Το φως που «λούζει» το στούντιο στον έβδομο και τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας δυο βήματα μακριά από την πλατεία Κλαυθμώνος, είναι εκτυφλωτικό ακόμη κι αν ο ήλιος, στα μέσα μιας άνοιξης που μοιάζει με φθινόπωρο χωρίς τέλος, είναι ως επί το πλείστον κρυμμένος πίσω από σύννεφα σχεδόν τόσο σκούρα όσο και οι κουρτίνες που κάθε μέρα τραβάει στην άκρη ο Cayetano, μετατρέποντας το μεγάλο παράθυρο σε «πανί προβολής» της μεγάλης στερεονοβικής λούπας που παίζει σε όλων το κεφάλι όταν αναζητούμε από ψηλά, πάνω από βρώμικες ταράτσες κι ανάμεσα σε σκουριασμένες κεραίες, τον αθηναϊκό ορίζοντα.
«Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με τόσο φως» λέει -καθισμένος κάπου ανάμεσα σε υπολογιστές, καλώδια, μικρόφωνα και μία από αυτές τις πολύ μεγάλες κονσόλες που μοιάζουν να έχουν εκατομμύρια διακόπτες- ο Γιώργος Μπρατάνης που από τα μέσα των 90s, οπότε κι έβγαλε τον πρώτο του δίσκο με ένα συγκρότημα Θεσσαλονικιών πάνκηδων στην ψυχή που όμως έπαιζαν τανγκό και βαλς, μέχρι σήμερα που έχει φτάσει να νιώθει περισσότερο Αθηναίος παρά Θεσσαλονικιός («Έχω υιοθετήσει μέχρι και το “καλαμάκι”» λέει με κλασικό, όμως, σαλονικιώτικο χιούμορ) έχει δουλέψει από τον Βαρδάρη μέχρι τις Μαλδίβες και από τη Βαρκελώνη μέχρι τη Σενζέν της Κίνας, ως promoter, ως DJ, ως παραγωγός, μα πρώτα και πάνω απ’ όλα ως μουσικός που τολμά να υλοποιεί, με κάθε υλικό και μη τίμημα, τις μαξιμαλιστικές, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, συνθετικές ιδέες που γεννιούνται στο κεφάλι του.
Αποκορύφωμα, τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας, η Melanie, το τελευταίο του concept album, το οποίο από τα τρία genres (dub-triphop-jazz) που ο ίδιος τοποθετεί στις κορυφές του ισοσκελούς τριγώνου που οριοθετεί τον ήχο του ή εστω την φιλοσοφία του ως «μουσικός συνθέτης», κλίνει, τιμώντας τις progressive εμμονές του, περισσότερο προς εκείνο που, αν μη τι άλλο λόγω του μεγαλεπήβολου χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος, υπηρετεί εσχάτως ο Kamasi Washington – λέω εγώ που στο ραδιόφωνο τους παίζω συνήθως back to back.
Όταν, βέβαια, για ένα δίσκο σου έχουν δουλέψει 21 μουσικοί και συνολικά 26 άτομα, είναι ένα κάποιο ζήτημα τόσο το τί θα κάνεις μετά όσο και -ειδικά στην περίπτωση του Cayetano- το πού θα το κάνεις. «Ίσως η Melanie να είναι το τελευταίο άλμπουμ που υπογράφω ως Cayetano. Δεν έχω ιδέα τι θα κάνω από δω και πέρα» λέει στην Popaganda.
Δεν υπάρχει λόγος να βιαστεί. Για την ώρα αυτό που έχει πιο μεγάλη σημασία είναι να καθαρίσει επιτέλους για τα καλά ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας. Και ό,τι ήθελε προκύψει…
Η ιστορία με τη μουσική, όπως και για τόσα άλλα παιδιά, έτσι και για μένα ξεκίνησε σε ένα ωδείο. Ήμουν 8 ετών όταν πήγα να μάθω κλασική. Από ένα σημείο κι έπειτα όμως προσπαθούσα να αποφύγω το αποστειρωμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Δεν με ενδιέφερε να πάρω δίπλωμα πιάνου αλλά να μπορώ να παίξω αυτά που είχα στο μυαλό μου. Οπότε προτιμούσα καθηγητές λίγο πιο jazz, τέλος πάντων όχι τόσο του κλασικού. Γι’ αυτό δεν πλησίασα το δίπλωμα.
