Το γεγονός ότι το φετινό Φεστιβάλ Καννών δεν έμοιαζε καθόλου φιλικό προς τις αμερικάνικες ταινίες έκανε εμάς, τα γνήσια τέκνα του Village, να γκρινιάξουμε αρκετά τις προηγούμενες ημέρες και μετά από μια εβδομάδα good but not great προβολών ήμασταν πάρα πολύ έτοιμοι για το μίνι σερί χολιγουντιανών κι ανεξάρτητων παραγωγών που θα ξέπλενε τα μάτια μας από το δανέζικο βασανιστήριο του Τρίερ και θα μας έκανε και πάλι κουλ στους φίλους μας που, παραδόξως, νοιάζονταν περισσότερο για το πώς γνωρίστηκε ο Chewbacca με τον Han Solo παρά για τη μελοδραματική σπουδή του Τζία Ζάνγκε πάνω στη σύγχρονη Κίνα. Κι αν τελικά η προσγείωση της κινηματογραφικής υπερδύναμης στην Κρουαζέτ έγινε με έναν απαλό θόρυβο αντί για κρότο, υπάρχει τουλάχιστον μια ταινία που θα κυριαρχήσει σε συζητήσεις και συνειδήσεις για όλο το υπόλοιπο της χρονιάς, ειδικά μετά το Μεγάλο Βραβείο που της απένειμε το Φεστιβάλ.
Σε περίπτωση που δεν είχε γίνει σαφές από τον τίτλο της ταινίας του, ο Σπάικ Λι δεν ήρθε στις Κάννες για να παίξει: με το BlacKkKlansman εξαπολύει επίθεση στο αμαρτωλό παρελθόν και το επαίσχυντο παρόν της Αμερικής, αλλά κρατάει την οργή του υπό έλεγχο, σχεδόν διασκεδάζει με αυτή, μέχρι και την ντοκιμαντερίστικη τροπή των τελευταίων λεπτών. “Dis joint is based upon some fo’ real, fo’ real shit!”, όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι αρχής, κι αφηγείται την παρείσφρηση ενός αφροαμερικανού αστυνομικού (Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον) και του εβραίου συνεργάτη του (Άνταμ Ντράιβερ) σε παράρτημα της Κου Κλουξ Κλαν. Αυτή η ιστορία εξαπάτησης είναι πολύ πιο ψυχαγωγική απ’ όσο δικαιούται να είναι κι ο Λι επιλέγει έναν αμφιλεγόμενο χιουμοριστικό τόνο για να την παρουσιάσει (που στα μάτια αρκετών κριτικών μείωσε τη δύναμη του μηνύματός της) – το BlacKkKlansman είναι εν μέρει χειροβομβίδα κι εν μέρει κάψουλα γέλιου, με μια κινηματογραφική γλώσσα που φτάνει μέχρι και το blaxploitation. Το διατρέχει, όμως, το συνεχές δίλημμα των μαύρων ηρώων της: η καλύτερη αντιμετώπιση μιας έμφυτα ρατσιστικής κοινωνίας είναι η δράση ή η διπλωματία (Popaganda: ανατριχιαστικά επίκαιρο το ερώτημα και στα καθ’ ημάς). Την απάντηση δίνει ο, δραματουργικά αδέξιος αλλά ομολογουμένως συναισθηματικά ισχυρός, επίλογος που πρόσθεσε ο σκηνοθέτης μετά το φινάλε της ταινίας, με τα αρχειακά πλάνα των περσινών συγκρούσεων στην αντι-ρατσιστική πορεία στο Σάρλοτσβιλ που άφησαν νεκρή μια λευκή διαδηλώτρια και οδήγησαν τον Πρόεδρο Τραμπ στη φημισμένη δήλωση «υπάρχουν καλοί άνθρωποι και στις δύο πλευρές». Σε εκείνο το σημείο η οθόνη του BlacKkKlansman μετατρέπεται σε καθρέφτη και θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τους επόμενους μήνες την υποδοχή της, ειδικά αφού η ταινία κάνει πρεμιέρα στην Αμερική τον Αύγουστο, στην 1η επέτειο των γεγονότων του Σάρλοτσβιλ.
