«Ποιός από τους παρακάτω είναι πανταχού παρών;
α) ο Lee Harvey Oswald β) το λόγκο της Coca Cola γ) ο General Melonry δ) το SAMO©».
Aυτό έγραψε ο Jean-Michel Basquiat, στον τοίχο ενός loft όπου ο γνωστός κινηματογραφιστής και ράπερ τότε Michael Holman μαζί με μία γνωστή ομάδα γκραφίτι της Νέας Υόρκης της δεκαετίες του ’70, διοργάνωναν πάρτυ με καλεσμένη την αφρόκρεμα της underground σκηνής της πόλης. Η κίνηση του να γράψει στον τοίχο αυτό το «αίνιγμα» ήταν ο τρόπος του Basquiat να αφήσει με ανοιχτό το στόμα τους θαμώνες, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά ποιός είναι πίσω από το γκραφίτι tag SAMO©, talk of the town ήδη από το 1977, και όχημα με το οποίο εκείνος και ο φίλος του Al Diaz είχαν δημιουργήσει αίσθηση και σούσουρο σε όλη την Νέα Υόρκη υπογράφοντας κοινωνικά συνθήματα, κυνικές ατάκες και μικρά ποιητικά γκραφίτι σε τοίχους, δρόμους και πόρτες κτιρίων στο Μανχάταν. Όλοι το ήξεραν, άλλα κανείς δεν είχε ιδέα για το ποιος είναι πίσω του.
Ήταν 1979. Ο Basquiat ήταν 19 χρονών και συστηνόταν στο κοινό του. Με πατέρα από την Αϊτή και μητέρα από το Πουέρτο Ρίκο, δεν ήξερε ακόμα ότι θα γινόταν ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα και ο πιο ακριβοπουλημένος Αμερικανός Καλλιτέχνης όλων των εποχών.
Ο ίδιος ο κολλητός του, Holman, είχε πει πως ο Basquiat ευτυχώς κατάλαβε νωρίς (στα 17 του) ότι θα είναι λάθος να προσπαθήσει να χωρέσει στις φόρμες που υιοθετεί η κοινωνία. Η κανονικότητα και οι καθαρές γραμμές τον ενοχλούσαν. Έπρεπε να φτιάξει καινούριες, δικές του συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορούσε να δημιουργήσει. Έπρεπε να πάρει τα στοιχεία του Μπρούκλυν της εποχής, την βρωμιά, την έλλειψη χρώματος, τα εγκατελειμένα κτίρια, και να τα μετουσιώσει σε κρυφά μηνύματα στους τοίχους.
Για αρχή, έμαθε που συχνάζει ο Andy Warhol. Τον ακολούθησε ένα απόγευμα στο εστιατόριο που έτρωγε, τον πλησίαζε και του έδωσε μερικές καρτ ποστάλ που είχε σκιτσάρει. Ένας φίλος του Warhol, γνωστός επιμελητής της πόλης, τις χαρακτήρισε «παιδιάστικες και ανώριμες». Ο Warhol όμως κάτι είδε, αγόρασε 2.
Λίγα χρόνια μετά ο Jean-Michel Basquiat ήταν ήδη ένας από τους πιο σημαντικούς αμερικάνους καλλιτέχνες. Μία περίοδο “έβγαινε” και με τον Andy Warhol και με την Madonna. Είχε ασχοληθεί με το βίντεο και τα installations (before it was cool), άλλα και με την μεγάλη του αγάπη, την τζαζ και την ραπ. Η Νέα Υόρκη στα τέλη των 70s ήταν μία πόλη που κάτω από το κατώφλι των γυαλιστερών κτιρίων, των «καλών ημερών» του καπιταλισμού και της καθως πρέπει κουλτούρας της μεσαίας τάξης, έβραζε. Η πανκ και η ντίσκο είχαν κατακτήσει την πόλη, το χιπ χοπ ήταν στα σπάργανα. Κάθε νέος ήθελε να είναι σε μπάντα. Η τέχνη ξερνούσε δημιουργικά ό,τι είχε φάει τόσα χρόνια επί συντηρητικής διακυβέρνησης Nixon και η μαύρη κουλτούρα ήταν ταυτοτικό κομμάτι όλων των εξελίξεων.