Οι γονείς μου είναι άνθρωποι λαϊκοί, της πιάτσας, αλλά είχαν πάντα καλό γούστο στη μουσική. Στο σπίτι άκουγες από Θάνο Μικρούτσικο μέχρι Pink Floyd και Led Zeppelin. Eίχα δηλαδή καλά ερεθίσματα από μικρός.
Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα το ’85-’86 που ήμουν 8-9 χρονών ήταν μία συλλογή κλασικής μουσικής, έναν τριπλό άλμπουμ που διαφήμιζε η ΕΡΤ. Την επόμενη χρονιά πήγα στο ίδιο δισκοπωλείο -UFO νομίζω το λέγανε- στη γειτονιά μου τη Νεάπολη και πήρα το The Wall. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον δισκοπώλη να ρωτάει ποιος μ’ έστειλε. Δεν μ’ έστειλε κανείς, του λέω, από μόνος μου το θέλω. Αποκλείεται, λέει, κάποιος σου είπε να το πάρεις. Η αδερφή μου τότε άκουγε ψιλομέταλ. Είχε όμως μερικές κασέτες από φίλους κι ενώ μαλώναμε πάντα για την ένταση, ξαφνικά άκουσα μια μέρα πολύ δυνατά το “Another Brick In The Wall” και «έμεινα». Όταν άκουσα ολόκληρο το άλμπουμ, ήταν σαν κοσμογονία. Μου έγινε εμμονή η μουσική, η σύνθεση, ο ήχος. Ήθελα να είμαι σε ένα στούντιο και να ηχογραφώ, δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο. Δεν ήμουν ούτε 10 ετών.
Από μικρός γοητεύτηκα από την progressive, ας πούμε, ψυχεδέλεια. Αμέσως μετά τους Floyd πήδηξα στους King Krimson, ήρθαν ξώφαλτσα οι Eloy και άλλες μπάντες με τις οποίες ποτέ δεν ταυτίστηκα αλλά τους έψαξα. Μετά πήγα στη γερμανική σχολή, Mythos και τέτοια. Κατόπιν ερωτεύτηκα, και ακόμη είμαι ερωτευμένος, με την ψυχεδέλεια της flower power. Έχω πάρα πολλούς δίσκους από μπάντες σαν τους Matthews Southern Comfort. Όλα αυτά υπάρχουν στο background και οτιδήποτε άλλο λειτουργεί προσθετικά. Ναι μεν Bonobo, αλλά δε μπορώ να απαρνηθώ τις ρίζες μου.
Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να βγαίνω σε συνοικιακά μπαράκια που δέχονταν την πιτσιρικαρία, δηλαδή έβλεπες μια παρέα εικοσιπεντάρηδων και στο διπλανό τραπέζι μερικούς δεκατετράχρονους. Τότε στα μαγαζιά υπήρχαν μόνο πικάπ. Σ’ ένα μαγαζάκι ζήτησα να παίξω μουσική ένα μεσημέρι Κυριακής. Αν και δε με πίστευαν, ήξερα όσα είχαν στη δισκοθήκη τους, Depeche Mode, Cure, τέτοια πράγματα. Έπαιξα, τους άρεσα και μετά ξαναπήγα με καμιά δεκαπενταριά δικούς μου δίσκους και τους ζήτησα να ξαναπαίξω. Έκτοτε έπαιζα κάθε Κυριακή δωρεάν. Από τον επόμενο χρόνο πληρωνόμουν. Στα 16 μου έβγαλα το πρώτο μεροκάματο ως DJ.
Πρώτη φορά είδα live τις Τρύπες το ’93 στο Ανοιχτό Θέατρο Δήμου Συκεών, δίπλα στο πατρικό μου. Μετά ακολούθησαν πολλά ιστορικά λάιβ, που μάζευαν ολοένα και περισσότερο κόσμο. Ήμουν, μάλιστα, και στην πρώτη συναυλία των Σπαθιών πριν καν κυκλοφορήσουν άλμπουμ. Ήταν στα πανεπιστήμια κι όλοι πήγαμε για να δούμε τον «Παυλίδη από τα Μωρά στη Φωτιά», αλλά προς μεγάλη απογοήτευση δεν έπαιξε τίποτα τέτοιο, ήταν άλλος πια ο ήχος.
