Η πρωτοπορία στη λογοτεχνία -ισχυρίζεται ο κορυφαίος ίσως κριτικός της σοσιαλιστικής διανόησης Γκέοργκ Λούκατς- απορρέει από την αποσύνθεση των καπιταλιστικών κοινωνιών. Στηρίζεται, δηλαδή, στη παράλυση της όποιας συνοχής του σύγχρονου ανθρώπου και μαζί του μοντέρνου κόσμου.
Και, πράγματι, η ανισορροπία, η αντιφατικότητα και ο παραλογισμός της νέας εποχής επηρεάζουν έντονα τα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Από πολύ νωρίς, άλλωστε, έγινε αντιληπτό ότι η παρατεταμένη κρίση των αξιών, η απώλεια προσανατολισμού, το συχνά ακατάληπτο άγχος, η παρεπόμενη μοναξιά και γενικότερα η δραματική αίσθηση της ύπαρξης, δεν ήταν πια δυνατόν να εκφραστούν επαρκώς με τις παλιές δοκιμασμένες τεχνικές.
Ακολούθως, πραγματοποιήθηκαν -όπως αναμενόταν- τολμηρά ανοίγματα από πλευράς τεχνικής. Ενώ, λοιπόν, στο παραδοσιακό μυθιστόρημα η υπόθεση αποτελούσε το σοβαρότερο κριτήριο για την αξία και την πρωτοτυπία του εγχειρήματος, στο μοντέρνο γίνεται απλή, σχηματική και κάποτε, περίπου εξαφανίζεται.
Ο λόγος διαδραματίζει, πλέον, τον σημαντικότερο ρόλο και ενίοτε παρουσιάζεται τόσο καταλυτικός και ταυτόχρονα τόσο δραστικός που σε περιπτώσεις όπως στον «Οδυσσέα» (1922) του Τζέημς Τζόυς αποθεώνεται μέσα από ένα διαχρονικό -όπως αποδείχτηκε- κράμα τεχνικών της αφήγησης.
Έτσι, η υπόθεση πολλών μυθιστορημάτων εμφανίζεται -σταδιακά- κατακερματισμένη, με την ποικιλία των αφηγηματικών γωνιών και τις χρονικές μεταθέσεις να διασπούν συνειδητά τη συνοχή της όποιας πλοκής και τα γεγονότα να παρουσιάζονται σαν θρύψαλα, τα οποία ανακαλεί ο συγγραφέας και καλείται να συνταιριάξει ο αναγνώστης, να συμμετάσχει -δηλαδή- με τη σειρά του σε αυτό το παιχνίδι της αφήγησης.
Σε αυτήν την πεζογραφική παράδοση εντάσσεται το μυθιστόρημα του Κερτ Βόννεγκατ «Η φωλιά της γάτας» στο οποίο ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, Τζον, συγκεντρώνει πληροφορίες προκειμένου να γράψει ένα βιβλίο. Το θέμα του αφορά στο τι έκαναν διάσημοι Αμερικανοί στις 6 Αυγούστου 1945, ημέρα που έπεσε η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο ήρωας του Βόννεγκατ έρχεται σε επαφή με τα τρία παιδιά του Φίλιξ Χένικερ, του υποτιθέμενου εφευρέτη της ατομικής βόμβας – ένας επιστήμονας που δεν ενδιαφερόταν στο ελάχιστο για τις ανθρώπινες σχέσεις, παρά μόνο για την κατασκευή της βόμβας. Λίγο πριν πεθάνει εφηύρε τον πάγο-εννέα, μια ουσία που στερεοποιεί το νερό όποτε έρχεται σε επαφή με αυτό, γεγονός που την καθιστά ως το πιο επικίνδυνο όπλο – μια ανακάλυψη η οποία απειλεί να αφανίσει τον κόσμο. Κάτι που δεν θα αποφευχθεί στο τέλος.
Κερτ Βόννεγκατ
«Χρονοσεισμός»
Μετάφραση: Χριστόδουλος Λίθαρης
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 244
Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του έργου του Βόννεγκατ είναι ξεκάθαρα αποδομητικός και μέσα από μία πληγωμένη και κάπως μακάβρια αίσθηση του χιούμορ έρχεται να αποτυπώσει μοναδικά την απελπισία και ανοησία μιας ολόκληρης εποχής. Ο συγγραφέας αδυνατώντας να κατανοήσει -έστω στο ελάχιστο- την ανωμαλία και τον παραλογισμό των ανθρωπίνων επιλογών, δημιουργεί -με τη σειρά του- έναν κόσμο μυθοπλασίας όπου αυτή ακριβώς η ανωμαλία καθίσταται -κατά τα φαινόμενα- φυσιολογική.
