Υπάρχουν λίγα πράγματα που είναι πιο ανυπόφορα και πιο uncool από ένα TEDTalk, άρα η σύγκριση με κάτι τέτοιο για οτιδήποτε ξεκινά με τις λέξεις “Beastie Boys…” δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία. Κι όμως συνέβη με αρκετές από τις πρώτες κριτικές του Beastie Boys Story, του ντοκιμαντέρ του Σπάικ Τζόουνς που προοριζόταν για IMAX προβολές πριν καταλήξει στο Apple TV+ και λόγω της πανδημίας έκανε απευθείας πρεμιέρα την προηγούμενη Παρασκευή.
Σίγουρα ξενίζει αρχικά το θέαμα του Mike D και του Ad-Rock, των δύο εναπομείναντων μελών και πάλαι ποτέ αυθόρμητων ζωντόβολων, να διαβάζουν επί σκηνής από autocue καλοσχηματισμένες σκέψεις για το αξεπέραστο συγκρότημά τους, αλλά έχοντας κατασταλάξει στην πραγματικότητα της μέσης ηλικίας μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία τους όπως εκείνοι θέλουν: νηφάλια, υποκειμενικά, νοσταλγικά, πάντα με χιούμορ και με την αβάσταχτη απώλεια του τρίτου της παρέας, MCA (που πέθανε το 2012 από καρκίνο), να δίνει μια ημιτελή αίσθηση ακόμα και στα πιο ξένοιαστα highlights.
Το Beastie Boys Story δεν θα προσφέρει τίποτα καινούργιο σε όσους έχουν ξεκοκκαλίσει το χορταστικό Beastie Boys Book του 2018 (με εξαίρεση το σπάνιο υλικό των τίτλων τέλους). Τι γίνεται, όμως, αν δεν ξέρουμε να διαβάζουμε;
Σαν εμπλουτισμένο oral history, το Beastie Boys Story ακολουθεί την παραδοσιακή ροκ αφήγηση: τα τυχαία πρώτα βήματα (σε μια Νέα Υόρκη-όνειρο για κάθε παιδί που αισθάνεται διαφορετικό), το ανέλπιστο breakthrough (Licensed To Ill), η απότομη προσγείωση της αποτυχίας (Paul’s Boutique), η αναζήτηση νέας έμπνευσης (Check Your Head), η ωριμότητα σε μουσική και κοσμοθεωρία (Ill Communication, Hello Nasty – για κάποιο λόγο δεν γίνεται αναφορά στα δύο τελευταία τους άλμπουμ) και η τραγωδία. Mόνο που στην ιστορία των Beastie Boys, όσα πάνω-κάτω ή ζιγκ ζαγκ κι αν συνέβησαν, ο προσωπικός δεσμός των τριών φίλων δεν έσπασε ποτέ και το γεγονός αυτό τροφοδοτεί το ντοκιμαντέρ, την ίδια στιγμή που ο Mike D και ο Ad-Rock το χρησιμοποιούν ως όχημα απολογίας (στην πρώτη τους ντράμερ που έδιωξαν με άσχημο τρόπο) κι απόδειξης ότι ο χρόνος και η αυτοκριτική μπορούν να σε μετατρέψουν από spaced out φαρσέρ σε συνειδητοποιημένο και πολιτικοποιημένο άνθρωπο (ο ΜCA αποτέλεσε καθοριστική μορφή στο uιβετιανό κίνημα ανεξαρτησίας, ενώ σε κάποιο σημείο της ταινίας, ο Ad-Rock, αναφέρεται στις γυναίκες που μπορεί να υποτίμησαν με τους στίχους της πρώιμης εποχής τους και τη μετέπειτα μεταστροφή τους με την τρομερή ατάκα “προτιμώ να είμαι υποκριτής από το να είμαι ο ίδιος άνθρωπος για πάντα‘.) Όσο διασκεδαστική κι αν ήταν η πορεία τους και ικανοποιητική η επιφοίτησή τους, το γεγονός παραμένει ότι πάνω απ’όλα, το Beastie Boys Story είναι 105 λεπτά με δύο φίλους που τους λείπει αφόρητα ο τρίτος.