Το μεγάλο μπαμ της Θεσσαλονίκης ήταν μεταξύ ’92 και ’99. Το έζησα πολύ έντονα γιατί από το ’95 είχα και τη δικιά μου μπάντα, τους Στρογγυλό Κίτρινο. Το ’96 κυκλοφορήσαμε τον πρώτο μας δίσκο. Εγώ ήμουν 17, ο Κώστας ο Τυριτίδης (τύμπανα) ήταν 35, ο Άκης ο Πελτέκης (κιθάρα, φωνή) ήταν 28. Γνώριζα ήδη τον Πελτέκη γιατί ήταν DJ σε ένα μαγαζάκι κάπου στην Πολίχνη, ήξερε κι εκείνος ότι ασχολούμαι με τα πλήκτρα κι απλά είπαμε να κάνουμε μια μπάντα. Το πρώτο μας βήμα ήταν να νοικιάσουμε ένα δωματιάκι κάτω στο Βαρδάρη. Πέρασε τυχαία ένας φίλος μου, ο Λεωνίδας. «Παίζεις μπάσο;» του λέω. Δεν είχε ιδέα. «Ωραία, θα μάθεις» του λέω και μπήκε στη μπάντα. Δέσαμε όλοι αμέσως. Νομίζω ότι στις δέκα πρόβες είχαμε έτοιμο το πρώτο μας EP.
https://www.youtube.com/watch?v=3bQ9NrPpBuU
Στο σπίτι δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε πιάνο, οπότε τη μελέτη για το ωδείο την έκανα σε ένα φτηνό σινθεσάιζερ. Αυτό είχα στη μπάντα. Από τα ντιτζεϊλίκια και διάφορα άλλα μεροκάματα μάζεψα λεφτά και πήρα ένα μεταχειρισμένο hammond από έναν παλιό σκυλά. Θέλαμε το hammond να καθορίσει τον ήχο μας. Ήμασταν σε μια Tindersticks φάση. Δεν είχαμε να κάνουμε με αυτό που λέγανε τότε «ελληνικό ροκ». Από την πρώτη νότα ήμασταν λίγο πιο avant garde, ας πούμε. Ενώ τότε όλες οι σαλονικιώτικες μπάντες κοιτούσαν τις Τρύπες και τα Σπαθιά, εμείς κοιτούσαμε το Nino Rota και τους Tindersticks, παίζαμε τανγκό και βαλς με ηλεκτρικό ήχο και fuzzy κιθάρες. Ο πρώτος δίσκος βγήκε το ’96 από τη Lazy Dog. Ψιλογνώριζα τον Μπάμπη Αργυρίου και τον Κώστα Πραντσίδη από το δισκάδικο, το Rollin Under. Ο Πελτέκης, ως πιο παλιός, τους ήξερε καλά. Τελικά τους πήγαμε το ντέμο. Την επόμενη μέρα μας ρώτησαν αν θέλαμε να το κυκλοφορήσουν. Εννοείται, λέμε.
Ακόμη θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκαμε σε κανονικό στούντιο. Ήταν πάνω στην Εγνατία, το θρυλικό στούντιο του Μάνιου. Έχουν γράψει από Τρύπες μέχρι Savage Republic εκεί πέρα. Ήταν ηδονικό συναίσθημα. Το κλίμα, η ησυχία, οι κονσολάρες, τα διπλά τζάμια… Ένιωσα από την πρώτη ότι εκεί ήθελα να μείνω. Μου κόλλησε το στουντιακό μικρόβιο. Ήθελα να μάθω να χειρίζομαι τα πάντα, να περνάει από τα δικά μου δάχτυλα ο κάθε ήχος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Στον Λωτό ζωντανεύει κάθε μέρα η Σαλονικιώτικη εκδοχή του High Fidelity
Ηχογραφώντας για τη Lazy Dog, νιώσαμε ότι ξαφνικά ανεβήκαμε ένα λέβελ. Από την τρύπα των Λαδάδικων που κάναμε πρόβες μέσα στη μπίχλα και τη σκόνη, ξαφνικά βρεθήκαμε σε ένα χώρο κυριλέ. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που ένιωσα την εμπειρία του παραγωγού. Πώς είναι να έχεις έναν άνθρωπο πάνω απ’ το κεφάλι σου, να επεμβαίνει λίγο σε κάποια θέματα του ήχου, αλλά και στο οικονομικό. «Δουλέψτε ρε, οι ώρες γράφουν, δεν ήρθατε προβαρισμένοι» και τέτοια. Τότε γράφαμε σε ταινία και η ώρα κόστιζε κανα σαραντάρι χιλιάδες. Τελικά η πρώτη μας δουλειά, το ομώνυμο EP, κυκλοφόρησε το χειμώνα του ’97.
