Σε μια κινηματογραφική εβδομάδα που θυμίζει παλιές καλές (;) εποχές σε όγκο κυκλοφοριών, παρατηρούμε την πρώτη φετινή επιστροφή του κλασικού κινηματογραφικού είδους Καλό Για Θερινό με τους Μεταφραστές (δεν σας έπεισε ο Άλεξ Λόθερ;), ενώ τη γαλλική σημαία κρατούν ψηλά το faux ρομαντικό Μόνοι Στο Παρίσι, το παραλίγο soundtrack της Έλλης Κοκκίνου Ραντεβού με τους Μαλάουα, και η επανέκδοση της Περιφρόνησης του Ζαν Λικ Γκοντάρ (με την αλάνθαστη συνταγή ψυχανάλυσης: Μεσόγειος, Οδύσσεια + Μπριζίτ Μπαρντό).
Το τοπίο συμπληρώνουν Η Καλοσύνη των Ξένων της Λόνε Σέρφιγκ (Μια Ημέρα, Μια Κάποια Εκπαίδευση) και η καλύτερη ταινία της εβδομάδας, του μήνα κ.ο.κ.: η επανέκδοση του Αυτοί οι Τρελοί, Τρελοί Παραγωγοί του Μελ Μπρουκς για ένα singalong του “Springtime For Hitler” στο θερινό της γειτονιάς (ελπίζουμε οι γείτονες να έχουν χιούμορ).
Παρακάτω, οι κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές της εβδομάδας για κινηματογραφική έξοδο ή/και home entertainment:
Ένα για σινεμά
Πότε θα περάσει καλά η Ελάιζα Σκάνλεν;
Στις πρόσφατες Μικρές Κυρίες, η ανερχόμενη ηθοποιός υποδύθηκε τη φιλάσθενη Μεγκ που ράγισε καρδιές με τον πρόωρο χαμό της. Στα τηλεοπτικά Αιχμηρά Αντικείμενα, ήταν η ατίθαση Άμμα που όμως άφηνε τη μητέρα της να τη δηλητηριάζει (κι έκανε και μερικά πολύ άσχημα πράγματα που δεν πρέπει να αναφερθούν ποτέ ξανά). Το κακό τριτώνει στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Αυστραλής Σάνον Μέρφι, Babyteeth, στο οποίο η Σκάνλεν παίζει την 16χρονη Μίλα, που πάσχει από καρκίνο και προσπαθεί να χωρέσει τις εμπειρίες μιας ζωής στο λίγο χρόνο που της έχει απομείνει. Οι έφηβοι που πεθαίνουν στο σινεμά δεν είναι καινούργιο φαινόμενο (από το West Side Story μέχρι το Remember Me, τους έχουν βρει διάφορες τραγωδίες), αλλά τα τελευταία χρόνια οι νεανικές ταινίες με καταραμένα από την επάρατη νόσο ρομάντζα έχουν δημιουργήσει δική τους κλίκα, με σημαίες Το Λάθος Αστέρι και το Me And Earl And The Dying Girl (ή, αν βλέπετε μόνο Netflix, το Hope Springs Eternal). Η ταινία της Μέρφι, που βασίζεται στο θεατρικό της Ρίτα Καλνετζέις, η οποία υπογράφει και τη σεναριακή μεταφορά, ξεφεύγει με αποφασιστικότητα από την παραδοσιακή δακρύβρεχτη οδό (τουλάχιστον όσο αντέχει στη γενναιόδωρη διάρκειά του), όμως χάνοντας, όπως και η ηρωίδα της, αρκετά την ισορροπία της στην πορεία.
Η Μίλα γνωρίζει και ερωτεύεται τον 23χρονο Μόουζες (ο Τόμπι Γουάλας βραβεύτηκε για την ερμηνεία του στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας), του οποίου τα τατουάζ στο πρόσωπο, η ηλικία και η χρήση και διακίνηση ναρκωτικών αποτελούν κακά νέα για τους γονείς της (Μπεν Μέντελσον και Έσι Ντέιβις). Αρχικά κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν μακριά της, αλλά συνειδητοποιώντας την ανάγκη της κόρης τους να ζήσει τον πρώτο της έρωτα με την ένταση της γνώσης ότι είναι και ο τελευταίος, τον δέχονται στη ζωή και το σπίτι τους, με τον ψυχίατρο πατέρα να του προμηθεύει τις ουσίες που θα τον κρατήσουν κοντά της. Σταθερή είναι η ροή των χαπιών και για την απελπισμένη σύζυγό του, σε ένα από τα λιγοστά κλισέ της ταινίας, μαζί με την απιστία και τη “Λυτρωτική Σκηνή Χορού Mε Indie Pop Soundtrack” (εδώ η μπάντα είναι οι tUnE-yArDs).
