Όταν γνωρίσεις τον Χρήστο Λούλη μπορείς σχεδόν να δεις την γοητεία που αποπνέει από το ίδιο του το δέρμα, το βλέμμα, το χαμόγελο, τον τόνο της φωνής, τη χαλαρότητα και ταυτοχρόνως από το παιγνιώδες που ξεμυτίζει πίσω από φράσεις που δεν περίμενες. Αυτή τη φορά ετοιμάζεται για τον ρόλο του Αίγισθου στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, που ξεκινάει την καλοκαιρινή περιοδεία της την Παρασκευή, 20 Ιουλίου από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ο ρόλος του είναι μικρός, γι’ αυτό ομολογεί ότι νιώθει πιο ξένοιαστος, δεν έχει άλλωστε καιρό που γύρισε από τη Νέα Υόρκη όπου παρουσιάστηκαν θριαμβευτικά οι Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου. Όμως θέλει συνεχώς να πηγαίνει παρακάτω αλλιώς βαριέται, να ανακαλύπτει νέους τρόπους αν και τελικά αναρωτιέται «τι πειράζει να βαριόμαστε πού και πού».
Κάπως τα πράγματα με πήραν από τη μούρη. Δεν είχα προλάβει καν να δει πώς λειτουργεί η δουλειά, όταν ξεκίνησα. Πήγα στο θέατρο Τέχνης και από τον δεύτερο χρόνο δούλευα στο θέατρο. Το άνοιγα το πρωί, το έκλεινα το βράδυ, έκανα τα πάντα από πρακτικές δουλειές, έπαιζα και σε κάτι μικρούς ρόλους και στο ενδιάμεσο ήμουν στη σχολή. Πριν τελειώσω το τρίτο έτος, αποφάσισε ο Λαζάνης που έκανε τότε τον Βασιλιά Ληρ να παίξω τον Έντμοντ, που είναι φοβερός ρόλος. Είχε φύγει κάποιος άλλος και κάπως έκατσε από τύχη. Βέβαια, με γούσταρε ο Λαζάνης σαν ηθοποιό παρότι δεν ήμουν έτοιμος να παίξω αυτό τον ρόλο. Τότε βέβαια είπα «θα γαμήσω», τώρα βέβαια καταλαβαίνω ότι δεν ήμουν καλός.
Ο καλλιτέχνης, και ειδικά ο περφόρμερ, κυρίως υπόσχεται. Δεν μπορεί να σου φέρει κανένα συμβόλαιο για το αποτέλεσμα. Ούτως ή άλλως κανένα συμβόλαιο δεν υπάρχει γενικά στη ζωή. Δεν είναι όμως ο κάθε θεατής διαφορετικός απέναντι μου. Κι εγώ είμαι πολύ διαφορετικός σε σχέση με αυτό που ήμουν πριν 15 χρόνια, και θα είμαι διαφορετικός αύριο σε σχέση με σήμερα.
Εμένα μου αρέσει το στενό περιθώριο. Αν μου πεις «Χρήστο, έχεις απόλυτη ελευθερία, κάνε ό,τι θέλεις σε αυτό τον δρόμο να μας τραβήξεις το ενδιαφέρον». Δεν μπορώ. Είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που χρειάζομαι κάδρο, κανόνα και μέσα από αυτόν μπορώ να απελευθερωθώ.
Στις πρόβες της Ηλέκτρας είναι λίγο περίεργα για μένα γιατί είναι η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που παίζω έναν τόσο μικρό ρόλο, τον Αίγισθο, και μάλιστα προς το τέλος της παράστασης. Έχω συνηθίσει να έχω μεγάλο βάρος στους ώμους μου και να είμαι στη σκηνή από την αρχή μέχρι το τέλος. Τώρα νιώθω κάπως παροπλισμένος αλλά με την καλή έννοια γιατί έχω τη δυνατότητα να κάθομαι από κάτω και να παρακολουθώ την παράσταση σαν θεατής. Παρατηρώ και τα τελευταία δέκα λεπτά μπαίνω, φωνάζω… Είναι όμως εύκολο να εναρμονιστώ με τον ρυθμό της παράστασης. Έχω πια μάθει να είμαι αυτόματος.
Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος μαθαίνει να ξε-ντρέπεται. Βέβαια ήμουν θρασύ νιάτο, δηλαδή αναλάμβανα και πράγματα όπως ο Έντμοντ αλλά όταν έφθανε το πράγμα σε ένα ζουμί ήταν αλλιώς. Το να βγάλεις το βρακί σου και να μείνεις γυμνός πάνω στη σκηνή δεν είναι φοβερά μεγάλη έκθεση, αλλού βρίσκεται αυτή. Θυμάμαι σε μια παράσταση ήμουν τόσο δοσμένος στη στιγμή που άργησα να μιλήσω γιατί ένιωθα με το πρώτο «α» που θα βγάλω όλος ο κόσμος από κάτω θα καταλάβει ποιος είμαι, τους φόβους μου, τις ελπίδες μου. Ένιωθα ψυχικά εκτεθειμένος και κώλωσα.