Εκπληκτικά πρωτότυπος στη χρήση της γλώσσας, στην αποσπασματικότητα της αφήγησης, στις χρονικές δομές, αλλά και γι’ αυτό -μερικές φορές- μάλλον δύσκολος στο να τον παρακολουθήσεις, ο Βόνεγκατ καυτηριάζει και διαλύει -κομματιάζει θα έλεγε κανείς- τα πάντα: την επιστήμη που παρεκκλίνει και γίνεται αιτία καταστροφής, την τέχνη και την αδυναμία της να αφυπνίσει συνειδήσεις, τη θρησκεία που εξαρθρώνει τα ορθολογικά αντανακλαστικά, τον αφελή πατριωτισμό και -βέβαια- τις κάθε λογής επιτακτικές ιδεολογίες.
Λένε συχνά ότι «η διαφορά ανάμεσα στον αισιόδοξο και τον απαισιόδοξο βρίσκεται στο ότι ο απαισιόδοξος είναι καλύτερα πληροφορημένος». Ο Αμερικανός συγγραφέας γερμανικής καταγωγής Κερτ Βόννεγκατ ως αθεράπευτα και αμετανόητα απαισιόδοξος είπε κάποτε: «Προέβλεψα πως όλα θα γίνονταν χειρότερα και όλα έγιναν» για να προσθέσει: «Μετά το Ολοκαύτωμα, δεν ήταν άραγε καιρός να ξοφλήσουμε ως είδος; Είμαστε ζώα φρικτά και αρκετά έξυπνα ώστε να το γνωρίζουμε». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το τελευταίο του μυθιστόρημα «Χρονοσεισμός» αποτελεί μία μοναδική παρωδία της ανθρώπινης φύσης.
Όταν ο χρόνος, αντί να προχωρήσει, πάει πίσω κατά δέκα χρόνια ως συνέπεια ενός «χρονοσεισμού», οι άνθρωποι ξαναζούν μια ολόκληρη δεκαετία και επαναλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια λάθη, ενώ βλέπουν να ξετυλίγονται οι ίδιες τραγωδίες. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται ο Βόννεγκατ την κίνηση του ανθρώπου μέσα στο χρόνο, ως ένα διαρκές deja vu, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια σφάλματα και οι ίδιες κτηνωδίες.
Ο «Χρονοσεισμός» (1997), το τελευταίο μυθιστόρημα του Κερτ Βόννεγκατ, είναι κατά κάποιον τρόπο η αυτοβιογραφία και ο αποχαιρετισμός ενός από τους ευφυέστερους και πιο σαρκαστικούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Ένα μυθιστόρημα, απόσταγμα σοφίας και μαζί εγκώμιο της μωρίας, για την αγάπη της ζωής αλλά και τη γελοιότητά της, με ήρωα έναν συγγραφέα που ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Η μοίρα του ανθρώπου ήταν και είναι η ανέκκλητη αυτοκαταστροφή του και αυτό εξαιτίας του εκρηκτικού μίγματος της ματαιοδοξίας και της σχεδόν αδιανόητης ανευθυνότητας. Τελικά, ποιο είναι το νόημα της ζωής; Επί τους ουσίας κανένα, απαντάει ο Βόννεγκατ, αφού οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν πάντα τα ίδια τερατώδη λάθη, με την καταστροφή του κόσμου να μοιάζει -όλο και πιο λίγο- με κάποιο σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα της απόλυτης απογοήτευσης, για μία ζοφερή και απεγνωσμένη διακωμώδηση ενός κόσμου παράξενου και αποκρουστικού, ο οποίος -όμως- μας ανησυχεί, γιατί κάτι μας θυμίζει – μία εφιαλτική πραγματικότητα για την οποία απλώς ελπίζουμε να μην μας αφορά όταν κάποια στιγμή ξυπνήσουμε, ιδρωμένοι και τρομαγμένοι…
Τι συνδέει την Κάθριν Μάνσφιλντ, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Ρίλκε, τον Μπετόβεν, το #MeToo, το Μπρέξιτ, τις ψευδείς ειδήσεις, τον θάνατο, τη ζωή, τον βορρά, τον νότο, την ανατολή, τη δύση, έναν άντρα που θρηνεί το παρελθόν και μια γυναίκα παγιδευμένη στο παρόν; Η απάντηση είναι μία αλλά πολύπλευρη: η Άνοιξη. Η μεγάλη συνδετική δύναμη. Προσβλέποντας στη μετακίνηση της αφήγησης με τον χρόνο και παραλλάσσοντας το θέμα ενός από τα πιο πεισματικά και θυελλώδη έργα του Σαίξπηρ (Περικλής), η Άλι Σμιθ επανακάμπτει για να διηγηθεί την απίθανη ιστορία μιας απίθανης εποχής. Σε μια εποχή τειχών και εγκλεισμού, η ίδια ανοίγει την πόρτα. Το τρίτο αυτόνομο μυθιστορηματικό μέρος του λαμπρού Κουαρτέτου των Εποχών της Σκοτσέζας συγγραφέως στηρίζεται στα προηγούμενα μοτίβα της δημιουργικότητας και της φιλίας, εμβαθύνοντας περισσότερο στα γεγονότα της επικαιρότητας και εξετάζοντας με κοφτερό βλέμμα το ζήτημα της μεταχείρισης των μεταναστών.