https://www.youtube.com/watch?v=pFc6I0rgmgY
Πολύ πιο ανάλαφρα είναι τα πράγματα στο Solo: A Star Wars Story, το πολύπαθο origin story του Χαν Σόλο που κανείς δεν ζήτησε. Μετά από μια προβληματική παραγωγή κατά τη διάρκεια της οποίας απολύθηκαν οι αρχικοί σκηνοθέτες Κρις Λορντ και Φιλ Μίλερ από τη σιδηρά κυρία της LucasFilm, Καθλίν Κένεντι, και ο Ρον Χάουαρντ κλήθηκε να ολοκληρώσει το 80% των γυρισμάτων, το τελικό αποτέλεσμα βγάζει ασπροπρόσωπο το franchise καθησυχάζοντας τις όποιες ανησυχίες για μια καταστροφή Jar Jar-ικού μεγέθους. Λογικό, αφού ο Χάουαρντ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχολής “old reliable” κι εδώ φτιάχνει μια περιπέτεια με ασταμάτητο ρυθμό και πολλή πλοκή, που δεν σε αφήνει να θυμηθείς την ανώμαλη πορεία της προς τις αίθουσες. Στημένο σαν παραδοσιακό heist film με κυνηγητά, McGuffin, προδοσίες, ανατροπές, εύθραυστες συμμαχίες και, αφού μιλάμε για Star Wars, άσχημους εξωγήινους και τετραπέρατα ρομπότ, το Solo συμπληρώνει κάποια βασικά κενά του canon, όπως το πώς ο Χαν έγινε φίλος με τον Chewie και το πώς απέκτησε το Millennium Falcon, χωρίς όμως και να δικαιολογεί πλήρως την ύπαρξή του. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Άλντεν Έρενραϊχ (που έκλεψε την παράσταση στο Χαίρε, Καίσαρα! των αδερφών Κοέν) έχει την καθόλου αξιοζήλευτη αποστολή να επανασυστήσει στο κοινό έναν πολυαγαπημένο χαρακτήρα, άρρηκτα συνδεδεμένο με έναν από τους πιο χαρισματικούς κινηματογραφικούς σταρ του 20ου αιώνα. No pressure, λοιπόν. Τα καταφέρνει αξιοπρεπώς, αν και στην κλίμακα «θα σου κάψουμε το σπίτι» ως «ποιος Χάρισον;» φτάνει περίπου στη μέση. Αφήνοντας να του βουτήξει κάτω από τη μύτη του την ταινία ο Ντόναλντ Γκλόβερ που ως λουξ και λουσάτος Λάντο Καλρίσιαν θα κάνει το Ίντερνετ να τον ξαναπροσκυνήσει μόλις δύο εβδομάδες μετά το instant classic “This Is America”.
https://www.youtube.com/watch?v=jPEYpryMp2s
Το Under The Silver Lake, η πρώτη ταινία του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ μετά το Σε Ακολουθεί. Θα ήθελε να ήταν το Oδός Μαλχόλαντ αλλά σε αρκετούς κριτικούς θύμισε το Southland Tales, τη θεαματική εκπυρσοκρότηση του cult status που κέρδισε ο Ρίτσαρντ Κέλι με το ντεμπούτο του, Donnie Darko, και που έκανε επίσης πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών. Εμείς ανήκουμε στους επιφυλακτικούς φαν της ταινίας, ενός ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλου λαβυρίνθου κρυμμένων μηνυμάτων της ποπ κουλτούρας, χολιγουντιανών θεωριών συνωμοσίας και τουριστικού σποτ του Λος Άντζελες. Το κουβάρι παλεύει να ξεμπερδέψει ο ηδονοβλεψίας slacker Άντριου Γκάρφιλντ, τσιμπημένος με την πανέμορφη γειτόνισσά του (Ράιλι Κίου) που ένα βράδυ εξαφανίζεται και τον βάζει σε τριπάκι αναζήτησής της σε μυστικά πάρτυ, υπόγεια καταφύγια και νεκροταφεία που το σενάριο του Μίτσελ καταφέρνει να συνδέσει τελικά, ακόμα και αν έχει καταχραστεί λίγη περισσότερη ώρα απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Με αναφορές στα πάντα από το I Spit On Your Grave μέχρι τον Κερτ Κομπέιν και με μια υποβόσκουσα θλίψη που αποκρυσταλλώνεται στο άκουσμα του “Strange Currencies” των R.E.M. στους τίτλους τέλους (το συγκρότημα, που έχει την τιμητική του στην ταινία, έγραψε το τραγούδι μετά τον τραγικό θάνατο του Ρίβερ Φίνιξ), το Under The Silver Lake είναι εντελώς παράξενο κι εντελώς ελκυστικό. Όπως και η πόλη που το ορίζει…
https://www.youtube.com/watch?v=mwgUesU1pz4