Μεγαλώνοντας λιγάκι καταλαβαίνεις ότι όλα είναι λίγο ψέμα, λίγο αστεία, και εμείς οι ίδιοι και η ζωή μας. Αν υπάρχει κάτι ωραίο στη ζωή είναι κάτι που την ξεπερνάει και μας ξεπερνάει και δεν έχει να κάνει με αν θα μας καταλάβει ο άλλος κι άλλα τέτοια κουραφέξαλα που όταν είμαστε πιο μικροί τα χρησιμοποιούμε σαν πανοπλία.
Οι σοφοί άνθρωποι του θεάτρου λένε ότι ηθοποιός γίνεσαι μετά τα 40. Εγώ είμαι 42. Τώρα ξεκινάω. Έτσι νιώθω.
Η τέχνη του θεάτρου έχει να κάνει με το κενό μεταξύ δύο λέξεων, μεταξύ δύο βλεμμάτων, ανάμεσα σε εσένα κι εμένα. Με ενδιαφέρει το κενό του μικρόκοσμου, αυτό που υπάρχει μεταξύ δύο αριθμών κι όχι αυτό που υπάρχει πριν και μετά το μηδέν. Εκείνη η στιγμή του κενού, πριν κάνεις κάνει, σου παρέχει άπειρες δυνατότητες για το τι θα κάνεις. Αυτές οι άπειρες δυνατότητες ακόμη παρότι θα της απορρίψεις και θα διαλέξεις ένα πράγμα να κάνεις –αυτό που έχει προαποφασιστεί στην πρόβα, οι σκέψεις του και μόνο του τι μπορείς να κάνεις, παρεισφρέουν με κάποιο τρόπο και αφήνουν το άρωμα τους σε αυτό που τελικά κάνεις.
Η ψυχική ακροβασία στο θέατρο είναι πιο επικίνδυνη γιατί εκεί είναι πιο εύκολο να πέσεις. Το σώμα σου μπορείς να το ελέγξεις καλύτερα από τις κινήσεις του μυαλού και τα υγρά της ψυχής σου, για να το πω έτσι ποιητικά. Έχει τύχει να παρατηρήσω τη ψυχική μου διάθεση και να βγω από τον εαυτό μου, φαινομενικά έστω. Είναι ωραία στιγμή. Είναι σαν να πετάς. Είναι σα να βλέπεις απέναντι σου τον εαυτό σου και να λες με χαρά «Α, τι κάνει…Κοίτα!». Είναι από τις στιγμές που σε στοιχειώνουν και θες να τις ζήσεις ξανά και τις κυνηγάς. Μέσα σε 20 χρόνια τις έχω ζήσει 3-4 φορές και πάλι καλά.
Βαριέμαι πολλές φορές. Δεν κάνω τίποτα γι’ αυτό, απλώς περιμένω ν’ αρχίσει η παράσταση. Δεν χρειάζεται να κάνω κάτι, χρειάζεται απλώς να είμαι εκεί. Άλλωστε όταν αρχίζει η παράσταση δε βαριέμαι πια. Όταν ήμουν μικρός το είχα αυτό το άγχος «να είμαι εδώ, να είμαι εδώ». Αλλά μεγαλώνεις και καταλαβαίνεις ότι η συγκέντρωση είναι σε κάτι έξω από σένα.
Το προσωπικό μου άγχος είναι να συνεχίσω να παίρνω τη χαρά στο θέατρο και να μπορώ να ζω από αυτό. Το κοινωνικοπολιτικό άγχος μου είναι ότι το πλήθος των παραστάσεων ακυρώνει την αξία των πραγμάτων που γίνονται. Έχουμε ένα άγχος μην κάνουμε παραστάσεις πυροτεχνήματα των δύο εβδομάδων, που απλώς κατεβαίνουν για να ανέβουν άλλες. Δεν είναι όμως ακριβώς αλήθεια. Να, κάναμε τους Όρνιθες πρόπερσι με τον Καραθάνο και πήγαμε στην Αμερική, με το Ρομπ/Rob με τον Καραντζά και θα πάμε στη Γαλλία και με τις Βάκχες του Μπινιάρη μάλλον θα συνεχίσουμε.
Στην Αμερική με τους Όρνιθες ήταν υπέροχα, σωστός θρίαμβος. Θα ήθελα να το ζω πιο συχνά αυτό αλλά αν το ζούσα και πιο συχνά ίσως και να το βαριόμουν, δεν ξέρω. Μου άρεσε πάντως να παρατηρώ το κοινό και κατάλαβα ότι παντού το κοινό είναι πάνω κάτω ίδιο. Άλλος ερχόταν με τα καλά του, τη γραβάτα του, άλλος όπως τον είχε βγάλει η μέρα. Η μεγάλη διαφορά ήταν αυτό που είπε και ο Νίκος. Τους καλούσαμε να έρθουν μαζί μας στη σκηνή, να κάτσουν μαζί μας στο «νησάκι» στη βροχή. Φυσικά το κάναμε και στην Ελλάδα αυτό και δεν ήρθε ποτέ κανένας. Εκεί κάθε φορά ερχόταν σχεδόν το μισό θέατρο και βρεχόταν μαζί μας. Ο Νίκος το διατύπωσε πολύ σωστά: «Στην Ελλάδα ο κόσμος σκέφτεται “Ωχ, τι θα μου κάνουν;” ενώ στην Αμερική σκέφτονται “Aχ, τι θα μου κάνουν;”».