Κάποια στιγμή παίξαμε live στη Ρώμη, ποιος ξέρει, ίσως να τους φάνηκε εξωτικός ο ελληνικός στίχος. Στην Ελλάδα δεν καταφέραμε να κατέβουμε κάτω από τη Λάρισα. Δεν προλάβαμε γιατί διαλυθήκαμε. Όταν μας ανακάλυψε η Αθήνα και άρχισαν οι προτάσεις, ήδη γινόταν πανικός μέσα στη μπάντα. Με αποκορύφωμα ένα λάιβ στη Λάρισα, όπου μπορεί να έπεσε και ξύλο, μεταξύ μας και με τον κόσμο. Στη σκηνή ήμασταν πολύ ζόρικοι. Βγαίναμε κυριλέ αλλά πάντα ήμασταν στο τσακ να σπάσουμε τα όργανα. Ήταν και η εποχή τέτοια, πίναμε αρκετά, αν εξαιρέσεις τον Τυριτίδη που ήταν μεγάλος, οι υπόλοιποι τρεις ήμασταν αγρίμια. Μας θεωρούσαν ρομαντικούς λόγω ήχου, μελωδίες, βαλς κλπ, αλλά στην πραγματικότητα ήμασταν πάνκηδες.
Όταν έγινε το μεγάλο μπαμ με τη σκηνή της Θεσσαλονίκης, γουστάραμε πάρα πολύ για το σύνολο της φάσης. Ήμασταν κι εμείς κομμάτι όλου αυτού του ρεύματος. Προφανώς δε φτάσαμε σε τρελά μεγέθη άλλων συγκροτημάτων. Αλλά όποιος έπρεπε να μας γνωρίζει, μας γνώριζε. Οπότε το ζούσαμε. Ήταν μια περίοδος ευφορίας. Υπήρχαν συμπάθειες, υπήρχαν αντιπάθειες, αλλά γενικότερα υπήρχε αλληλεγγύη. Δηλαδή αν ήθελες να κλείσεις ένα λάιβ ή να δανειστείς ένα όργανο, κάποιος θα σε βοηθούσε, ασχέτως αν αυτός που θα σου δάνειζε το όργανο δε σε συμπαθούσε ιδιαίτερα.
Θυμάμαι ένα φεστιβάλ που έγινε τότε και ήταν η πρώτη επαφή που είχαμε με αθηναϊκές μπάντες. Χωρίς να θέλω να ακουστεί κάπως, μας είχε κάνει τρομερή εντύπωση το ότι ήταν πολύ πίσω και στον ήχο και στην εκτέλεση. Ήταν σαν σχολικές μπάντες. ΟΚ, δεν σου λέω για πρωτοκλασάτα ονόματα όπως τα Διάφανα Κρίνα. Ας πούμε ότι ήταν Β΄ κλάσης, όπως εμείς. Αλλά εμείς βγαίναμε και άκουγες μέχρι και την τελευταία νότα όπως έπρεπε.
Λαδάδικα, Νεάπολη, Βαρδάρης, Ναυαρίνου, Προξένου Κορομηλά, Berlin, Λούκι Λουκ, Residents, Θερμαϊκός. Αυτές είναι οι λέξεις-κλειδιά για τη Θεσσαλονίκη των 90s.
Το ’99 οι Στρογγυλό Κίτρινο βγάλαμε το δεύτερο μας δίσκο («Ο Ξένος»). Και διαλυθήκαμε. Δηλαδή δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς διάλυση της μπάντας, αλλά εγώ αποφάσισα να φύγω για προσωπικούς λόγους. Δεν σκεφτόμουν τίποτα για μετά. Μάλλον νόμιζα ότι εκεί τελείωνε η μουσική για μένα. Ώσπου μετά από ένα μεγάλο τροχαίο το ’99, με τη βέσπα που κυκλοφορώ ακόμη, έφυγα, πήγα στην Ισπανία για λίγο και τελικά η χώρα έγινε κομμάτι της ζωής μου για ένα μεγάλο διάστημα. Εκεί γεννήθηκε ο Cayetano. Και με βάση τη Βαρκελώνη είχα την ευκαιρία να γυρίσω την Ισπανία απ’ άκρη σ’ άκρη με διάφορες μπάντες. Όλα ξεκίνησαν με μία ισπανογαλλικογερμανική κολεκτίβα. Έπαιζαν dub με τσέλα, παραμορφώσεις και για ένα περίεργο λόγο ήταν πολύ γνωστοί στην Ιβηρική. Από εκεί δικτυώθηκα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ο ένας με τις Τρύπες έριξε το τείχος. Ο άλλος με τα Ξύλινα Σπαθιά το θρυμμάτισε. Και μετά η ζωή τους συνεχίστηκε…
Στη Βαρκελώνη ανακάλυψα ότι η γη δεν είναι επίπεδη. Είχα πάει ροκάς, ας πούμε, και ανακάλυψα τη dub. Ακριβώς κάτω από το σπίτι μου ήταν ένα μπαρ στο στυλ του Berlin αλλα με μουσικές της καλής εποχής τους Θερμαϊκού. Ήταν στέκι μου και κάθε μέρα άκουγα ηλεκτρονικά πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν.
