Ήταν η προσωποποίηση της επαναστατικής γενιάς των Αμερικανών Mπητ ποιητών και πεζογράφων – στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα. Μία πολυσχιδής προσωπικότητα, που έδωσε στην παγκόσμια λογοτεχνία έργα τα οποία όχι μόνο διατηρούν τη διαχρονικότητά τους, αλλά προβλέπουν με ανατριχιαστική ακρίβεια τις επερχόμενες εξελίξεις. Ο λόγος για τον Ουίλιαμ Mπάροουζ (1914-1997), ίσως τον πιο απρόβλεπτο μεταπολεμικό συγγραφέα της Αμερικής, ο οποίος μπορούσε να δοκιμάζει όσο ελάχιστοι τα όρια του ρεαλισμού -και επομένως τις δυνατότητες της αναπαράστασης- μέσα από την αποσπασματικότητα, την εξωφρενική διακωμώδηση, το μαύρο χιούμορ και τις ακραίες -δίχως άλλο- εμπειρίες.
Ένας αξεπέραστος πειραματιστής του λόγου που ωθούσε -με θαυμαστή ευρηματικότητα- τις ιδέες του στα άκρα. Προηγουμένως, όμως, καταδύθηκε σε ανεξερεύνητα και ιλιγγιώδη βάθη απόγνωσης, πολύ πριν κατορθώσει να δημιουργήσει τη δική του μυθολογία. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε ένας από τους πλέον πρωτοποριακούς λογοτέχνες της εποχής του, υπέρμαχος της απόλυτης ελευθερίας και προκλητικός πολέμιος όλων των συστημάτων.
Έχοντας ζήσει σχεδόν εξωπραγματικά, ο Mπάροουζ δεν δίσταζε να δοκιμάζει τα πάντα -τα ναρκωτικά και το σεξ ήταν οι απόλυτες σταθερές του- και μετά να τα καταγράφει στα βιβλία του, σοκάροντας με την ωμότητα του λόγου και τις επιλογές των χαρακτήρων του. Για τον Mπάροουζ το κείμενο λειτουργεί ως ένα απέραντο -και κυρίως περίπλοκο- δίκτυο μηχανισμών, αλλά και ως μία σωρεία εντυπωσιακών συνειρμικών συνθέσεων.
Άλλωστε, είχε αναπτύξει μια περίεργη συγγραφική μέθοδο -αυτήν του «απότομου κοψίματος» (cut-up)- η οποία στην απλούστερή της μορφή συνίσταται στο να κόψει μια σελίδα ενός κειμένου και να την ξανασυναρμολογήσει με άλλη μορφή. Επίσης, έλεγε ότι εάν θέλει κανείς να έχει και μια τρίτη άποψη του πράγματος, τότε κόβει δύο κομμάτια από διαφορετικά κείμενα και συνδέοντάς τα ίσως ανακαλύψει κάτι που δεν γνώριζε καν ότι υπάρχει.
Ασφαλώς, χρειάζεται μία τεράστια συγγραφική φαντασία για να καταφέρει κάποιος να συνταιριάξει δύο άσχετα μεταξύ τους θέματα, να τα καταστήσει ενδιαφέροντα και λειτουργικά και να δημιουργήσει μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας: Το «Tζάνκι», τις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» και -βέβαια- το «Γυμνό Γεύμα».
Το «Tζάνκι» (1953) αποτελεί την κατ’ εξοχήν διερεύνηση της σχέσης με το σώμα μας και τις πιο ανατριχιαστικές φοβίες μας που γίνονται μία μάλλον αναπόδραστη συνθήκη. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο θεωρείται -δικαίως- μία ιδιοφυής απεικόνιση του κόσμου των ναρκωτικών ουσιών, αλλά και του εφιαλτικού αγώνα ενάντια στην καταδίκη της εξάρτησης. Μία εμπειρία που ταλαιπώρησε τον συγγραφέα σε όλη σχεδόν τη ζωή του, ο οποίος με το δικό του απαράμιλλο στιλ κατάφερε κάτι ιδιαίτερα τρομακτικό: Αφού αντίκρισε την άβυσσο, γύρισε πίσω για να την περιγράψει.
