14L1015738

Αν δώσεις σε οποιοδήποτε έμπειρο κιθαρίστα μια ακουστική κιθάρα, δεν θα σου παίξει αμέσως κάτι. Σε πρώτη φάση, για πάρτη του και μόνο, θα αφουγκραστεί τον γρατζούνισμα της πένας, το γλυκό τρίξιμο όταν το αριστερό χέρι αλλάζει τάστο, το παχύ μπάσο της έκτης. Οι μουσικές του Μπάμπη Παπαδόπουλου, παρ’ ότι δεν στερούνται χαρακτηριστικών ολοκληρωμένου έργου, έχουν ακριβώς αυτό το στοιχείο. Επιπλέον, καταφέρνουν να είναι πειραματικές διατηρώντας μια συναισθηματική ραχοκοκαλιά.

Από τότε που ο Γιάννης Αγγελάκας φώναξε εκείνο το «Έι, τι γίνεται, τελειώσαμε» εν είδει hidden track στο Μέσα στη Νύχτα των Άλλων, όλες οι Τρύπες ακολούθησαν το χωριστό δρόμο τους. Κάποιοι περπάτησαν όπως μπορούσαν, κάποιοι θέλησαν να χαθούν και κάποιοι θριάμβευσαν και παραμένουν συγκινητικοί, ασχέτως αν τον τελευταίο καιρό επαναλαμβάνονται. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος πάντως σήμερα μοιάζει να είναι ο πιο ουσιαστικά ανήσυχος. Ο πιο «καλλιτέχνης». Θεμέλιος λίθος του Βραχνού Προφήτη, ροκάς με φρέσκια και γόνιμη ματιά πάνω στο ρεμπέτικο, άβαντ γκαρντ μετανεωτεριστής δίπλα στον Φλώρο Φλωρίδη και τον Nicky Skopelitis (Well, anything can happen), λέει πάντα κάτι, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει Μουσικός – αγνοώντας ή τέλος πάντων μη επιδιώκοντας να αυξήσει το κοινό του.

Συναντηθήκαμε στο Floral στα Εξάρχεια. Φτάσαμε νωρίτερα και οι δύο, αλλά περιμέναμε ο ένας τον άλλον δεκαπέντε επιπλέον λεπτά, γιατί καθόταν έξω στην πλατεία με γυαλιά ηλίου και καπέλο, χαζεύοντας τα μηχανάκια, τα παιδιά με τα λάπτοπ, τα κύματα μιας ενέργειας που σίγουρα δεν συναντά κάθε μέρα στην Άρτα όπου μένει μόνιμα εδώ και χρόνια. Αφορμή της συνέντευξης, το σάουντρακ για το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη, που κυκλοφορεί σε βινύλιο για λίγους και καλούς. Μιλήσαμε όμως και για τις Τρύπες, παρ’ ότι στην αρχή ήταν ευγενικά απρόθυμος («ε νομίζω τα ‘χουμε πει εκατό φορές»), για την εμπειρία του ως καθηγητής στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου και για το πώς ήταν τέλος πάντων να γυρίζει κανείς την Ελλάδα παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα και ζώντας άνετα απ’ αυτό.

Musician Babis Papadopoulos/

Σε ποιο βαθμό είχατε στο μυαλό σας την υπόθεση του «Μικρού Ψαριού» γράφοντας το σάουντρακ; Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με τον Γιάννη (σ.σ.: Oικονομίδη), μαζί με την πρόταση, μου έκανε και μια περίληψη του σεναρίου. Μου άρεσε πολύ. Σχεδόν αμέσως άρχισα να έχω ιδέες. Συζητούσαμε, βρισκόμασταν, του έδινα ν’ ακούσει ό,τι έκανα. Έτσι γίνονται τα πράγματα, θέλουνε χρόνο.

Μια ακουστική κιθάρα που παίζει μόνη της, μαζί με κάποια εφέ σε ένα-δυο σημεία. Από πού επηρεαστήκατε; Το σάουντρακ του Neil Young στο “Dead Man”, ας πούμε, παρ’ ότι ηλεκτρικό, ήταν μια επιρροή; Τον Neil Young τον γουστάρω χρόνια και το σάουντρακ που λες είναι ένα σημείο αναφοράς γενικώς στη μουσική μας. Αλλά δε νομίζω πως έχει μεγάλη σχέση με αυτό που έκανα εγώ. Δεν θα έλεγα πως επηρεάστηκα από κάπου. Από την ταινία επηρεάστηκα.  Η μουσική ακολουθεί τον ήρωα, τη μοναχικότητά του.

