Μπορεί η πρόσοψη του Palais des Festivals να έχει σχεδόν καλυφθεί από τις τεράστιες έγχρωμες αφίσες με το παθιασμένο φιλί του Zαν Πολ Μπελμοντό και της Άννα Καρίνα σε μια σκηνή από την κλασική ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ Ο Τρελός Πιερό, αλλά στο εσωτερικό του, στις αίθουσες προβολών, ο έρωτας είναι αποφασιστικά ασπρόμαυρος κι εσωστρεφής. Τουλάχιστον τέτοιο στίγμα έχουν δώσει στο πρώτο τριήμερο διεξαγωγής του φετινού Φεστιβάλ Καννών δύο από τις πολυαναμενόμενες ευρωπαϊκές ταινίες του Διαγωνιστικού τμήματος, το Cold War του Πάβελ Παβλικόφσκι και το Leto του Κίριλ Σερεμπρένικοφ. Και σίγουρα καμία, παρά τις αρετές τους, δεν έχει εμπνεύσει το πάθος που απαιτείται για να υποκαταστήσει έστω την έλλειψη τροφής και ύπνου που συνοδεύει την πρωινή, παγκόσμια πρώτη παρακολούθησή τους.
Το Cold War ξεκινά στη μελαγχολική μεταπολεμική Πολωνία του 1949 και μπαινοβγαίνει αποσπασματικά στις ζωές των δύο ηρώων του για τα επόμενα περίπου 20 χρόνια (λίγο πριν το ξεκίνημα του Ida, της ταινίας του 2013 που χάρισε στον Παβλικόφσκι παγκόσμια αναγνώριση και ένα Όσκαρ). Παρακολουθεί το επίμονο, αλλά ποτέ συναισθηματικά γενναιόδωρο love story μεταξύ του Βίκτορ, ενός μαέστρου κυνηγημένου από το σταλινικό καθεστώς, και της Ζούλα, μιας χωριατοπούλας που γίνεται τραγουδίστρια (ο διεθνής Τύπος την χαρακτηρίζει Ζαν Μορό, εμείς τολμήσαμε ένα Βουγιουκλάκη), καθώς μεταφέρεται από την πολωνική επαρχία στις σκηνές του Βερολίνου κι απο εκεί στα τζαζ κλαμπ του Παρισιού.
Ο έρωτας του Βίκτορ και της Ζούλα δεν είναι καταραμένος τόσο από τα υψηλά ιδανικά που καταδίκασαν τον Ρικ και την Ίλσα στην Καζαμπλάνκα (ή… τον Σεμπάστιαν και την Mία στο La La Land), ας πούμε, όσο από την εμμονική τους νοσταλγία για την πατρίδα τους, που υπονομεύει τη γεμάτη σκαμπανεβάσματα σχέση τους και τις προσωπικές τους επιλογές, για τις οποίες συχνά δεν χαρίζονται εξηγήσεις πέρα από τους στίχους των παραδοσιακών τραγουδιών που ακολουθούν το ζευγάρι όσο μακριά κι αν βρίσκεται από τη γενέτειρά του. Όταν πρωτοσυναντάμε τον Βίκτορ, προσπαθεί να φτιάξει μια περιπλανώμενη χορωδία που θα διατηρήσει τη λαϊκή παράδοση της Πολωνίας ερμηνεύοντας τα τραγούδια που ενθάρρυναν τους αγωνιστές στον πόλεμο που ρήμαξε τη χώρα. Απρόθυμος να μετατρέψει τα κομμάτια σε κρατική προπαγάνδα για το Σιδηρούν Παραπέτασμα, σχεδιάζει να δραπετεύσει με την αγαπημένη του – όταν τον συναντάμε μερικά χρόνια αργότερα, δουλεύει ως κινηματογραφικός συνθέτης στο Παρίσι. Οι δρόμοι του διασταυρώνονται και πάλι με την Ζούλα, με την αμερικάνικη μουσική κουλτούρα να εμπλουτίζει τη δημιουργική τους σχέση, αλλά με το μαγνήτη της πατρίδας να τους ωθεί σε αναπόδραστες αποφάσεις.