Είμαστε μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία. Αντιθέτως, οι Νεορκέζοι είναι πολύ ανοιχτοί, με μεγάλη περιέργεια για τα πράγματα και συνηθισμένοι στο interactive. Εδώ ακόμα σκεφτόμαστε αν θα μας κάνουν ρεζίλι και τι δικαιώματα θα δώσω στο χωριό.
Το κοινό της Επιδαύρου θα το χαρακτήριζα σαν παιδί, που άμα το καλοπιάσεις μπορείς να του κάνεις τα πάντα και να παίξει μαζί σου κάνοντας σου μια υπέροχη αγκαλιά. Αν όμως το πάρεις από τα μούτρα, γιατί έτσι θέλεις, μπορεί και να σε βρίσει. Δεν είναι σαν το κοινό της Σκάλας του Μιλάνου, που είναι κατηρτισμένο και ξέρει τι θέλει. Το κοινό της Επιδαύρου θα έρθει και για την εκδρομή, το κοψίδι, το μπανάκι. Ο άλλος έρχεται για να περάσει καλά έτσι κι αλλιώς και σε εμάς έρχεται χαλαρός, να νιώσει καλά με τον εαυτό του ότι ανήκει στο φιλοθεάμον ελληνικό κοινό που θέλει να δει τραγωδία «η οποία δεν παίζεται με όλους τους τρόπους κύριε, δεν μπορείτε να ανεβαίνετε στη θυμέλη». Ναι, υπάρχει συντηρητισμός. Γι’ αυτό το χαρακτηρίζω ως ένα παιδί που είναι ικανό για τα πάντα, από να σου δείξει ατελείωτη αγάπη μέχρι να σου ρίξει πέτρες.
Συνήθως το κοινό επιλέγει να βλέπει αυτό που του μοιάζει, αυτό του αρέσει. Εάν κάποιος σου δείχνει το φεγγάρι κοίτα το, κι ας μην σου αρέσει το δάχτυλό του γιατί αλλιώς πρόκειται για χαμένη ευκαιρία. Υπάρχει όμως και εκείνο το κοινό που ζητάει να μάθει κάτι καινούριο, που διψάει να του δείξουν όχι αυτό που ήδη είναι αλλά τι θα μπορούσε να γίνει. Αυτό δε στο δείχνουν αυτοί που σου θυμίζουν εσένα αλλά όσοι είναι μακριά σου. Αυτό έχει όμως το κίνδυνο να πέσουμε στον αισθητισμό. Από την ανάγκη σου για αυτοικανοποίηση πρέπει να υπερτερεί η περιέργεια. Από την Ελλάδα λείπει η περιέργεια για κάτι καινούριο. Οι Νεουρκέζοι αντιθέτως θέλουν συνέχεια να μαθαίνουν ένα νέο τρόπο. Εμείς εδώ θεωρούμε ότι ξέρουμε τα πάντα, δεν θέλουμε να πάμε παρακάτω.
Ξέρω ότι είμαι ένας παντρεμένος, πατέρας δύο παιδιών, πως έχω κάνει αρκετά στη ζωή μου, ότι βαριέμαι να πάω να δω θέατρο, πως ενώ παλιότερα ήξερα κάτι πριν συμβεί τώρα μπορεί να το πάρω είδηση αφού τελειώσει αλλά προσπαθώ να τα υπερβώ όλα αυτά -δεν είναι εύκολο- και να συνεχίσω να ψάχνω. Ξέρω ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Τα παιδιά μου και τα ταξίδια μου δίνουν χαρά πολλή. Μου έλεγε ο γιος μου, που είναι έξι χρονών, τις προάλλες «Μπαμπά βαριέμαι, βαριέμαι πολύ». Και του απάντησα «Δεν πειράζει. Όλοι μπορεί να βαριόμαστε. Εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου καθόμουν μπροστά στον ανεμιστήρα με ανοιχτό στόμα επί μία ώρα έτσι επειδή βαριόμουν. Βρες έναν τρόπο αν βαριέσαι πολύ αλλιώς δεν πειράζει».
Αλήθεια άνθρωπος χωρίς τραύμα τι είναι; Ένα πουκάμισο αδειανό… Και εμείς που έχουμε δηλαδή πάθαμε τίποτα; Εντάξει μπορεί και να πάθαμε, αλλά τι έγινε; Ευτυχώς που πάθαμε και κάτι.