Το ότι ο Κρις Χέμσγουορθ έχει την εμφάνιση που έχει είναι δίκοπο μαχαίρι: από τη μια του εξασφαλίζει μια υγιέστατη καριέρα στο Χόλιγουντ ως κατόχου «όλου του πακέτου», από την άλλη τον περιορίζει σε ρόλους action star ενώ το πραγματικό του κάλεσμα, αν μας επιτρέπει, είναι η κωμωδία, όπως άφησαν να εννοηθεί ο γραμματέας που υποδύθηκε στο γυναικείο Ghostbusters και φυσικά ο Fat Thor. Μέχρι να το παραδεχτεί, θα πρέπει να υποστούμε ταινίες σαν το Tάιλερ Ρέικ: Η Φυγάδευση (Extraction, στο Netflix), μια καταιγιστική περιπέτεια στην οποία ο Χέμσγουορθ είναι Τόσο Σκληρός που κάνει μια βουτιά από ύψος χιλιομέτρων σε μια λίμνη και κάνει διαλογισμό στο βυθό της, γιατί μόνο εκεί μπορεί να βρει την ησυχία του κάποιος που είναι Τόσο Σκληρός. Η αποστολή του ως μισθοφόρου που το μόνο που είναι πιο νεκρό από αυτούς που αφήνει πίσω του είναι η ψυχή του, περιλαμβάνει τη διάσωση του γιου ενός ναρκοβαρόνου του Μπαγκλαντές που έπεσε θύμα απαγωγής από τους εχθρούς του πατέρα του. Σε αυτή τη ζωή, όμως, τίποτα δεν είναι απλό (εκτός από το σενάριο του Extraction, δια χειρός Τζο Ρούσο, που συνυπογράφει και το κόμικ) και η δουλειά στραβώνει γρήγορα: για να ισιώσει, ο Χέμσγουορθ θα χρειαστεί όλα τα πολυβόλα, τα μαχαίρια και τις χειροβομβίδες που μπορεί ρεαλιστικά (ή και όχι) να κουβαλήσουν τα cargo pants ενός ανθρώπου.
Το Extraction αποτελεί την πιο πρόσφατη απόπειρα πρώην κασκαντέρ να κάνει στροφή στη σκηνοθεσία: ο Σαμ Χάργκρεϊβ έχει λαμπρό παρελθόν ως stunt coordinator στο MCU (γι’αυτό κι επελέγη από τον Άντονι Ρούσο, αδερφό του Τζο, που εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού — οι Ρούσο σκηνοθέτησαν τα δύο τελευταία Avengers, καθώς και τα δύο Captain America) κι ακολουθεί τα τελευταία πετυχημένα παραδείγματα του Ντέιβιντ Λιτς και του Τσαντ Στραχέλσκι, που έχουν ανάμεσά τους τα τρία John Wick, το Deadpool 2, το Atomic Blonde και το Hobbs and Shaw. Ο Χάργκρεϊβ επιλέγει μια «χειροποίητη» προσέγγιση στις σκηνές δράσης, που άλλωστε είναι και ο λόγος ύπαρξης της ταινίας, κι αποκτούν έναν πιο gory απ’ό,τι συνήθως χαρακτήρα.
Η μεγαλύτερη προσφορά στο είδος είναι μάλλον μια 12λεπτη σεκάνς αλύπητου κυνηγητού και ξύλου, που όμως διαπράττει το αδίκημα όχι του faux μονοπλάνου (αλά 1917) αλλά του εμφανούς faux μονοπλάνου. Παρόλα αυτά, ευχόμαστε καλή τύχη στον Χάργκρεϊβ στην καινούργια του καριέρα (οι κασκαντέρ είναι σταθερά υποτιμημένος κλάδος στο Χόλιγουντ) κι ελπίζουμε το μέλλον του να περιλαμβάνει κάτι πιο εκλεπτυσμένο από έναν ήρωα που λέγεται Τάιλερ Τσουγκράνα (έτσι μεταφράζεται το rake) και σκοτώνει έναν κακό… με μια τσουγκράνα.