Δύο δολοφονίες – η µία στο Κολωνάκι και η άλλη, που αρχικά θεωρήθηκε δυστύχημα, στην παραλιακή. Οι ύποπτοι πολλοί. Την εξιχνίαση αναλαμβάνουν, εν καιρώ πανδημίας, η αστυνόμος Γεωργίου µε τον καινούργιο βοηθό της, που δεν κάνει καμία προσπάθεια να συμβαδίσει µε την εποχή του. Ύποπτοι είναι η ερωμένη του πρώτου θύματος και ο σύζυγός της, ο κηπουρός, ο δικηγόρος, ένας σχεδιαστής μόδας. Το δεύτερο θύμα είναι γιατρός. Στην αρχή οι υποψίες στρέφονται σε άτομα που είχαν επαφές μαζί του για ζητήματα υγείας, ειδικά λόγω της πανδημίας. Οικονομικά εύρωστες οικογένειες καταστρέφονται εξαιτίας του πρώτου lockdown και συνδέονται και αυτές µε τα δύο θύματα. Πώς συσχετίζονται οι δυο θάνατοι και ποια σχέση έχει η κόρη του κηπουρού µε τα δύο θύματα; Μήπως η σχέση αυτή στάθηκε η αφορμή για τους δύο θανάτους; Ή μήπως κάτι άλλο κρύβεται;
Τα αινίγματα που καλούνται να λύσουν οι δύο αστυνομικοί είναι πολλά, ενώ φαίνεται ότι η σχέση της Γεωργίου µε τον προϊστάμενό της βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Όλα συμβαίνουν στην καρδιά της Αθήνας, µε φόντο την πανδημία και τα παρεπόμενά της. Από τη μια η Αθήνα του πλούτου και από την άλλη η μιζέρια κάποιων που προσπαθούν να επωφεληθούν από τις συνθήκες και να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, ενώ κάποιοι άλλοι από τη μια στιγμή στην άλλη τα χάνουν όλα.
Λαμβάνοντας χώρα στο σύγχρονο Ισραήλ, «Ο Αθάνατος Μπάρτφους» είναι ίσως το πιο βαθύ και δυνατό πορτραίτο επιζώντος του Ολοκαυτώματος που γράφτηκε ποτέ. Ο Άαρον Άππελφεντ χρησιμοποιεί τις τεχνικές της παράλειψης και της έμμεσης αναφοράς, που τελειοποίησε σε αριστουργήματα όπως το Badenheim 1939 και το To the Land of the Cattails, για να αφηγηθεί την ιστορία του Μπάρτφους «του αθάνατου», όπως αινιγματικά τον αποκαλούν λόγω της εμπειρίας του στα ναζιστικά στρατόπεδα. Πολίτης πλέον του Ισραήλ, πατέρας δύο κοριτσιών και εγκλωβισμένος σε έναν άπελπι γάμο, ο Μπάρτφους αγωνίζεται να καταπιέσει συναισθήματα και αναμνήσεις που του προκαλούν φόβο και αποστροφή, ενώ προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την ηρεμία, την αξιοπρέπεια και τη συμπόνια που είναι απαραίτητες για κάθε ανθρώπινο ον. Πρόκειται για τη σκληρή και αλησμόνητη σπουδή ενός ανθρώπου που έχει φτάσει στα τραγικά του όρια.
Θεσσαλία 1910. Ο κάμπος βράζει από τον ξεσηκωμό των κολίγων.
Σε ένα καπνομάγαζο του Βόλου, η δεκαεξάχρονη Μελιχιώ, γεννημένη στη «λάθος πλευρά του κόσμου», ερωτεύεται με πάθος το ομορφόπαιδο της καπναποθήκης και κάνει όνειρα για μια ζωή χωρίς την τυραννία των τσιφλικάδων και των επιστατών τους. Ωστόσο, η σφαγή του Κιλελέρ γκρεμίζει όνειρα κι ελπίδες. Αναπάντεχα, μια ματωμένη υπόσχεση ξαναζωντανεύει τις προσδοκίες: ένα πουγκί γεμάτο λίρες με τίμημα τέσσερις ζωές. Η οικογένεια του τσιφλικά Νικήτα Κοντόπουλου και τα τέσσερα παιδιά τους μπαίνουν στο στόχαστρο. Τι ρόλο παίζει η παραμάνα τους; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο καταπιεσμένος άνθρωπος για να αλλάξει τη μοίρα του; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια ερωτευμένη γυναίκα παρασυρμένη από το παράφορο πάθος της; Αθώοι και ένοχοι μπερδεύονται δραματικά, η αλήθεια ανατρέπεται συνεχώς ώσπου να έρθει η ώρα της κάθαρσης.