H Μέρφι, με προηγούμενη θητεία στη σειρά Killing Eve, αντιμετωπίζει την καθημερινότητα της ζωής της Μίλα σαν μια σειρά από αναμνήσεις, ασύνδετες, ελεύθερες κι άνισης βαρύτητας, τονίζοντας την αποσπασματική φύση της αφήγησης με το χωρισμό της σε πολλαπλά κεφάλαια. Όταν δεν χαλαρώνει την κάμερά της, φροντίζει να ρίχνει το βάρος στις δυνατές ερμηνείες των 4 βασικών πρωταγωνιστών, αλλά ειδικά στην αρχή της ταινίας δεν απομακρύνεται από τις θεατρικές ρίζες του έργου. Παρά τις καλές του προθέσεις, βέβαια, το Babyteeth αποπνέει μια μπουρζουά αποστασιοποίηση, ενώ αγωνιά τόσο να μην πέσει στην παγίδα της προκάτ μιζέριας που καταλήγει να κάνει την Μίλα αίνιγμα ρίχνοντας μια σκιά και στους γύρω της. Όμως σώζεται από το πείσμα του να προτάξει την ελεύθερη βούληση και τον αυθορμητισμό σαν μοναδικές αντιστάσεις ενάντια στο τέλος μιας σύντομης ζωής.
Και η Ελάιζα Σκάνλεν ελπίζουμε να περάσει καλά στην επόμενη ταινία της.
Ένα για streaming
Mε τις κινηματογραφικές αίθουσες να φυτοζωούν, πολλές από τις καλύτερες ταινίες της φετινής χρονιάς κρύβονται στις ψηφιακές πλατφόρμες, από τα φεστιβαλικά Bad Education και Never Rarely Sometimes Always μέχρι το Blow The Man Down και το ιδανικό καλοκαιρινό θρίλερ The Wretched.
Στη λίστα έρχεται να προστεθεί το The Vast Of Night, εντυπωσιακό-αν-και-low-budget ντεμπούτο επιστημονικής φαντασίας που ζει κι αναπνέει στο σύμπαν της Ζώνης του Λυκόφωτος, των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου και του ραδιοφωνικού Πολέμου των Κόσμων του Όρσον Γουέλς, μετασχηματίζοντας τη ρετρολαγνεία της εποχής μας σε πλήρη ψυχροπολεμική παράνοια. Οι συγγένειες της ταινίας του Άντριου Πάτερσον δεν σταματούν στο προαναφερθέν κλασικό τρίο μυστηρίου και εξωγήινης εισβολής: με την small-town απειλητική της ατμόσφαιρα, αλλά και την έμφασή της στο διάλογο, είναι σαν να ζωντάνεψε η πόλη του Welcome To Night Vale, του πετυχημένου podcast μυθοπλασίας, βγαλμένου από το DNA του Twin Peaks.
Όμως τα podcasts είναι το τελευταίο πράγμα που έχει στο μυαλό της μια ταινία σαν το The Vast Of Night: είναι πιστό (κι αυτοαναφορικό) στην αγία τριάδα του σινεμά, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Ξεκινά με την κάμερα να πλησιάζει σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, τη στιγμή που ο τίτλος “Paradox Theatre” αναγγέλλει την έναρξη ενός επεισοδίου με τίτλο “The Vast Οf Night”. Για λίγο, γίνεται ένα με την κάρτα και αμέσως μετά έχει εισχωρήσει στο τηλεοπτικό σύμπαν, σαν μεταφυσικό Pleasantville. Εκεί, σε μια παραδοσιακά αμερικάνικη κωμόπολη της δεκαετίας του ’50, μια τηλεφωνήτρια (Σιέρα Μακόρμικ) κι ένας ραδιοφωνικός παραγωγός (Τζέικ Χόρογουιτς) ανακαλύπτουν μια περίεργη συχνότητα που δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την προέλευσή της, την ώρα που φώτα στον ουρανό συμβάλλουν στο κλίμα πανικού που σιγοβράζει αυτή τη μοιραία βραδιά. Οι δύο vintage Μόλντερ και Σκάλι είναι αποφασισμένοι να κυνηγήσουν όποια αλήθεια βρίσκεται εκεί έξω.
Με τα περιορισμένα μέσα που εμφανώς έχει στη διάθεσή του ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, απογειώνει μια σχετικά συγκρατημένη ιδέα με στυλ και ευρηματικότητα (ένα μονοπλάνο στη νυχτερινή πόλη είναι ιδιαίτερο highlight). Ταυτόχρονα, η παρέλαση αναφορών που αναπόφευκτα συνοδεύει το The Vast Of Night και μπορεί εύλογα να προκαλέσει καχυποψία, δεν συνεπάγεται αποθέωση της νοσταλγίας. Οι ήρωες μιλούν μοντέρνα – κι ασταμάτητα. Αποφεύγοντας για μεγάλο διάστημα να μεταφέρει τη δράση εκτός των ακουστικών των δύο πρωταγωνιστών, ο Πάτερσον ρισκάρει με την στατικότητα αλλά χτίζει την ανυπομονησία μέχρι το νοκ άουτ του φινάλε, που κουβαλά πολύ περισσότερη δύναμη από αυτή που μας είχε προετοιμάσει η ταινία ως τότε.
Και κάπου εκεί πέφτουν οι τίτλοι τέλους του “Paradox Theatre”…