά, δεν χρειάζεται να έχεις παρόμοια αφετηρία με έναν αφηγητή για να σε αιχμαλωτίσει η ιστορία του. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται μόνο ένα πράγμα: ο αφηγητής να είναι καλός. Στην περίπτωση όμως του Κιθ Ρίτσαρντς –που στην απομαγνητοφώνηση του λόγου του φανερώνεται πράγματι ζεστός, παθιασμένος, υπερευαίσθητος και υπερκυνικός, ένας ποιητικός φανφαρόνος σαν τους ήρωες των βρετανικών σκαμπρόζικων μυθιστορημάτων του 18ου αιώνα- στην περίπτωσή του, λέω, δεν θα χρειαζόταν καν αυτό. Γιατί ο Κιθ ανήκει στην πιο ενδιαφέρουσα συνομοταξία μυθιστορηματικών ηρώων της αληθινής ζωής που γέννησε ποτέ ο κόσμος: Στα «λαϊκά είδωλα» του 20ου αιώνα.
Ποτέ πριν απ’τον 20 αιώνα δεν θα μπορούσαν απλά εργατόπαιδα σαν τον Ρίτσαρντς ή τον Λένον, αλλά και σαν τον Μπράντο ή τον Σινάτρα, σαν τον Λούϊ ς Άρμστρονγκ ή την Αρίθα Φράνκλιν, σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν ή την Μέριλιν Μονρόε, σαν τον Έλβις ή τον Μάϊκλ Τζάκσον, σαν τον Πελέ ή τον Μάτζικ Τζόνσον να αντικαταστήσουν τους ημίθεους και τους ήρωες, τους βασιλιάδες και τους πολεμιστές στη συνείδηση του απλού κόσμου. Ενός κόσμου που, χορτασμένος από τον χρόνιο φθόνο του δούλου για τον βίο εντός του παλατιού, έφερε –με βοηθό του την μαζικοποίηση των οπτικοακουστικών μέσων- τον ρόλο του βασιλιά στα δικά του μέτρα. Έφτιαξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και συμμετοχή μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου, την νεωτερική μυθολογία. Αυτήν που ονομάζουμε σήμερα ποπ κουλτούρα.
Φυσικά, χρειάστηκαν ένα σωρό ερειπωμένες Γκρέϊσλαντ και ράντσα του Ποτέ-Ποτέ, ένα σωρό τροχαία ατυχήματα, ένα σωρό υπερσεξουαλικά κορίτσια πνιγμένα στα βαρβιτουρικά κι ένα σωρό ήρωες της κιθάρας που τους έφαγε η βελόνα για να δείξει και αυτή η μυθολογία το σκοτεινό της πρόσωπο. Και για να φανεί –μέσα απ’ το στιγμιαίο φως της αστραπής- το κρυμμένο πρόσωπο του Υποκινητή, του ανθρώπου που πάνω από κάθε πεδίο μάχης κοιτάει τα πτώματα να συσσωρεύονται και περιμένει ατάραχος την ώρα που όλα θα τελειώσουν, την ώρα που ο πλούτος θα αναδιανεμηθεί.
Και να μην ήταν λοιπόν μέτοχος της «λαλέουσας» πηγής ως αφηγητής ο Κιθ Ρίτσαρντς, ένα βιβλίο με τη ζωή του θα μας αφορούσε, έστω κι αν του μοιάζουμε ελάχιστα.
Το ακόμα πιο ωραίο με το συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, είναι πως ο Ρίτσαρντς δεν αυτοπαρουσιάζεται ούτε σαν ένας επιτηδευμένα αθώος Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ ούτε σαν ένα τραγικό θύμα της αλαζονείας και των επιθυμιών α λά Μπάρι Λίντον. Ο Ρίτσαρντς δεν ξεχνάει ποτέ τον λόγο που βρίσκεται εκεί που βρίσκεται: ξέρει μέσα του ότι εκτός από χαρισματικός πρωταγωνιστής γραφικών επεισοδίων που δικαιολογημένα θα ακκίζεται γι’αυτά ως που να πεθάνει, είναι κυρίως ένας λάτρης κι ένας καινοτόμος της λαϊκής μουσικής, ένας μονομανής μελετητής του ηχογραφημένου ήχου της.