H παραδοσιακή τραγουδοποιία, δηλαδή τα κομμάτια με στίχους, δεν σας ενδιαφέρει; Αυτή την εποχή, όχι. Δεν αφορίζω τίποτα, τα γουστάρω τα τραγούδια. Αν δω μπροστά μου ένα στίχο που θα μ’ αρέσει και θέλω να κάνω κάτι με στίχο, θα το κάνω. Ο ίδιος δε γράφω, αλλά γράφουνε πολλοί, δόξα τω Θεώ (γέλια).

http://youtu.be/KY2QEBCONVs

Να πάμε λίγο πίσω. Γεννιέστε στη Θεσσαλονίκη το ’67 και στα 11 πιάνετε πρώτη φορά κιθάρα. Τι ακούγατε τότε; Ε καλά τώρα, ό,τι ακούσματα μπορεί να έχει ένα παιδί 11 χρονών. Ήθελα να έρθω σε επικοινωνία με το όργανο και γενικώς με τη μουσική. Στη Νεάπολη εκείνη την εποχή υπήρχε μια έξαρση, άνθρωποι που έπαιζαν μουσική, έφτιαχναν γκρουπ… Και είχαμε επικοινωνία. Ζούσαμε πιο πολύ έξω τότε. Δεν υπήρχε η απομόνωση του σπιτιού και του ίντερνετ. Μέσω τις παρέας σου μάθαινες τις καινούριες μουσικές.

Στις Τρύπες μπήκατε πολύ μικρός, στα 17. Θυμάστε πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία; Βέβαια θυμάμαι, ναι. Νοικιάζαμε τότε κάτι παλιά σπιτάκια και τα κάναμε στούντιο και μοιραζόμασταν το ίδιο στούντιο δυο-τρία γκρουπ, μαζί με τα μηχανήματα, για να μας έρχεται φτηνά. Εγώ έπαιζα σε ένα άλλο γκρουπ και μοιράζαμε τις μέρες με Τρύπες, πότε θα πάει ο ένας και πότε ο άλλος. Γνώρισα τον Κώστα Φλωροσκούφη αρχικά. Μετά είχε φύγει από το γκρουπ ο Μιχάλης Κανατίδης, δηλαδή πότε πήγαινε και πότε δεν πήγαινε, οπότε θέλανε κιθαρίστα. Αυτό που στήνανε τα παιδιά τότε ήταν ήδη κάτι ιδιαίτερο, είχε στίχους, είχε νόημα.

Όταν πια γίνατε γνωστοί, στα μέσα των 90’s, πώς ήταν να γυρνάτε την Ελλάδα και να βγάζετε χρήματα παίζοντας ροκ; Σας ρωτάω γιατί υπάρχουν ακόμα χιλιάδες παιδιά στην Ελλάδα που το ονειρεύονται και λίγοι το έζησαν στο βαθμό που το ζήσατε εσείς… Tι να σου πω τώρα… (σαρδόνιο γέλιο πέντε δευτερολέπτων) Το να παίζεις τη μουσική που αγαπάς και να μπορείς να επιβιώνεις, το θεωρώ μεγάλη τύχη. Πολλά παιδιά παιδεύονται. Εμάς μας πήρε κοντά δέκα χρόνια για να το καταφέρουμε. Έπαιζα κιθάρα σε ρεμπετάδικα, ο Γιάννης (σ.σ.: Aγγελάκας) δούλευε DJ, οι άλλοι πρωινές δουλειές… Ο καθένας ό,τι μπορούσε. Αλλά γι’ αυτό που με ρωτάς, εμείς δεν είχαμε κάποιο στόχο, ούτε καν το σκεφτόμασταν εκείνη την εποχή. Θεωρούσαμε δεδομένο ότι δεν θα ζήσουμε απ’ αυτό το πράγμα.

Όταν πια το καταφέρατε, πώς ήταν; Συνέβη με τόσο κόπο, με τόση προσπάθεια, με τόση δουλειά… Οπότε το είδαμε σαν δικαίωση. Είπαμε «εντάξει, μπορούμε και να ζήσουμε απ’ αυτό, γιατί όχι;». Το δύσκολο είναι όταν ξεκινάς μ’ αυτή την προοπτική. Όταν ο στόχος είναι η επιτυχία. Εμάς ο στόχος μας ήταν να εκφραστούμε και να συντηρήσουμε αυτή τη σχέση που είχαμε μεταξύ μας και με τους φίλους μας και με το κοινό.