Γύρισα πίσω το 2004 γιατί χώρισα με την κοπέλα μου. Το αποφασίσαμε βράδυ, με σκοπό να φυγω από το σπίτι το πρωί. Παίρνω τηλέφωνο τον Έκτορ, τον Μεξικανό πρώην συγκάτοικό μου, τον ρωτάω τι ώρα πάει στη δουλειά, μου λέει κατά τις 9, θα ‘ρθω πιο νωρίς, να με περιμένεις, χώρισα, του λέω. Έφυγα κατά τις 8 από το σπίτι της Ιρένε με τα πράγματα, μπήκα σ’ ένα ταξί κι όπως πήγαινα στο παλιό μου σπίτι, πάνω στη Las Ramblas, είδα μια ταμπέλα που έδειχνε προς αεροδρόμιο και είπα στον ταξιτζή «στρίψε προς τα εκεί». Βρήκα μια πτήση για Θεσσαλονίκη με εφτά ώρες ανταπόκριση στο Άμστερνταμ και σηκώθηκα κι έφυγα. Τον Έκτορ τον πήρα τηλέφωνο από το Άμστερνταμ, με έβριζε, δεν με πίστευε. Από τότε δεν τον ξανάδα.
Με το που πάτησα Θεσσαλονίκη, την είδα με άλλο μάτι γιατί μου θύμισε τη Βαρκελώνη. Λέω ρε μαλάκα, μπορούν να γίνουν κι εδώ πράγματα. Είχα πολλή ενέργεια. Ίδρυσα τη Sala Sonora, τη δισκογραφική μου που έβγαλα και το πρώτο άλμπουμ Cayetano και φτιάξαμε με τον πρώην μπασίστα από τους Στρογγυλό Κίτρινο ένα στούντιο ασύλληπτο, διώροφο με σαλόνια, τεράστια booth, control για 5.1 ήχο, πολύ μπροστά γενικά. Επίσης ξεκίνησα να στήνω πάρτυ, με πολλούς καλεσμένους. Έφερα Bonobo, Parov Stelar, Paul Murphy, σε φάσεις που μαζεύαμε 30-40 άτομα. Δηλαδή με Parov Stelar υπήρξε νύχτα που στο Art House ήμασταν εγώ, αυτός και το προσωπικό, κανείς άλλος. Μιλάμε για το 2005. Και τώρα παίζει σε στάδια. Σκέψου ότι όταν τον κάναμε με τον Χρήστο Εξαρχόπουλο το 2007 στο Μύλο και κόψαμε 100 εισιτήρια των 5 ευρώ, πανηγυρίζαμε σαν παιδάκια.
Οι DJs και οι promoters της εποχής με σταματούσαν στο δρόμο και μου λέγανε «καλά ρε μαλάκα, πας να κάνεις πάρτυ με nu jazz και τέτοια». Ναι ρε, γιατί όχι; Άμα το νιώθεις, θα χορέψεις. Έρχεται ξέρω γω ο Paul Murphy, ο τζαζ μάστορας, ο padre padrone της βρετανικής nu jazz που όλοι τον σέβονται. Εντάξει, μπορεί να σου παίξει μέχρι και 50s. Αλλά δεν έχει σημασία τι θα παίξει. Σημασία έχει ότι έρχεται να παίξει για σένα, να σου προτείνει πέντε πράγματα.
Ως Cayetano ξεκίνησα το 2001. Πολύ ανώριμος ήχος τότε, ήταν η πρώτη μου επαφή με τους υπολογιστές, μουσικά μιλώντας. Κυκλοφόρησαν μερικά πράγματα από μία πολύ μικρή γερμανική εταιρία, Kinky Lounge λεγόταν, που εξαφανίστηκε. Ούτε εγώ δεν έχω τις πρώτες κυκλοφορίες, ένα EP κι ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ. Επίσημα, δυνατά, ξεκίνησα το 2006 μέσα από τη δική μου δισκογραφική, τη Sala Sonora.
