Με αυτό το πολυσέλιδο, πολυεπίπεδο βιβλίο ο Στεφανάκης θεμελιώνει την άποψη πως είναι πιθανότατα ο πιο ικανός χειριστής μεγάλων μύθων στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Ο σπόρος έπεσε με τις διάσημες «Μέρες Αλεξάνδρειας», μυθιστόρημα που υπερβαίνει κατά πολύ σε φήμη το όνομα του δημιουργού του.
Τη χρονιά της πρώτης κυκλοφορίας, το 2007, ο Στεφανάκης είχε δηλώσει πως έγραψε τις «Μέρες» θεωρώντας πως υπήρχε ένα πεζογραφικό κενό στους μεγάλους κόσμους της ελληνικής λογοτεχνίας. Έκτοτε δοκίμασε ανάλογα εγχειρήματα, γράφοντας ένα μυθιστόρημα για τον Λεωνίδα και δύο μεγάλες αφηγήσεις το «Φιλμ νουάρ» και την «Άρια» που μαζί με τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» θεωρούνται μέρος μιας άτυπης τριλογίας για τον κοσμοπολιτισμό.
Όχι όμως ότι έμεινε προσκολλημένος στο δόγμα του κλασικού μυθιστορήματος. Το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι», που νεκρανάστησε τον Καμύ, «Ο χορός των ψευδαισθήσεων», μονογραφία της σύγχρονης Ελλάδας, «Οι Ευτυχισμένες οικογένειες», μια λοξή, μοντέρνα εκδοχή των μεγάλων μυθιστορημάτων του και «Το Καφενείο του Αιόλου», μεταμοντέρνο μυθιστόρημα σχηματίζουν ένα άλλο μέρος του έργου του λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό. Λιγότερο γνωστά είναι και τα πρωτόλειά του «Φρούτα Εποχής», «Λέγε με Καΐρα» και «Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία» γραμμένα σε μια εποχή που ο Στεφανάκης λογιζόταν περισσότερο μεταφραστής και λιγότερο συγγραφέας. Όλα αυτά μαζί αν τα αποστάξει κανείς, αν υπολογίσει με ακρίβεια και δικαιοσύνη τις αρετές και τις αδυναμίες τους, θα χωρούσαν μέσα στον «Μινώταυρο».
Η παράξενη γοητεία που ασκεί το μυθιστόρημα αυτό από τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του ίσως οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι εμπεριέχει όλο τον Στεφανάκη που θα επιθυμούσαμε να γνωρίσουμε. Διαβάζοντάς το έχεις την αίσθηση ότι στις σελίδες του μας περιέχει όλους, μας περιέχει όλους και κανένα. Ταυτόχρονα σου δίνεται η εντύπωση πως η δύναμη και η ποιότητα της γραφής του εξηγεί γιατί κάποια βιβλία του συγγραφέα αυτού επιστρέφουν κάθε τόσο και γίνονται θέμα συζήτησης. Εξηγούν κυρίως γιατί ο Στεφανάκης επέλεξε αυτά τα συγγραφικά βήματα που τον έφεραν εδώ, στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα πιο ώριμο και πιο συναρπαστικό από ποτέ.
Στον αχό της εποχής μας, όπου όλα χάνουν το σχήμα τους, στο όνομα μιας δίχως όρια πληροφορίας, και δεν ξέρουμε πια ποιος είναι ποιος, τι είναι τι, ο Στεφανάκης συνεχίζει μέσα από επιτυχίες αλλά και αποτυχίες το δύσκολο δρόμο της τελικής συγγραφικής καταξίωσης. Και παρά το ότι ο ίδιος ισχυρίζεται «δεν έχω πια να αποδείξω τίποτα», εμείς επιμένουμε πως τίποτε δεν τέλειωσε, τίποτε δεν ολοκληρώθηκε, υπάρχουν ακόμα επόμενοι σταθμοί, καινούργιοι «Μινώταυροι», ποιος ξέρει… Για την ώρα μένουμε αιχμαλωτισμένοι στην παράξενη γοητεία ενός βιβλίου, σε έναν ζωντανό λαβύρινθο προσώπων και ιστοριών γραμμένων με μαστοριά.