Τα σενάρια δεν πέφτουν από τον ουρανό. Ξεκινούν από μια ιδέα αλλά συχνά θέλουν χρόνο για να φτάσουν στο χαρτί κι ακόμη περισσότερο χρόνο για να γίνουν ταινίες. Το «Καμμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» είχε ακριβώς αυτή την τύχη. Ήταν το πρώτο σενάριο που έγραψα αλλά όταν το τελείωσα, κατάλαβα ότι έπρεπε να το βάλω στο συρτάρι. Ήμουν αναγκασμένος να ξεκινήσω με μια ταινία λιγώτερο απαιτητική σαν παραγωγή κι έτσι ο Διάβολος μπήκε υπομονετικά στην άκρη μέχρι να έρθει η ώρα του. Και πράγματι, η ώρα του δεν άργησε.
Τα εμπόδια που τον κρατούσαν στο χαρτί είχαν πια ξεπεραστεί, και ξεκινούσα να του δώσω σάρκα και αίμα, όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με το μεγάλο ερώτημα. Ποιοι θα έπαιζαν; Και κυρίως, ποια θα έβαζα στον κεντρικό ρόλο της Ευρυδίκης αφού η ιστορία ήταν μια σύγχρονη μεταφορά του γνωστού μύθου; Ποια θα ήταν αυτή η ηθοποιός που θα ενσάρκωνε μια ηρωίδα κλασσική αλλά και τελείως σύγχρονη; Μια ηρωίδα απόλυτα ερωτικη και ταυτόγχρονα ανυπότακτη; Ένα πρόσωπο γήινο και μαζί άπιαστο;
Καμμιά από τις νέες ηθοποιούς που ήξερα δεν ταίριαζε για τον ρόλο, όπως τον είχα στο μυαλό μου. Έτσι, αποφάσισα να κάνω οντισιόν κυρίως για τον βασικό γυναικείο ρόλο αλλά και για τους υπόλοιπους, αφού το σενάριο είχε μια μεγάλη πινακοθήκη χαρακτήρων. Οι ανοιχτές ακροάσεις για ταινίες ήταν εξαιρετικά σπάνιες εκείνη την εποχή. Σε συνδυασμό με τον μύθο που είχε ήδη δημιουργήσει το «Αντίο Βερολίνο», η οντισιόν έγινε κάτι σαν μαστ για τους νέους ηθοποιούς και η προσέλευση ήταν απίστευτη.
Ο χώρος που θα γινόταν η οντισιόν ήταν πολύ απλά το σπίτι μου γιατί εκεί ήταν και το γραφείο μου. Έμενα σ’ ένα παλιό διώροφο, ακριβώς πάνω από το Γαλλικό Ινστιτούτο, προς το τέρμα της Σίνα. Το σπίτι ήταν στην ανηφόρα μπροστά σε πεζόδρομο με σκαλιά. Έτσι ο δρόμος έγινε άνετα ο χώρος αναμονής κι ο κόσμος απλώθηκε παντού.
Η οντισιόν θα κρατούσε κάποιες ώρες αλλά πολλοί άρχισαν να μαζεύονται από νωρίς. Φαντάζομαι την έκπληξη τους όταν έμπαιναν σ’ ένα χωλ με χοντρούς ροζ τοίχους και μόνο έπιπλο ένα γραφείο τόσο βαρύ, που άνετα χόρευες πάνω του. Ο κυρίως χώρος ήταν το ίδο ροζ και άδειος, μ’ έναν πράσινο παλιό καναπέ σαν μόνη επίπλωση μαζί με μια μικρή φορητή λευκή τηλεόραση, φυσικά ασπρόμαυρη. Στον ένα τοίχο δέσποζε μια τεράστια αφίσα της Μάρλεν Ντήτριχ και πάνω από τον καναπέ ο Άντυ Γουόρχωλ σ’ ένα μεγάλο δικό μου κολάζ.
Παρά τον συνωστισμό και το χαοτικό κλίμα, ή αίσθηση του να γνωρίζεις τόσα πρόσωπα και ν’ ακούς τις ιστορίες τους, ήταν ερεθιστική. Εξ άλλου ήταν μια καινούργια εμπειρία και για μένα. Όταν όμως η οντισιόν τελείωσε και με την ένταση ακόμη νωπή κάθισα να κάνω τον απολογισμό της ημέρας, συνειδητοποίησα ότι ήμουν με άδεια χέρια. Αυτό που έψαχνα δεν το είχα βρει.
Αν με άκουγε κάποιος εκείνο το βράδυ ίσως απορούσε με την απογοήτευση μου, αφού λίγες ώρες νωρίτερα, από το σπίτι με τους ροζ τοίχους, είχαν περάσει πολλές νέες, γοητευτικές ηθοποιοί, σίγουρες αυριανές πρωταγωνίστριες. Και πράγματι, μόλις ένα με δύο χρόνια αργότερα, αρκετές από τις άγνωστες της οντισιόν είχαν γίνει οι μεγαλύτερες σταρ της τηλεόρασης. Όμως εγώ εκείνο το βράδυ, ήμουν σε αδιέξοδο. Στόχος μου ήταν να κάνω μια ταινία απόλυτα κλασσική, εξωπραγματική για τα ελληνικά δεδομένα, που ταυτόχρονα όμως θα ανέτρεπε όλα τα κλισέ του κλασσικού. Δεν με ενδιέφεραν πρόσωπα τηλεοπτικού ύφους. Ήθελα ένα πρόσωπο γοητευτικό αλλά και ιδιαίτερο, ένα πρόσωπο που αν το αντίκρυζα ήξερα ότι θα το αναγνώριζα αμέσως. Τότε, ένας φίλος ηθοποιός που μόλις είχε τελειώσει τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, μου μίλησε για μια συμμαθήτρια του.