Αυτό που ήθελα ήταν όταν λες Cayetano να μην έχεις στο μυαλό σου έναν άνθρωπο. Ήθελα να είναι ένα project, μία κολεκτίβα. Δυστυχώς δεν το κατάφερα, έχασα το στοίχημα πολύ νωρίς, το Cayetano έγινε συνώνυμο του Γιώργου. Αλλά υπήρξαν περίοδοι που το πάλευα και έφτασα πολύ κοντά στο στόχο. Ήταν μια εποχή που τα πράγματα μου πήγαιναν πολύ καλά στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από το στούντιο, τη δισκογραφική και τη μπάντα, είχα μπει και στο Republic 100.3, δίδασκα μουσική τεχνολογία σε ΙΕΚ, ώσπου φτάσαμε το 2008, και μπούχτισα. Ήθελα να φύγω αλλά δεν ήθελα να πάω πάλι στο εξωτερικό. Και αποφάσισα να κάνω μια δοκιμή στην Αθήνα.
Ενώ η Θεσσαλονίκη έχει όλα τα προσόντα για να φουντώσει κάτι καλό, τελικά πνίγεται σχεδόν κάθε αξιόλογη προσπάθεια και φταίμε εμείς οι Θεσσαλονικείς. Πρέπει να είσαι μεγάλος «σκύλος», να έχεις τρελό στομάχι, για να ανταπεξέλθεις. Γι’ αυτό και δίνω απεριόριστο σεβασμό στα παιδιά του Reworks. Τα πρώτα δέκα χρόνια δε μπορείς να φανταστείς τι άκουγαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ένα απόγευμα στο Residents με τον Αγγελάκα, τον Παπαδόπουλο, τον Σαδίκη και τον Χριστιανάκη
Είναι Ιούλιος 2008, είμαι στη Θεσσαλονίκη, έχει τρελή ζέστη και κάνω ζάπινγκ βαριεστημένος. Πέφτω στην TV 100, είναι Η Ώρα του Πολίτη. Έβγαινε τότε ο δήμαρχος ο Παπαγεωργόπουλος με ένα δημοσιογράφο, μεγαλύτερο γλύφτη δεν έχεις δει, και απαντούσε σε ερωτήσεις πολιτών. Χαζεύω λοιπόν και φορτώνω. Μέχρι που φτάνει η εξής ερώτηση: «γιατί δήμαρχε ενώ έχουμε τόσο ωραία Άνω Πόλη, δεν κάνουμε ένα τραμ από το κέντρο που να πηγαίνει στα σοκάκια πάνω, στα πρότυπα της Λισαβόνας;» Ξεκινάει τότε ο Παπαγεωργόπουλος να κάνει μάθημα αισθητικής. Ποιος; Ο άνθρωπος που έκανε τις χρυσές τουαλέτες του Λευκού Πύργου. Γάμησέ τα. Κλείνω την τηλεόραση και αρχίζω να μη νιώθω καλά. Ήταν μέσα Ιουλίου. Στις 23 Αυγούστου μετακόμισα στην Αθήνα. Κι ας με μούτζωναν όλοι γιατί παράτησα τόσα πράγματα. Έπρεπε να φύγω. Νομίζω ότι αν είχα μείνει στη Θεσσαλονίκη, τώρα δε θα έκανα τίποτα.