14L1015722

Στο Μέσα στη Νύχτα των Άλλων, έναν μάλλον φορτισμένο συναισθηματικά δίσκο, αρχίζει νομίζω να διακρίνεται το προσωπικό ύφος που κατακτήσατε αργότερα στο Βραχνό Προφήτη, όπου κάνατε την ενορχήστρωση… Δεν ξέρω. Δε μπορώ να βάλω σταθμούς. Νομίζω πως από δίσκο σε δίσκο προχωρούσε το πράγμα από τη δικιά μου την πλευρά, κιθαριστικά δηλαδή. Υπάρχει μια σταθερή, φυσιολογική εξέλιξη. Όσο περνούσαν τα χρόνια μάθαινα – κι ακόμα μαθαίνω. Η περίοδος μάθησης είναι όλη η ζωή.

Οι πινελιές βρώμικης ηλεκτρικής κιθάρας σε λαϊκό πίνακα που ακούμε στο Βραχνό Προφήτη ήταν μια κατάκτηση για την ελληνική μουσική. Πώς είχατε δουλέψει τότε; Στην ουσία προσπάθησα να εντάξω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Να μπω στα κομμάτια του Θανάση (σ.σ.: Παπακωνσταντίνου) που δεν ήταν αυτό που είχα συνηθίσει ως τότε, χωρίς να κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που κάνω. Να τα ανακατασκευάσω με τη δική μου αισθητική, με τη δική μου ματιά. Τα κομμάτια ήταν απ’ τα πιο ωραία που έχει γράψει, με συγκίνησαν, τα αγάπησα και τα προσέγγισα σαν δικιά μου μουσική. Ο Θανάσης από την πλευρά του ήταν πολύ ανοιχτός και νομίζω πως γι’ αυτό απευθύνθηκε σε ‘μένα. Για να γίνει αυτό που έγινε.

Στους προσωπικούς σας δίσκους, Σκηνές από ένα ταξίδι και Απ’ τη σπηλιά του δράκου, επιχειρήσατε κάτι διαφορετικό, πιο ήπιο και αμιγώς ορχηστρικό. Υπήρξε ο φόβος ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να μην έχει απήχηση; Σαφώς. Δεν έτρεφα αυταπάτες ότι θα γίνει χαμός. Είναι γνωστή η κατάσταση, ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη μουσική χωρίς λόγια. Το τραγούδι είναι πιο λαϊκό, έχει μια αμεσότητα. Απ’ την άλλη, δεν μπορούμε να λειτουργούμε έτσι. Ο μουσικός που σκέφτεται τι απήχηση θα ‘χει αυτό που κάνει, έχει χάσει ένα σοβαρό μέρος από τη δουλειά του. Γιατί βάζει φραγμούς στον ίδιο του τον εαυτό. Κάνουμε μουσική για να εκφραστούμε απόλυτα, 100%. Αν είναι να κόβεις αποδώ και να κόβεις αποκεί, καλύτερα κάνε κάτι άλλο.

http://youtu.be/sZ2uJCGFnLY

Όλοι οι ροκάδες του ντουνιά θα σου πουν ότι εκτιμούν το ρεμπέτικο. Παρ’ όλ’ αυτά, δε σας λείπει ο παλμός μιας μεγάλης ροκ συναυλίας, εσάς που κάποτε παίξατε το ριφ του «Εδώ» μπροστά σε χιλιάδες πιτσιρίκια; Δε μου λείπει. Όχι ότι δε μου αρέσει, αλλά το ‘χω κάνει, το ‘χω ζήσει. Είναι μια πεπατημένη και έχω φτάσει σ’ ένα σημείο που δε θέλω να κάνω πια υποχωρήσεις. Αν θελήσω να παίξω ροκ με μια μεγάλη μπάντα, θα το κάνω. Όχι όμως με τον ίδιο τρόπο. Δε μπορώ να βγω και να παίξω όπως έπαιζα όταν ήμουν 20 χρονών. Είμαι αυτός που είμαι, έχω περάσει αυτά που έχω περάσει, έχω ακόμα την όρεξη για άλλα πράγματα και προτιμώ ν’ ακούω το ένστικτό μου. Το ρεμπέτικο που λες πάντως, δεν το ανακαλύπτουν μόνο οι ροκάδες. Είναι μια μουσική κλασική πια. Είναι η μουσική ιστορία του τόπου μας.