Με άψογη ασπρόμαυρη φωτογραφία (γιατί κάθε ασπρόμαυρη ταινία συνοδεύεται πάντα από σχόλια για τη «θαυμάσια», «υπέροχη» κτλ φωτογραφία της; Δεν ξέρουμε αλλά το Cold War το δικαιολογεί με την πεντακάθαρη ψηφιακή του εικόνα), ο Παβλικόφσκι αφηγείται μια θεωρητικά επική, αλλά πρακτικά «μικρή» ιστορία για τη διχασμένη μεταπολεμική Ευρώπη και τον ψυχρό πόλεμο μεταξύ δύο θυμάτων αυτού του διχασμού, εμπνευσμένος εν μέρει από την εξορία του ιδίου και της μπαλαρίνας μητέρας του από την Πολωνία όταν ήταν 14 ετών. Η ταινία είναι το αντίθετο του «κοντινό στο δάκρυ»: οποιαδήποτε ένταση έχει αφεθεί έξω από το ασφυκτικό, τετραγωνισμένο 4:3 aspect ratio της.
Σε ένα επίσης ανεξερεύνητο κομμάτι της Ιστορίας εκτυλίσσεται και το Leto (Καλοκαίρι), του φυλακισμένου από τη ρωσική κυβέρνηση Κίριλ Σερεμπρένικοφ, με τη μουσική να περικλείει κι εδώ τους ήρωες. Η ποπ και πανκ ροκ σκηνή στην πόλη formerly known as Λένινγκραντ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν υπαρκτή, ζωντανή, ενημερωμένη και πιο underground κι από το βαθύτερο τάφο που κείτονταν οι εχθροί του Κόμματος. Με κάθε νέο δίσκο των Sex Pistols, των Beatles, των Velvet Underground, του David Bowie, των Blondie και των άλλων ειδώλων της Δύσης να ισοδυναμεί με χρυσό στα χέρια των «αιρετικών» νεαρών μουσικών και μουσικόφιλων, η επαναστατική counterculture βρήκε πρόσφορο έδαφος στα ρώσικα κλαμπ όπου εμφανίζονταν ντόπιες μπάντες υπό το άγρυπνο βλέμμα της κομμουνιστικής λογοκρισίας (αν και θα φαινόταν χρήσιμη στους υποτιτλιστές του Φεστιβάλ, που μετέφρασαν το «Psycho Killer των Talking Heads» ως «Maniac Killer των Heads Who Talk» και αξίζουν ένα ειδικό βραβείο αντί του Palme d’ Or, ίσως το FacePalme).
Με ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον τραγουδιστή ενός δημοφιλούς συγκροτήματος, την κοπέλα του και το νεοφερμένο αλλά ταχύτατα ανερχόμενο Viktor Tsoi (υπαρκτό ροκ σταρ της εποχής) να αποτελεί το μοναδικό σημείο στοιχειώδους πλοκής, ο Σερεμπρένικοφ μοιράζεται ασυγκράτητα αλλά και αποπροσανατολισμένα τις νεανικές αναμνήσεις του από Εκείνο Το Καλοκαίρι, επιχειρώντας ουσιαστικά να κινηματογραφήσει μια διάθεση, ένα κλίμα, παρά να κεντράρει σε μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ιστορία. Στο κόκκινο χαλί, οι πρωταγωνιστές της ταινίας περπάτησαν κρατώντας μια τεράστια επιγραφή με το όνομά του για να τιμήσουν και να διαμαρτυρηθούν για την άδικη κράτησή του από τη δυσαρεστημένη με τις πολιτικές του απόψεις ρωσική κυβέρνηση. Αν και οι προθέσεις τους είναι απολύτως σεβαστές, εμείς θα στεκόμασταν απέναντι με μια πινακίδα με γραμμένη τη λέξη «πλοκή».