Ήρθα σε μια πόλη που μέχρι τότε δεν τη γούσταρα καθόλου. Τον πρώτο χρόνο με παίδεψε πάρα πολύ, ξυπνούσα κι έλεγα ότι έκανα μαλακία. Τελικά έγινε ένα switch και η Αθήνα είναι η πόλη με την οποία είμαι ερωτευμένος περισσότερο από κάθε άλλη. Μ’ αρέσει η ενέργειά της, το φως της… Τώρα πια περισσότερο Αθηναίος νιώθω παρά Θεσσαλονικιός. Έχω υιοθετήσει μέχρι και το «καλαμάκι». Μην το γελάς καθόλου…
https://www.youtube.com/watch?v=sYeUlSdgOGM
Λίγους μήνες αφότου μετακόμισα στην Αθήνα έγινε η φάση με τον Γρηγορόπουλο. Μεγάλο σοκ. Μαύρες ημέρες. Καμιά φορά τις θυμάμαι και στενοχωριέμαι. Με το που περνάει αυτό και καλυτερεύει λίγο η φάση, σκάει το Καστελόριζο και το μνημόνιο. Εμένα όμως η κρίση δεν με άγγιξε με την έννοια ότι και μέχρι τότε κρίση είχα. Ακόμη και στη Θεσσαλονίκη που έκανα όλα αυτά τα πράγματα, δεν είχα ποτέ λεφτά. Κι αν περνούσαν κάποια από τα χέρια μου, τα επένδυα. Είτε σε πάρτυ -δεν ξέρω πώς συνέβαινε, αλλά όταν έκανα πάρτυ με μίνιμουμ κόστος πήγαινε σούπερ ενώ όταν έστηνα κάτι μεγάλο, έμπαινα μέσα- είτε σε μηχανήματα. Στην Αθήνα βέβαια δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο το πράγμα οικονομικά. Μέχρι το 2011 ήταν οι χειρότερες χρονιές της ζωής μου, δεν είχα μία… Ήμουν όμως λίγο τυχερός γιατί προσπάθησε να κατέβει στην Αθήνα το Art House της Θεσσαλονίκης. Μου πρότειναν να αναλάβω υπεύθυνος και το έκανα για μερικούς μήνες. Έτσι γνώρισα έναν πυρήνα ανθρώπων σε αυτή την πόλη και δεν έμεινα στο δρόμο, είχα τουλάχιστον να πληρώσω το ενοίκιο.
Το 2009 κυκλοφόρησε το The Big Fall από την εταιρία του Parov Stelar. Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησα το Back Home που γράφτηκε όλο στο σπίτι μου στο Θησείο. Εκεί μαζευόμασταν με τα παιδιά που έπαιζα τότε. Καλοκαιριάτικα είχαμε ξεσηκώσει τη γειτονιά με τα τύμπανα… Με αυτό το δίσκο, που βγήκε από την Klik, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια ότι θα άρχιζε να στρώνει η ζωή μου στην Αθήνα. Οφείλω δηλαδή να αναγνωρίσω ότι η Klik ίσως και να με έσωσε εκείνη την περίοδο. Και μετά ήρθε η Κίνα…
Πήγα στη Σενζέν το 2015 όχι γιατί σταμάτησε να μου αρέσει η Αθήνα, αλλά γιατί μου έκαναν μια πολύ καλή πρόταση. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Καταρχάς γιατί είχα την ευκαιρία να παίξω εκεί ως Cayetano μπροστά σε πάρα πολύ κόσμο. Φτάνοντας στο Χονγκ Κονγκ για να περάσω κατόπιν μέσα στην Κίνα, μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι ήταν πολύ επίσημα τα πράγματα, μου είχαν σωφέρ και τέτοια. Ώσπου αντιλήφθηκα ότι στην Κίνα για κάποιο περίεργο λόγο είμαι «όνομα». Στο αντίστοιχο soundcloud της Κίνας, έχω εκατομμύρια plays και followers και εκατοντάδες χιλιάδες σχόλια. Δεν έχω ιδέα πώς έγινε όλο αυτό. Αυτό που ξέρω είναι ότι η τύχη μου δούλεψε, γιατί βλέποντας αυτά τα στοιχεία, μου έκαναν την πρόταση. Πήγα αφενός για να στήσω κάποιες house bands του μαγαζιού, συν το booking κάποιων guests απ’ έξω, συν το αισθητικό κομμάτι, φώτα, ντύσιμο και ό,τι άλλο έχει να κάνει με καλλιτεχνική διεύθυνση. Το συμβόλαιό μου ήταν για δύο χρόνια. Πάνω στο χρόνο όμως αποφάσισα να φύγω. Η δουλειά μου είχε τελειώσει. Επίσης δεν είναι εύκολο για έναν δυτικό να ζήσει μόνος στην Κίνα. Αρχίζεις και τρελαίνεσαι, πρέπει να αλλάξει εντελώς το σκεπτικό σου για να συμβιώσεις με τους Κινέζους. Το άσπρο το δικό μας είναι μαύρο γι’ αυτούς. Έτσι πάει. Οπότε πήρα με τα αφεντικά μου ένα βελούδινο διαζύγιο -βοήθηκε και το ότι βραβευτήκαμε ως το μέρος με την καλύτερη live μουσική στην Κίνα- και ήρθα πίσω στο σπίτι μου.