Ο Basquiat ονόμασε την μουσική που έπαιζε με την μπάντα του, “ignorant”. Σήμαινε cool με τον ίδιο τρόπο που το «κακό» μπορεί να σημαίνει «καλό». Ήταν συνήθειο της μαύρης slang να χρησιμοποιούν αρνητικά ή υποτιμητικά νοήματα για να περιγράψουν κάτι γοητευτικό και όμορφο. Η μαύρη κοινότητα ζούσε στην σκιά της πόλης, δούλευε και δημιουργούσε απομονωμένη από τα υπόλοιπα ανθηρά προάστια, κάπως έτσι δαιμονοποιήθηκε και πολλές φορές ποινικοποιήθηκε.
Βαθιά επηρεασμένος από αυτό, ο Basquiat χρησιμοποιούσε το “ignorant” με σεβασμό. Αυτός ο όρος αντικατόπτριζε όλο τον κοινωνικό αποκλεισμό που έφερε στις πλάτες του εκείνος και οι γειτονιές στις οποίες μεγάλωσε. Αυτός ο όρος σηματοδότησε τον πυρήνα της οπτικής του. Η ποινικοποίηση του underground, η κατηγορία δηλαδή πως ό,τι κάνει είναι λάθος για την κοινωνία, θα έπρεπε να θεωρείται απόβλητο. Όμως ο Basquiat, εννοούσε το ακριβώς αντίθετο. Η αντίθεση του “Ignorant” σήμαινε, «αυτό που δεν θα έπρεπε να λειτουργεί, άλλα όμως λειτουργεί». Κόντρα στην απομόνωση, την σκιά και τον αποκλεισμό, λειτουργεί.
O Basquiat, στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης, ένιωθε την ανάγκη να φτιάξει την ομορφιά μέσα από την ασχήμια και το χάος. Η παιδιάστικη αισθητική του, ήταν πολύ πιο βαθιά. Η ιστορία της πόλης του, των αφροαμερικάνων που έχτισαν τις ΗΠΑ, της καταστολής του λευκού κράτους, η αρχαία ιστορία και αναφορές σε θρησκευτικά ερωτήματα -χωρίς να είναι θρήσκος- είναι όλα ψηφίδες του έργου του. Όλα υπό την μορφή διλημμάτων, αντιθέσεων που σήμερα κάποιοι θα βάφτιζαν λαικισμό. Αστοί εναντίον εργατών, ασυδοσία κόντρα στην φτώχεια, ενσωμάτωση και αποκλεισμός. Η διαρκής θέση του να αντικατοπτρίζεται η πολεμική ενάντια στην αποικειοκρατία και η συμπάθειά του στην ταξική πάλη όπως την βίωνε η ίδια του η τάξη, δεν σταμάτησε ποτέ.
Το 1985, ο ίδιος ο Warhol πρότεινει στον 25χρονο Basquiat να κάνουν κοινή έκθεση με πίνακές τους, όπερ και εγένετο. Ο Basquiat ήταν ήδη στην κορυφή κι ένα χρόνο μετά θα έφευγε από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Φέτος, 30 χρόνια από τον θάνατό του, το Barbican και μαζί η βρετανική εικαστική σκηνή, αποφάσισαν να αποτίσουν φόρο τιμής στον Basquiat διοργανώνοντας μεγάλη έκθεση με έργα του, βίντεο installations του, ντοκιμαντέρ και φυσικά πίνακες και γκραφίτι. Το ερώτημα γιατί οι Βρετανοί άργησαν τόσο πολύ να τον αναγνωρίσουν, έχει απάντηση. Για την Βρετανική εικαστική ελίτ την δεκαετία του 70 και του 80, ότιδήποτε είχε σχέση με γραφικές τέχνες, κουλτούρα του δρόμου και αιρετικά κρυφά μηνύματα, ήταν σχεδόν απαγορευτικό. Η ίδια η Ευρώπη, καθήμενη στις περγαμηνές της αναγέννησης, δεν είχε χώρο για νέες μορφές και κόνσεπτ.
Ο ίδιος ο Banksy, εκφράζοντας αυτή την δυσφορία λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της έκθεσης είχε τρέξει σε έναν τοίχο δίπλα στο Barbican και είχε κάνει ένα γκραφίτι με τον Basquiat και βρετανούς αστυνομικούς να τον ανακρίνουν. Ίσως θυμάται ακόμα Ευρωπαίους κριτικούς της εποχής να γράφουν ότι η τέχνη του Basquiat είναι κάτι «που ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να κάνει».
Χα. Ο Warhol, o Pollock και ο Keith Haring, σίγουρα θα γελούν από κάπου μακριά.