Από το 2005 διδάσκετε στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου. Τι εμπειρίες έχετε από εκεί; Ξέρω ‘γω… Αυτά δε λέγονται με δυο κουβέντες… Εγώ ανήκω στο εργαστηριακό προσωπικό και κάνω μαθήματα κιθάρας και μουσικών συνόλων. Το τμήμα αντιμετωπίζει τη μουσική σαν μουσική, χωρίς φραγμούς και απαγορεύσεις. Και νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Να μη βλέπεις τη μουσική αποκομμένη, να μην ακούς ένα είδος κλπ. Η μουσική υπάρχει εδώ και αιώνες, εκφράζονται άνθρωποι, επικοινωνούν, είναι μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας…

Έχω την αίσθηση ότι ο πιο ταλαντούχος νεαρός κιθαρίστας σήμερα βρίσκεται γαντζωμένος σε κάποια πίστα… Θα σου πω αυτό που σου ‘πα και πριν: Όταν είσαι μουσικός και ξεκινάς με την προοπτική να βγάλεις λεφτά, να γίνεις πετυχημένος, να «φτάσεις», εκεί θα οδηγηθείς. Τα λεφτά, τουλάχιστον αυτά τα χρόνια, βγαίνουν με συγκεκριμένο τρόπο: πρέπει κάτι ν’ αφήσεις στην άκρη. Αυτό θα κάνεις αν θες να βγάλεις λεφτά. Αφού θέλεις λεφτά… (τονίζει το «φτ», σκέφτεται μάλλον πόσο χαζή είναι η λέξη ή πως είναι απλά μια λέξη και σκάει στα γέλια)

14L1015731

Εσείς βγάλατε; Όχι. Απλώς κάποιες εποχές ήταν καλύτερα, μπορούσαμε και ζούσαμε, κάναμε και κανένα ταξίδι, αυτά. Εντάξει, εμένα μου αρκεί να κάνω τα πράγματα που αγαπάω και να ζω αξιοπρεπώς. Βέβαια επειδή όλοι αυτό το «αξιοπρεπώς» λένε, εγώ με το «αξιοπρεπώς» εννοώ να συντηρώ ένα σπίτι, να ζω την καθημερινότητά μου και να παίζω μουσική. Όσο μπορώ και τα κάνω αυτά, είμαι ΟΚ.

Άλλαζε η ζωή σας όταν έρχονταν λεφτά; Νομίζω πως όχι. Τους ίδιους φίλους είχα, τα ίδια πράγματα έκανα. Άλλωστε ακόμα και τις περιόδους που οι Τρύπες γνώρισαν επιτυχία, δεν φτάσαμε σε κασέ άλλων καλλιτεχνών. Ήμασταν πετυχημένοι στο επίπεδο μιας ροκ μπάντας. Για εφτά-οχτώ χρόνια.

Στην Άρτα πώς είναι η ζωή; Εκμεταλλεύομαι το χρόνο για να δουλεύω. Δε χάνω χρόνο για μετακινήσεις, είναι όλα δίπλα. Και αυτό ενισχύει και τις σχέσεις. Έχει το μείον ότι για οτιδήποτε χρειαστώ πρέπει να ταξιδέψω, αλλά όπου κι αν ζεις κάτι κερδίζεις-κάτι χάνεις. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα πάω εκεί, πήγα για το ΤΕΙ. Μπορεί κάποια στιγμή να φύγω.

Οικογένεια κάνατε; Όχι.

Οπότε είναι πιο εύκολο το να ζείτε έτσι λίγο πιο «χύμα»… Εντάξει δε θεωρώ ότι ζω χύμα, πια. Ζω μια πολύ κανονική ζωή.

Ζήσατε χύμα; Δεν ξέρω τι εννοείς με το «χύμα».

Το να μην ξέρεις πού θα κοιμηθείς αύριο το βράδυ, ας πούμε… Όχι, εντάξει. Αυτό που λένε «στο δρόμο», όχι. Έζησα αυτά που έζησα και αισθανόμουν πάντα ωραία με ό,τι έκανα, αυτό έχει σημασία. Όλα τ’ άλλα…

Όταν ακούτε σ’ ένα μπαρ το «Ταξιδιάρα ψυχή» ή το «Δε χωράς πουθενά», πώς νιώθετε; Εξαρτάται απ’ τη μέρα. Άλλες φορές συγκινούμαι, γουστάρω, άλλες φορές μ’ ενοχλεί, άλλες μου είναι αδιάφορο. Εντάξει, σίγουρα είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Δεν μπορώ να τα αρνηθώ, να τα σβήσω. Γιατί τα ‘ζησα κι εγώ όπως τα ζήσανε και όλοι όσοι τ’ ακούσανε.

INFO

To σάουντρακ για το Μικρό Ψάρι κυκλοφορεί σε βινύλιο από τη Feelgood. Η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 27/4. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος θα εμφανιστεί με acoustic set στις 10/4 στο Κοοkοο (Ιάκχου 17, Γκάζι).