Απ’ την άλλη, στις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» περνά από το ένα θέμα στο άλλο με μία φαινομενικά αυστηρή πειθαρχία, η οποία ωστόσο δεν τον δεσμεύει πουθενά: Ένα ταξίδι στο χρόνο, ερωτικές τελετουργίες, επαναστάσεις, ανεξήγητοι φόνοι και -πάνω απ’ όλα- μία ενδελεχής εξερεύνηση της σχέσης λόγου και εικόνας. «Δεν ξέρω που κατευθύνεται η φαντασία, αλλά εγώ προσανατολίζομαι σκόπιμα στην περιοχή που ονομάζουμε όνειρα» σημειώνει ο συγγραφέας χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Τι ακριβώς είναι το όνειρο; Μία συγκεκριμένη συνεύρεση λόγου και εικόνας, μέσα όμως από πολύ σύνθετες γραμμές συσχέτισης».
Αυτή ακριβώς η διερεύνηση των ορίων ανάμεσα στα όνειρα (ανεξαρτήτως προελεύσεως) και στην πραγματικότητα (όποια και αν είναι αυτή) θα αποθεωθεί στο πιο φημισμένο βιβλίο του: Είναι το 1954 που ο Mπάροουζ τελειώνει το πρώτο σχέδιο του «Γυμνού γεύματος»: Βρίσκεται στην Ταγγέρη, εθισμένος στην ηρωίνη, σε κατάσταση απόλυτης παρακμής και δύο χρόνια μετά εισάγεται σε κλινική αποτοξίνωσης στο Λονδίνο για να επιστρέψει -εκ νέου- στην αγαπημένη του πόλη και να συνεχίσει να επεξεργάζεται το ετερόκλητο, πολυποίκιλο υλικό του.
Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο που μας μεταφέρει σε έναν εφιαλτικό κόσμο ενός «άρρωστου» μυαλού εγκλωβισμένου σε ένα κορμί που αποζητά με μανία την ηδονή και τον πόνο – σε ίσες δόσεις. Υπάρχει, άραγε, κάποια διέξοδος; Το πρόβλημα για τον Μπάροουζ βρίσκεται στη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα στο μυαλό και το σώμα, την προσωπική ταυτότητα και την κατάδυση σε ανεξερεύνητα ψυχικά τοπία.
«Σαν συγγραφέας καταπιάνομαι με λέξεις. Οι περισσότεροι χαρακτήρες και οι χώροι αναπτύσσονται μόνοι τους. Αν διάβαζα και δεν έγραφα, κυριολεκτικά θα έβγαινα εκτός σώματος και θα πήγαινα στα μέρη και τους χαρακτήρες μου, σαν το ζωγράφο που υποκλίθηκε τρεις φορές και εξαφανίστηκε μέσα στον πίνακά του» αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Όσο για το «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» είναι απολύτως αντίστοιχο του ύφους και της οπτικής του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ένα παράδοξο αφήγημα, που διαδραματίζεται στην αμερικανική Άγρια Δύση, στο οποίο συναντάμε ένα σύνολο περιβόητων χαρακτήρων: το Δακρυσμένο Πιστόλι, που βάζει τα κλάματα στη θέα των αντιπάλων του, τον Παπά, ο οποίος μόλις αρχίζει το πιστολίδι δίνει τελευταία μετάληψη στους εχθρούς του, και τον γνωστό και μη εξαιρετέο Κιμ Κάρσονς, έναν ομοφυλόφιλο πιστολά ο οποίος, με συμπαραστάτες μια σειρά από όμορφα αγόρια, βάζει σκοπό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ηθική της αμερικανικής επαρχίας ενώ μάχεται για τη διαγαλαξιακή ελευθερία.
Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ
Ο τόπος των νεκρών δρόμων
Μετάφραση: Γιώργος Μπέτσος
Εκδόσεις: Τόπος
Σελίδες: 420
Φαντασιώδης, τρομακτικός και αστείος, ο «Τόπος των Νεκρών Δρόμων» του Μπάροουζ συνεχίζει την εξερεύνηση των δυνάμεων ελέγχου της κοινωνίας –διά του κράτους, της Εκκλησίας, των γυναικών, του γραπτού λόγου, των ναρκωτικών– σε συνθήκες που μοιάζουν απρόβλεπτες και πνιγηρές, από τον «μόνο συγγραφέα της εποχής μας που μπορεί να χαρακτηριστεί μεγαλοφυΐα», όπως είχε εγκαίρως διαγνώσει, ο Νόρμαν Μέιλερ.
Εκείνο, όμως, που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον –για ακόμη μία φορά- είναι η διαπεραστική ματιά του πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι άνθρωποι σε συνθήκες ελέγχου και επιβολής – κάτι που έμελλε να αποτελέσει ίσως το πιο πρωτοποριακό χαρακτηριστικό του έργου του.
Ένα έργο που αποθεώνει την απελευθερωτική ισχύ και των πιο ακραίων, νοσηρών και -εν πολλοίς- ασύλληπτων συμπεριφορών, για να αποκαλυφθεί -στο τέλος- ότι αυτές δεν είναι παρά οι συνιστώσες μιας ανεπιθύμητης αλλά και αναπόδραστης πραγματικότητας, η οποία φυσικά μας αφορά όλους…
Ελευθερία Κόλλια
Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 768
Η ιστορία του μεγάλου δημοσιογραφικού συγκροτήματος μέσα από τις προσωπικές στιγμές των «δικών» του ανθρώπων. Εξήντα ένα πρόσωπα δίνουν ανθρώπινη όψη στο εκδοτικό δημιούργημα της οικογένειας Λαμπράκη αλλά και τη δική τους εκδοχή για τη δύναμη και την επιρροή του. Ανέκδοτες φωτογραφίες, άγνωστα ιδιόχειρα σημειώματα και σκίτσα πλαισιώνουν την έκδοση. Στις σελίδες του βιβλίου μεγάλος πρωταγωνιστής είναι ο Χρήστος Λαμπράκης, για τον οποίο μιλούν πρώτη φορά πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος. Αποκαλύπτουν την ιδιοσυγκρασία, τις συνήθειες, την πολυσχιδή –ενίοτε αφανή– δράση του. Σκιαγραφούν την προσωπική διαδρομή του, αρχής γενομένης το 1957, οπότε και ανέλαβε το Συγκρότημα μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, ως τον δικό του θάνατο το 2009, την αρχή του τέλους για τον ΔΟΛ, που κατέρρευσε μόλις οκτώ χρόνια αργότερα. Φιλοτεχνούν εν τέλει μια άτυπη πολιτική βιογραφία του τελευταίου παραδοσιακού εκδότη. Και μια τοιχογραφία της ιστορίας του τόπου.
Ζωρζ Σιμενόν
Τα πράσινα παντζούρια
Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 288
Το 1950 ο Σιμενόν βρίσκεται στην Αμερική. Είναι γεμάτος σχέδια και δουλεύει πυρετωδώς. Πιστεύει πιο πολύ παρά ποτέ ότι το επόμενο βιβλίο του είναι το καλύτερό του. Πρόκειται ακριβώς για τα Πράσινα παντζούρια, «το βιβλίο που οι κριτικοί περιμένουν από καιρό και ήλπιζα πάντα να γράψω μια μέρα». Θέμα του βιβλίου είναι το πορτραίτο ενός μεγάλου ηθοποιού, του Εμίλ Μωζέν, ιερού τέρατος της θεατρικής σκηνής και του κινηματογράφου προς το τέλος της ζωής του, που την έζησε ακραία, όχι μόνο εργαζόμενος σκληρά αλλά και πίνοντας και έχοντας αναρίθμητες ερωμένες. Είναι κυνικός και φαίνεται απόμακρος. Μετά από μια απειλητική διάγνωση από τον καρδιολόγο του, ξανακοιτάζει όλη του τη ζωή και νιώθει ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής που δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Συνεχίζει να ζει ακραία, θέτοντας όμως θέματα στον εαυτό του και αναρωτώμενος πότε θα έρθει το τέλος. Είναι ένα ιδιότυπο και δυναμικό μυθιστόρημα, με πολλές ενδοσκοπήσεις στους τρόπους με τους οποίους οι ηθοποιοί δημιουργούν χαρακτήρες.
