Η συνέντευξη Τύπου έχει τελειώσει. Έξω από την Είσοδο Καλλιτεχνών του Θεάτρου Badminton, η Μαρινέλλα φυγαδεύεται με ένα μαύρο αυτοκίνητο, την ώρα που οι ηθοποιοί ετοιμάζονται για την απογευματινή τους πρόβα. Ο Χρήστος Στέργιογλου, βασικός συντελεστής του «Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο» (σε κείμενο και σκηνοθεσία στην παράσταση Πέτρου Ζούλια) δεν είναι ότι δεν έχει ανάγκη κι αυτός από λίγη ξεκούραση, απλώς θυσιάζει το διάλειμμά του για να μας μιλήσει. Ντυμένος στα μαύρα, ευλύγιστος στις κινήσεις και νεανικός παρά τα εξηντακάτι του χρόνια, προσπαθεί να απαντήσει στην ερώτηση «τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τα μιούζικαλ», αλλά απάντηση δεν βρίσκει: «Tι να σου πω, δεν ξέρω… Εμένα είναι η πρώτη μου φορά. Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να εκπαιδευτούμε στην Ελλάδα και σε κάτι διαφορετικό – καλό είναι αυτό».
Στο συγκεκριμένο μιούζικαλ, που συνδυάζει τα ονόματα δύο θρύλων του ελληνικού τραγουδιού, η αφήγηση έρχεται από τη Μαρινέλλα (όχι ως Βέμπο αλλά ως Μαρινέλλα), ενώ ο ίδιος υποδύεται τον σύντροφό της Μίμη Τραϊφόρο. «Με δυσκόλεψε λίγο» παραδέχεται. «Δυσκολεύομαι όταν έχω να κάνω με ένα πραγματικό πρόσωπο, γιατί ξέρω περίπου ποιος ήταν αλλά δεν θέλω να τον μιμηθώ. Έχω τις δικές μου φυσιολογικές αντιδράσεις στα γεγονότα της ζωής του. Δεν μπορώ να πω “τώρα κάνω τον καλό, “τώρα κάνω τον κακό” – δε βρίσκω κανένα ενδιαφέρον σ’ αυτό. Πρέπει να ξεπεράσω την ταμπέλα για να φτάσω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία σε κάθε άνθρωπο έχει μια μοναδικότητα. Αυτό δεν ισχύει μόνο με το συγκεκριμένο ρόλο, αλλά με όλη τη στάση μου απέναντι στην υποκριτική: να μην υπάρχει καμία μιμητικότητα συμπεριφορών, γιατί η συμπεριφορά είναι καθαρά προσωπικό θέμα». Ο Τραϊφόρος ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Βέμπο όμως την απατούσε, την υποτιμούσε, σκοτώνονταν μεταξύ τους κι ύστερα τα ξανάβρισκαν, όπως τόσα και τόσα ζευγάρια, όπως κατέγραψαν και οι ίδιοι άλλωστε κάνοντας την ταραχώδη σχέση τους τραγούδι στο «Ο άνθρωπός μου».
Πέραν του Τραϊφόρου πάντως, ο Στέργιογλου είναι ο ηθοποιός τον ημερών και για έναν ακόμα λόγο, το φιλμ «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», που απήλαυσε τους προηγούμενος μήνες ένα promotion άνευ προηγουμένου (πολύ αγαπητού μάλιστα εδώ στην Popaganda), με τον ίδιο να δίνει κατ’ επανάληψη συνεντεύξεις ως Παρασκευάς. «Το σκέφτηκε η Ελίνα Ψύκου που σκηνοθέτησε την ταινία και επινόησε τον χαρακτήρα» εξηγεί. «Δεν ξέρω πώς της ήρθε, αλλά μόλις μου το πρότεινε είπα “ΟΚ, θα το κάνουμε”. Μπορούσε να βγει εντελώς γελοίο, ή να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ για την ταινία, η οποία φυσικά υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο από όλες αυτές τις συμπεριφορές της “δημοσιότητας”».
Η υπόθεση της ταινίας; Ένας δημοσιογράφος της πρωινής ζώνης που είναι νούμερο ένα στη χώρα, βλέπει ξαφνικά τα νούμερα της AGB να πέφτουν και σκηνοθετεί με τον καναλάρχη την εξαφάνισή του, για να αποκτήσει και πάλι ενδιαφέρον ως ύπαρξη. «Είναι μια σάτιρα του ξεπεσμένου lifestyle… Δεν έχω τίποτα με αυτούς τους ανθρώπους. Αν κάνεις τη δουλειά σου και αντλείς και ευχαρίστηση από αυτή – μαζί σου είμαι. Αλλά αν ο μόνος σου σκοπός είναι να γίνεις διάσημος και χρησιμοποιείς οποιοδήποτε μέσο για να το πετύχεις, ε τότε υπάρχει πρόβλημα. Ξέρεις, η Ελίνα εμπνεύστηκε την ιστορία από ένα τρομακτικό περιστατικό: Δημοσιογράφος στο Κίτσεβο, πλήρωνε δολοφόνους να σκοτώνουν ηλικιωμένες κυρίες, για να πηγαίνει αυτός πρώτος να φέρνει την είδηση. Αυτό δείχνει μέχρι που μπορεί να φτάσει η ανάγκη κάποιου να είναι διάσημος, να τον θαυμάζουν».
Ο ίδιος έχει από καιρό πάψει να κυνηγά την επιτυχία σαν αυτοσκοπό. Όχι επειδή δεν τον ενδιαφέρει, αλλά επειδή κάποτε την πάτησε άσχημα: «Είχαμε κάνει μια τεράστια, αναπάντεχη επιτυχία με “Τα Καπέλα”. Πρέπει να ήταν το ’88, στο θέατρο Καλαμάτας. Βρισκόμαστε λοιπόν όλοι οι συντελεστές μετά, για να κάνουμε τη δεύτερη μεγάλη μας επιτυχία… Και τρώμε τα μούτρα μας! Έκτοτε προσγειώθηκα λίγο, άρχισα να σκέφτομαι πιο ανθρώπινα, γιατί το άλλο, το να μην αρκείσαι με αυτό που έχεις και να θες πάντα να θριαμβεύεις, είναι απάνθρωπο, αδηφάγο».
Πιάνουμε το νήμα απ’ την αρχή. Ο Χρήστος Στέργιογλου γεννήθηκε το ’52 στο Διδυμότειχο. Στην ηθελημένα άγαρμπη ερώτηση «γιατί ένα παιδί από το Διδυμότειχο να θέλει να γίνει ηθοποιός», τσαντίζεται ελαφρώς: «Και γιατί ένα παιδί από την Αθήνα να θέλει να γίνει ηθοποιός; Και γιατί ένα παιδί από το Λονδίνο να θέλει να γίνει ηθοποιός; Δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σου. Εξήγησέ μου τη. Εγώ το αγαπάω το Διδυμότειχο και το κουβαλάω. Αλλά το ότι είμαι από εκεί δε νομίζω ότι έχει σημασία». Στα παιδικά του χρόνια, θυμάται να τραγουδάει πρίμο σεκόντο με την αδερφή του σε πάρτι, να διαβάζει ποιήματα στις εθνικές εορτές, να βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες στο υπαίθριο του Δημαρχείου καθισμένος κάτω, στο χώμα.
Σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Είχε πάντα μια βαθιά αγάπη για τη μουσική (ένα φεγγάρι έπαιζε και σαξόφωνο στη μπάντα του Δήμου), αλλά μέσα του ήξερε πως ήθελε να γίνει ηθοποιός κι έτσι μετά από τρία χρόνια γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου. «Ύστερα έφυγα για Νέα Υόρκη, όπου φοίτησα δύο τετράμηνα στο HB Studio. Εκεί κατάλαβα τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω και αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτά που μπορώ. Γνώρισα κάποιους δασκάλους που ακόμα κουβαλάω και επισκέφτηκα το Actors Studio».
Για το επάγγελμα που διάλεξε, δε μετάνιωσε στιγμή. Και μολονότι δεν αμείφθηκε ποτέ πλουσιοπάροχα, τα τελευταία 15 χρόνια κάθε που ξεκινάει μια σεζόν ξέρει πως δεν θα μείνει χωρίς δουλειά. «Σκοπός μου δεν είναι ποτέ να βγάλω λεφτά. Όχι ότι δεν πρέπει να αμειβόμαστε για τις δουλειές μας. Αλλά μερικές φορές πρέπει να ρισκάρεις και να πεις “μπορεί να βγάλω, μπορεί και να μη βγάλω”. Όπως τώρα με τον Αντώνη Παρασκευά – η ταινία της Ελίνας της Ψύκου είναι χειροποίητη, την έκανε μόνη της. Γενικώς μου αρέσει να δουλεύω με νέους ανθρώπους. Βλέπω το “θέλω” τους και το συμμερίζομαι. Ιδίως με τις ταινίες, αυτό το πράγμα έχω πάθει. Και ακολουθώ. Όταν καταλαβαίνω τη μεγάλη επιθυμία κάποιου, ακολουθώ».
Κάπως έτσι, ακολουθώντας έναν σχετικά άγνωστο σκηνοθέτη, του προέκυψε και ο «Κυνόδοντας», η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία της μέχρι τώρα διαδρομής του. «Δεν ήξερα τι έχει γίνει» παραδέχεται. «Βλέποντάς το, κατάλαβα ότι έπαιζα σε μια εξαιρετική ταινία. Φέτος που ταξίδεψα σε κάποια φεστιβάλ με τον “Παρασκευά” και με το “Alienation” (ένα βουλγάρικο φιλμ που έκανα με τον Μίλκο Λάζαροφ), κατάλαβα τι σήμαινε ο “Κυνόδοντας” για εμένα προσωπικά. Για το Λάνθιμο το ήξερα, άνοιξαν οι πύλες του ουρανού – και δικαίως. Αλλά ξαφνικά έβλεπα συνεχώς ανθρώπους να μου λένε “the father of Dogtooth”, “the father of Dogtooth”, ώσπου έγινε κάτι σαν σλόγκαν αυτό». Ο φρικιαστικά καλοσυνάτος μπαμπάς, είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. «Ο πατέρας αυτός έκανε ό,τι έκανε γιατί αγαπούσε τα παιδιά του, ήθελε να τα προστατέψει» τονίζει ο Στέργιογλου. «Και ακολουθώντας τα γεγονότα, τον απέδωσα ως μεγαλύτερο τέρας απ’ ότι θα έβαινε αν τον έπαιζα άγριο. Προσπάθησα να βρω το “δίκιο” του ήρωα».
Βέβαια η επιτυχία του «Κυνόδοντα» και άλλων εγχώριων ταινιών όπως το «Attenberg» ή το «Miss Violence», που συγκροτούν το λεγόμενο «weird wave of Greek cinema», δεν έχει μονάχα υπερασπιστές. Ορισμένοι αναρωτιούνται γιατί στέλνουμε έξω μόνο τις «άρρωστες» ταινίες μας. Ο Στέργιογλου ενοχλείται από τη λέξη: «Οι ταινίες δεν είναι άρρωστες. Άρρωστα είναι τα θέματα που θίγουν. Και μέσα από αυτή την αρρώστια έχουν κάτι να πουν. Ο “Κυνόδοντας” χαρακτηρίστηκε από μια γαλλική εφημερίδα ως “το χρονικό του καθημερινού φασισμού”. Καθημερινά βλέπουμε τέτοια φαινόμενα, στην οικογένεια, στην πολιτική, στην κοινωνία. Ποιος είναι άρρωστος; Η ταινία; Ομοίως και με τον “Παρασκευά”: η ταινία είναι άρρωστη ή η δημοσιότητα; Aν η ταινία παρουσιάζει κάτι ως κακό παράδειγμα, τότε είναι υγιέστατη. Δεν θέλω να πω μεγάλα λόγια, αλλά και οι τραγωδίες αυτό κάνανε».
Πέρα από την ενασχόλησή του με το ελληνικό σινεμά (υποδειγματική υπήρξε μεταξύ άλλων και η ερμηνεία του ως αστυνομικός στον «Άδικο Κόσμο» του Τσίτου), ο Στέργιογλου είναι επίσης μέγας κινηματογραφόφιλος σαν θεατής. Οι σινεφίλ της Αθήνας θα τον έχουν σίγουρα πετύχει μέσα σε κάποια αίθουσα, πολλές φορές μάλιστα και μόνο του. Είδε τον τελευταίο Τζάρμους, τους αδερφούς Κοέν, την «Τέλεια Ομορφιά» του Σορεντίνο, που τον ενθουσίασε: «Τρελάθηκα. Τρελάθηκα! Ερωτεύτηκα και τον ηθοποιό και το σκηνοθέτη. Όχι ότι δεν έχω σταθεί τυχερός, αλλά ξέρεις, είναι αυτό που λες “γιατί να μην μπορώ κι εγώ να παίξω έτσι;”. Θαύμασα τα πάντα σ’ αυτή την ταινία». Απ’ τους παλιούς αναφέρει τον Φελίνι και τον Κόπολα, τον Γουέλς και τον Τσάπλιν, τον Παζολίνι και τον Αντονιόνι.
Στην ερώτηση ποιο είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχει δει ποτέ πέρα από ταινίες, απαντά χωρίς σκέψη «η καθαρή θάλασσα» κι επειδή σε είκοσι λεπτά ξεκινάει η πρόβα, κάπου εδώ η συνέντευξη τελειώνει. Βγαίνουμε έξω για μια εξωτερική λήψη. Το έρημο Badminton απολαμβάνει την πιο τέλεια ησυχία μέσα στο μεσημέρι. Όπως απομακρύνομαι προς την έξοδο του πάρκου, γυρίζω το κεφάλι πίσω για μια τελευταία ματιά: Ο Ανδρέας, ο φωτογράφος μας, ζητάει από τον Στέργιογλου να σηκώσει τα χέρια ψηλά κι εκείνος καθ’ όλα πρόθυμος αλλά ορεξάτος συνάμα για ένα τελευταίο πείραγμα, κοιτάει προς τα ‘μένα με τα χέρια ψηλά και με χαιρετάει φωνάζοντας από μακριά «τι κάνω για ‘σας»…
Το μιούζικαλ «Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο» παίζεται στο θέατρο Badminton από 22 Ιανουαρίου. Η ταινία «H Αιώνια Επιστορφή του Αντώνη Παρασκευά» έρχεται στις αίθουσες στις 23 Ιανουαρίου από τη Feelgood.