Τα πιο συγκινητικά για μένα –αλλά και για τον ίδιο, όπως φαίνεται απ’το λαμπερό τους βάθος- εδάφια του «Life» είναι αυτά που μιλάνε για τα ανοιχτά κουρδίσματα, για τις αυτοσχέδιες τεχνικές ηχογράφησης, για το πως δένεται μια μπάντα ανεξαρτήτως του χαρίσματος της εμπροσθοφυλακής της. Εκεί καταλαβαίνεις ποια μικρή και αόρατη κλωστή χωρίζει τον Κιθ Ρίτσαρντς από την αφασικότητα του ποπ ειδώλου, αλλά κάνει και τους Στόουνς να μην χρειάστηκαν ούτε μια φορά στην ζωντανή τους 50 χρονη ιστορία την υπόκλιση στο ρετρό, προκειμένου ένα live τους να συντονίσει με ακρίβεια όλη την ενέργεια ενός αλλόφυλου, ασύνδετου, ανομοιογενούς ακροατηρίου. Ο Κιθ Ρίτσαρντς μπορεί να παρανομεί και να παραδίδεται όσο θέλει στα χάη, να μη μιλάει με τον Τζάγκερ εδώ και 30 χρόνια και να χαριεντίζεται δημόσια για την ανωτερότητα του δικού του πέους, μπορεί στην παράνοιά του ενάντια στο κατεστημένο να συναγωνίζεται τον πιο κουτό καφενόβιο συνομωσιολόγο –ξεχνώντας φυσικά πως είναι ο ίδιος ένας διάσημος πολυεκατομμυριούχος- γιατί δεν ξεχνάει ποτέ ότι υπάρχει κάτι που υπηρετεί απαράβατα: Η λαϊκή μουσική παράδοση απ’την οποία κατάγεται.
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου είναι υποδειγματική. Θα έλεγα μάλιστα πως είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο για το ροκ, που δεν χρησιμοποιεί το πάθος και τη λαϊκότητα του αντικειμένου ως δικαιολογία για προχειρότητες, ασυνταξίες και εκδοτικούς αρχοντοχωριατισμούς. Οι «Λατέρνατιβ» -με το οικόσημο του «Ροδακιού» χαραγμένο στην πόρτα της πρώτης τους προσπάθειας- ανεβάζουν πάρα πολύ ψηλά τον πήχυ στην έκδοση ελληνικού ροκ βιβλίου και ελπίζω η κρίση να μην τους εμποδίσει να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο. Έχουν όλα τα εφόδια και το ταλέντο να το κάνουν. Αφήνω τελευταία τη μετάφραση του Γιάννη Νένε. Έχουμε περάσει-κι εγώ και πολλοί άλλοι – μαρτυρικά εφηβικά χρόνια διαβάζοντας βιβλία που προσπαθούν να «γυρίσουν» στα ελληνικά τον μετα- «beat» αγγλόφωνο λόγο. Το τι παλιομοδίτικη μαγκιά και το τι βιασμό της ελληνικής ροής της γλώσσας έχουμε υποστεί δεν λέγεται. Για πολλά χρόνια, μόνο η μετάφραση του Άρη Μπερλή στο «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, αποτελούσε μια μικρή ελπίδα ότι κάποτε θα διαβάζαμε βιβλία αυτής της πνευματικής περιοχής κι εδώ, χωρίς να παραβιάζεται κανένας απ’τους δύο κόσμους. Η μετάφραση του Νένε -μαζί με αυτές της Χίλντας Παπαδημητρίου και του Αλέξη Καλοφωλιά, σε όσα σχετικά βιβλία- με κάνουν να ζηλεύω τους σημερινούς εφήβους αναγνώστες. Ο Νένες όχι μόνο αποδίδει σύγχρονα, ελληνικότατα και με ποιητική εφευρετικότητα το αγγλοσαξονικό λαϊκό χιούμορ και την παράδοξα γειωμένη μεγαλοστομία του Ρίτσαρντς, κάνοντάς σε να γελάς και να σκέπτεσαι αβίαστα –ανεμπόδιστος από μια δεύτερη μετάφραση μες στο μυαλό σου-, αλλά δεν κάνει ούτε και το παραμικρό μουσικό λάθος, όταν χρειάζεται να μιλήσει μουσικά, πράγμα που κι αν έχουμε συνηθίσει να συγχωρούμε στα ελληνικά βιβλία του είδους.
Τελειώνοντας το βιβλίο, σκέφτηκα πόσο ακριβής ήταν η έμπνευση του Τζόνι Ντεπ να βασίσει το ρόλο του Τζακ Σπάροου στον Κιθ Ρίτσαρντς. Η ζωή του Κιθ Ρίτσαρντς υπήρξε πραγματικά η ζωή ενός πειρατή. Θερμόαιμος απόγονος μιας μικρής κωμόπολης κλεφτών , με ειδικές ικανόνητες στο λύσιμο μουσικών κόμπων και αποκρυπτογράφησης κωδικών των σκλάβων, ναυλώνεται πολύ μικρός σ’ένα περίεργο καράβι που γύρισε όλο τον κόσμο, απαγάγοντας κορίτσια, αναστατώνοντας και γελοιοποιώντας την τάξη των πατεράδων τους , μεθοκοπώντας και θησαυρίζοντας, εμπνέοντας σε όλα τα μικρά παιδιά του ύπουλα χαρτογραφημένου κόσμου μας μιαν ηρωϊκή, άγρια έξοδο προς το άγνωστο.
Το κείμενο είναι από την ομιλία του Φοίβου Δεληβοριά στην παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Κίθ Ρίτσαρντς Life στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου του 2012. Το Life κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση του Γιάννη Νένε (Σειρά Λατέρνατιβ, εκδ. Το Ροδακιό)