Ο Παρείσακτος, ο Ξένος, είναι έννοιες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο ραγδαία μεταβαλλόμενο, όπου το οικείο και το ασφαλές γίνονται όλο και περισσότερο αντικείμενα αγωνιώδους αναζήτησης, συχνά σε κατευθύνσεις αδόκιμες και τραγικά λανθασμένες. Το γύρω περιβάλλον – αστικό, κοινωνικό, εργασιακό, προσωπικό – προσφέρει όλο και λιγότερες σταθερές στις οποίες να μπορεί κανείς να βασιστεί. Τι γίνεται όμως όταν ο Παρείσακτος βρίσκεται μέσα στο ίδιο σου το σώμα, κι είναι πλέον κομμάτι του ίδιου σου του εαυτού; Πώς αντιμετωπίζει κανείς το γεγονός πως χάρις στον Ξένο είναι που εξακολουθεί να βρίσκεται εν ζωή; Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη, λέει ο Σεφέρης στους Αργοναύτες, πατώντας πάνω στον Μπωντλαίρ…
Ένας φιλόσοφος, ο Jean-Luc Nancy, αναγκάζεται να υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς. Παρόλο που εκείνη την εποχή το προσδόκιμο ζωής για ασθενείς της κατηγορίας του είναι μάλλον μικρό, υπερβαίνει και τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις κι είναι ακόμα ανάμεσά μας. H εμπειρία του να συνεχίζει τη ζωή του χάρις σε μια καρδιά που του χαρίστηκε από κάποιον άλλο, τον ωθεί να γράψει ένα κείμενο βαθύ και προσωπικό. Τίτλος του: Ο Παρείσακτος. Με αυτό το κείμενο συναντήθηκε η Ομάδα Χορευτές, κι αποφάσισε να αναμετρηθεί με έννοιες διόλου συνηθισμένες στο χορογραφικό και σκηνικό λεξιλόγιο.
Ο Θάνος Πρίτσας, υπεύθυνος για τη σύλληψη της παράστασης και τη σκηνοθεσία, εξηγεί: «Όταν διάβασα το βιβλίο του Jean-Luc Nancy, ο παρείσακτος ήταν εδώ κοντά μου, ήταν δίπλα μου, ήμουν εγώ ο ίδιος. Όλα ξεκίνησαν με μια λέξη…ποιητική: χίμαιρα. Χίμαιρα στην ιατρική είναι όταν δύο ανοσοποιητικά συστήματα συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα. Στην μεταμόσχευση ο οργανισμός πρέπει να ξεχαστεί, να σβήσει έτσι ώστε να δεχτεί το μόσχευμα και να νομίζει πως είναι δικό του. Αυτή η ψευδαίσθηση κυριαρχεί έπειτα καθ’ όλη την διάρκεια της πλήρους αφομοίωσης όπου ύστερα πια υπάρχει ένα σώμα, ένας οργανισμός. Η ανάγνωση του βιβλίου του Nancy έφερε αυτό το σύστημα της ιατρικής τρομερά γλαφυρά μπροστά μου μιλώντας πια για την καρδιά. Η Αλίκη και ο Στάθης δέχτηκαν ν’ ασχοληθούμε μαζί με αυτό το θέμα. Σε όλη την διαδικασία της δουλειάς επηρεάσε κι επηρεάζει ο ένας τον άλλο ώστε να φτιάξουμε μια παράσταση με ισχυρό στοιχείο τον χορό, το σώμα.
O ξένος: θέλουμε ο άλλος να είναι συμβατός και να μας κατακλύσει. Και θέλουμε το σώμα μας να ξεχαστεί ώστε να αποδεχτεί τον άλλο, στην προκειμένη περίπτωση την καρδιά. Ο εχθρός, ένα όνομα άδικο είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αποδεχόμαστε τον παρείσακτο που ίσως είμαστε εμείς…. στις δύσκολες καταστάσεις της ζωής όπου η ζωη μπορεί να καταλήξει να είναι μια λεπτή κλωστή εκεί καταλαβαίνεις την πολυπλοκότητά της αλλά και την ίδια την φύση της. Κι έπειτα, η κλωστή αυτή εμπεριέχει μέσα της μια ζωή απίστευτη».
Τη χορογραφία, που χρειάστηκε να κινηθεί σε εδάφη ελάχιστα χαρτογραφημένα στα θεάματα που βλέπουμε συνήθως, ανέλαβε η Αλίκη Καζούρη: «Μοιάζει παράξενο να αποκαλείς παρείσακτο αυτό που σου έδωσε πίσω μια ζωή έτοιμη να χαθεί. Κι όμως, παρείσακτο είναι κάθε τι ξένο, ανοίκειο, παράξενο, μέχρι να το αποδεχτείς και να σε αποδεχτεί κι αυτό. Μέχρι να αντέξεις ότι δεν είσαι πια ένας αλλά δύο, μπορεί και τρεις- αν μετρήσεις και τον παλιό σου εαυτό. Κινείσαι και μέσα στο σώμα σου υπάρχει και η κίνηση του άλλου. Συντονίζεσαι και συγχρόνως αναρωτιέσαι αν ο σύντροφός σου είναι πάλι εσύ. Είναι μεγάλο στοίχημα για ένα χορογράφο να βάλει δυο χορευτές σ’ ένα σώμα και μία ζωή σε τρία σώματα. Το έπαιξα…».
Ο Στάθης Ιωάννου, γνωστός από την πολύχρονη πορεία του στους Illegal Operation, αλλά και πιο πρόσφατα στους Appalachian Cobra Worshippers, ανέλαβε τη μουσική αυτής της ασυνήθστης δουλειάς: «Η εμπειρία της μεταμόσχευσης γίνεται αφορμή για να γραφτεί ένα κείμενο για την αποξένωση και την παρείσφρηση, την άρνηση και την αποδοχή, τη μοναξιά και τη μοναδικότητα, τη ζωή και την επιβίωση. Ένα έργο της σύγχρονης διανόησης με δύσκολα και σκληρά ερωτήματα και διαπιστώσεις που καταφέρνει να συγκινήσει και να μετομορφωθεί σε κάτι σχεδόν ποιητικό.
Η ιδέα του Θάνου να γίνει όλο αυτό μια παράσταση χορού μου φάνηκε από τα πρώτα του λόγια απίστευτη και το είδα ως μια τεράστια πρόκληση και ως μουσικός αλλά και προσωπικά. Άνοιξαν καινούργιες πόρτες τόσο από τη συνεργασία μου με την Αλίκη και τον Θάνο αλλά και από τη μελέτη του κειμένου. Το ότι ο ίδιος ο Jean – Luc Nancy ήταν τόσο θετικός απέναντι στην ιδέα, δέχτηκε να τον ηχογραφήσουμε και μαγνητοσκοπήσουμε στην ανάγνωση του κειμένου και διατηρεί επικοινωνία με τον Θάνο είναι εξίσου σημαντικό και συγκινητικό».