Δεν θέλω να ζήσω πουθενά αλλού πέρα από την Αθήνα. Αν χρειαστεί να φύγω για μερικούς μήνες για δουλειά, ναι, θα το κάνω, όπως το έκανα στην Κίνα, όπως το έκανα μετά που πήγα στις Μαλδίβες, όπως θα μπορούσα να το κάνω τώρα στο Μεξικό, συγκεκριμένα στη Γουαδαλαχάρα, όπου με κάλεσαν πάλι για να αναλάβω το art direction ενός club. Δεν πήγα γιατί καιγόμουν να τελειώσω τον τελευταίο μου δίσκο. Ήθελα να κυκλοφορήσει για να κλείσει ένας μεγάλος κύκλος μέσα μου.
Η ιδέα του δίσκου γεννήθηκε τους πρώτους δυο μήνες που ήμουν στην Κίνα, πριν από τρεισήμισι χρόνια. Μου πήρε μήνες για να φτιάξω όλο το στόρι, να μάθω τα πάντα για αυτή τη Melanie. Στο μυαλό μου έχω με κάθε λεπτομέρεια την εικόνα αυτής της ηρωίδας, από πού έρχεται, πώς μεγάλωσε, όλο το χαρακτήρα της. Για μένα είναι σαν ένα υπαρκτό πρόσωπο που το γνωρίζω πολύ καλά και απλά δεν είναι αυτή τη στιγμή μαζί μας εδώ. Την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά.
https://www.youtube.com/watch?v=IwTxpDr-dl4
Το concept του δίσκου είναι το εξής: αυτή η Melanie, ενώ έχει φίλους που την αγαπούν, μια μεσοαστική οικογένεια που την προσέχει, δεν της λείπει δηλαδή κάτι, δεν είναι ευχαριστημένη. Διψάει για γνώση. Μια μέρα στο πανεπιστήμιό της ένας καθηγητής αναφέρεται σε έναν μύθο σύμφωνα με τον οποίο η αληθινή αγάπη κρύβεται στην άκρη της γης. Αυτό γίνεται η αφορμή που έψαχνε η Melanie για να αποδράσει από τη ζωή της, και καλά για να δει μήπως ισχύει αυτός ο μύθος, αν κρύβεται κάποια μικρή έστω αλήθεια από πίσω του. Τα παρατάει λοιπόν όλα και ξεκινάει το φευγιό, το οποίο κάθε άλλο παρά ρόδινο είναι.
Για να ολοκληρωθεί η Melanie δούλεψαν 21 μουσικοί και συνολικά 26 άτομα. Θα μπορούσε να βγει και με πέντε άτομα, αν έβαζα πχ ψεύτικα βιολιά, έγχορδα και τέτοια. Θα ήταν πολύ πιο συμφέρον οικονομικά, άσε που θα έβγαινε νωρίτερα. Όταν όμως κάνω κάτι, θέλω να το κάνω όπως ακριβώς το έχω στο μυαλό μου. Αφού είχα στο μυαλό μου ορχηστρικά θέματα, έπρεπε να έχω κανονική ορχήστρα. Τρία ολόκληρα χρόνια πάλευα με αυτή την ιστορία. Ήταν χρόνια βασανιστικά όχι μόνο για μένα, αλλά και για τη σύντροφό μου και τους φίλους μου. Ήμουν χαμένος.
Εδώ και μερικούς μήνες έχω ξεκινήσει να γράφω και κάτι σε τελείως διαφορετική φάση, ως Telhanot. Έβγαλα ένα EP πέρυσι το καλοκαίρι, με σκοπό να βγάζω ένα κάθε τρεις-τέσσερις μήνες. Τελικά τώρα θα κυκλοφορήσει άλλο ένα EP. Είναι πιο ηλεκτρονικό project, έχει πολύ beat, είναι κάτι που έχω για αποσυμπίεση.
Δεν έχω ιδέα τι θα κάνω από δω και πέρα, ίσως η Melanie να είναι το τελευταίο άλμπουμ που υπογράφω ως Cayetano. Ίσως να βγάλω μόνο σινγκλάκια. Κουράστηκα λίγο. Αν δεν κάνω λάθος είναι το έβδομο concept album που βγάζω. Θα μου πεις δε φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω. Αυτά παθαίνεις αν ακούς από μικρός μαξιμαλιστικές μπάντες. Ενώ άμα είχα κολλήσει με το πανκ, με τρία ακόρντα θα είχα ξεμπερδέψει.