Την επόμενη μέρα, μπήκε στο άδειο ροζ σαλόνι, μια ξανθιά με σκούρα μάτια, χοντρά ψηλά τακούνια, φαγωμένα νύχια και αυτοσχέδια βραχιόλια στους καρπούς. Με το που την είδα, κατάλαβα ότι ήταν αυτή που έψαχνα. Είχε πάνω της ένα περίεργο συνδυασμό από τον αέρα μιας σταρ και μαζί ήταν η απόλυτη αντιστάρ. Είχε λάμψη αλλά και κάτι σκοτεινό. Της μίλησα λίγο για την ταινία και τον ρόλο. Συνενοηθήκαμε σχεδόν αμέσως. Την έλεγαν Λένα Κιτσοπούλου.
Ωστόσο τα προβλήματα μου δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ποιος θα ήταν ο παρτενέρ της; Η αντίδραση μου για εύκολες λύσεις και γνωστά πρόσωπα με οδηγούσε σε συνεχές ψάξιμο και παρέτεινε την αγωνία. Ένας νέος ηθοποιός, που είχα ξεχωρίσει στην οντισιόν, με κάλεσε στις εξετάσεις του στο Εθνικό. Πήγα γεμάτος προσμονή και πράγματι έμεινα άναυδος να τον παρακολουθώ πάνω στη σκηνή. Δυο μέρες αργότερα τον έφερα για πρόβα με τη Λένα. Ήταν η απόλυτη καταστροφή. Τίποτε δεν λειτουργούσε. Καμμιά χημεία. Συνέχισα να πειραματίζομαι ψάχνοντας σε άγνωστα, γνωστά, η και σε λιγώτερο προφανή πρόσωπα. Η μια αποτυχία ακολουθούσε την άλλη. Αναγκάστηκα να αναβάλλω συνεχώς τα γυρίσματα. Η Λένα είχε θορυβηθεί.
-Θα την κάνουμε τελικά αυτή την ταινία; με ρώτησε μια μέρα.
Τότε, μια αποκάλυψη μου έγινε ξαφνικά. Θυμήθηκα το γλυκό πρόσωπο που στεκόταν ακριβώς δίπλα μου, δύο χρόνια νωρίτερα στη φωτογραφία με όλους τους βραβευμένους στη Θεσσαλονίκη. Ο άνθρωπος που έψαχνα ήταν μπροστά μου κι εγώ έκανα κύκλους. Όταν άκουσα τη φωνή του στο τηλέφωνο, ήμουν σίγουρος. Ο παρτενέρ της Ευρυδίκης είχε βρεθεί. Και η χημεία του με την Κιτσοπούλου ήταν απόλυτη.
Αρχίσαμε να δουλεύουμε κάνοντας κάποιες πρόβες πάνω στο σενάριο χωρίς πολλά λόγια, χωρίς πολλές αναλύσεις. Η Λένα ήταν απόλυτα δοσμένη σ’ αυτό που κάναμε. Δεν ήθελε εξηγήσεις. Ακολουθούσε με το ένστικτο. Ήταν τελείως μέσα στο μυαλό μου και συχνά, πήγαινε και πολύ παραπέρα.
Η ταινία ετοιμάστηκε σχεδόν βιαστικά για το φεστιβάλ, έχοντας ήδη μεγάλη δημοσιότητα. Στη Θεσσαλονίκη, η Λένα αν και ήρθε την επομένη της πρεμιέρας, ήταν η μεγάλη αποκάλυψη, η αδιαμφισβήτητη σταρ, το κέντρο του ενδιαφέροντος. Ήταν νέα, άγνωστη, γοητευτική και απόμακρη. Μια μέρα μπήκαμε μαζί σ’ ένα μεγάλο χώρο, όπου γινόταν ένα από τα δείπνα του φεστιβάλ. Ρίξαμε μια ματιά γύρω για να δούμε αν θα καθίσουμε και που.
-The actress! The actress! Άκουσα μια φωνή πίσω μας.
Γύρισα ελαφρά. Η Ωρόρ Κλεμάν, πρωταγωνίστρια στο «Παρίσι Τέξας», έδειχνε εκστατική τη Λένα στην υπόλοιπη κριτική επιτροπή. Εμείς ωστόσο ζούσαμε όλη την κατάσταση σαν σε όνειρο. Λες και δεν είχαμε βγει ακόμη από τα γυρίσματα και την υπνωτική μαγεία τους. Και κάθε βράδυ χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσεως σαν να συνεχίζαμε την μεγάλη σκηνή στο κλαμπ της οδού Ασωμάτων, όπου γίνεται το φινάλε της ταινίας.