Νικ Πατσίνο
Φύλακας άγγελος
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 360
Αθήνα, οχτώ το πρωί. Ντυμένος στα μαύρα, ο μυστικός πράκτορας της CIA Πάνος Ντέιλ διαβαίνει για πρώτη φορά τις πύλες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αποστολή του είναι η εικοσιτετράωρη τηλεπόπτευση μιας ομάδας αναρχικών, της Σπίθας, μέσω ενός προηγμένου λογισμικού, του Intruder, που θα εγκατασταθεί στα άδυτα της ΕΥΠ. Αιτία μια απειλητική προκήρυξη των αντιεξουσιαστών, που στοχοποιεί τον Αμερικανό πρέσβη. Καθώς προχωρά η παρακολούθηση, ανακύπτουν ερωτήματα που ολοένα και πληθαίνουν. Η Σπίθα είναι μόνο αυτό που δείχνει ή κρύβει κάτι άλλο, πιο σκοτεινό, που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί; Στο μεταξύ ο Πάνος Ντέιλ βρίσκεται αντιμέτωπος με την απρόβλεπτη εισβολή μιας μοιραίας γυναίκας στη ζωή του. Η Ευρυδίκη θα σαρώσει την ψυχή του και θα τον παρασύρει σε ένα ταξίδι μαγικό, γεμάτο συναίσθημα και πάθος, που θα τον αναγκάσει να συγκρουστεί με τις αρχές και τα πιστεύω του. Ένα κατασκοπικό αστυνομικό θρίλερ που εξερευνά το άβατο των μυστικών υπηρεσιών.
Αλέκος Κατσιούρης
Καράβια με ξένη σημαία
Εκδόσεις: Ιωλκός
Σελίδες: 160
Οι δρόμοι της Κυψέλης —οι περισσότεροι των οποίων φέρουν ονόματα νησιών— αποτελούν αγκυροβόλι για πολλά καράβια που φτάνουν από διάφορες χώρες. Είναι όλοι αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα με σκοπό ένα νέο ξεκίνημα, μία καινούρια ζωή, καλύτερη απ’ αυτήν που άφησαν. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει μία ιστορία να αφηγηθεί, αλλά δεν το κάνει παρά μόνο αν αναγκαστεί απ’ τις συνθήκες. Συνήθως την κρατά μέσα του, για τον εαυτό του. Σαν φυλαχτό ή σαν ξόρκι. Οι προτεραιότητές τους καθορίζονται από την ανάγκη. Πρέπει να ξεχάσουν πολλά απ’ την παλιά τους ζωή και να μάθουν περισσότερα για τη νέα που ξεκινούν να χτίζουν. Βιάζονται να αφομοιώσουν και να αφομοιωθούν, για να μπορούν μετά να ονειρεύονται. Με τον καιρό γνωρίζονται με άλλους ξενόφερτους, αλλά και με ντόπιους και δημιουργούν φιλίες. Σιγά σιγά ξανοίγονται, αστειεύονται μεταξύ τους, κλαίνε, γελούν κι ερωτεύονται, γιατί η καρδιά δε γνωρίζει από σύνορα, θρησκείες ή χρώμα επιδερμίδας. Σε κάθε ανθρώπινο σώμα πάλλεται με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό.