Είναι πολλά χρόνια που η μεταφορά λογοτεχνικών έργων στο θέατρο έχει γίνει του συρμού. Δεχόμενοι, ως οφείλουμε, πως στην τέχνη τίποτα δεν απαγορεύεται εκ των προτέρων, δεν έχουμε παρά να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Είναι όμως γνωστό πως κάποια στοιχήματα μοιάζουν εξ αρχής εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να κερδηθούν. Τα μεγάλα, ρηξικέλευθα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα ανήκουν σε αυτές της περιπτώσεις: Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες, ή ο Οδυσσέας (κεφάλαιά του, συνήθως – αλλά και ολόκληρο). Αντίστοιχο μέγεθος για τα ελληνικά γράμματα είναι η τριλογία του Στρατή Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας τοιχογραφίας, του σημαντικότερου ίσως ελληνικού μυθιστορήματος, ένωσε τις δυνάμεις του το Εθνικό Θέατρο με το Θέατρο Τέχνης – λογικό, αν σκεφτεί κανείς την τιτάνια έκταση του εγχειρήματος. Κατά τα φαινόμενα, ο ίδιος πυρήνας ηθοποιών αποφασίστηκε να παίξει και στις τρεις παραστάσεις – μία για το κάθε βιβλίο της τριλογίας: Η Λέσχη, Αριάγνη, Η Νυχτερίδα. Εκείνο που παραμένει απολύτως ακατανόητο είναι το πώς και από ποιον αποφασίζεται κάθε μέρος της τριλογίας να ανέβει από διαφορετικό σκηνοθέτη: Ένας ο συγγραφέας, σχεδόν απαράλλαχτη η ομάδα – παρόλο που δεν διατρέχουν όλοι οι ρόλοι και τα τρία βιβλία – τρεις οι σκηνοθέτες . και μάλιστα, κρίνοντας τουλάχιστον από τη Λέσχη (Έφη Θεοδώρου) και την Αριάγνη (Γιάννης Λεοντάρης) με ριζικά διαφορετική προσέγγιση. Ποιος ο λόγος να είναι οι ίδιοι ηθοποιοί, εφόσον ούτως ή άλλως δεν είναι ενιαία η σκηνοθεσία, η αισθητική, η αφηγηματική γραμμή; Θα μου πείτε – και θα έχετε και δίκιο – πως εδώ ετοιμαζόμαστε να δούμε το καλοκαίρι την Ορέστεια με κάθε μέρος της τριλογίας σκηνοθετημένο από άλλο σκηνοθέτη! Σωστό κι αυτό…
Βλέποντας προς την αρχή της παράστασης τους ηθοποιούς να χορεύουν το κλασικό κομμάτι από το Θίασο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου που προβαλλόταν άλλωστε στο πίσω μέρος της σκηνής κι ακούγοντας το σχόλιο του αφηγητή πως έχει δει την ταινία αρκετές φορές, κι ίσως να είναι πια λίγο ξεπερασμένη, θεώρησα το σχόλιο σαφώς ειρωνικό. Το ζήτημα είναι πως οι φράσεις που ακούς παρακολουθώντας μια παράσταση εκπυρσοκροτούν μέσα στο κεφάλι σου όταν εκείνες θέλουν, τη στιγμή που θεωρούν εκείνες σκόπιμη. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν η εμμονή του Γιάννη Λεοντάρη να οδηγεί τους ηθοποιούς στη σωματοποίηση των προτάσεων του κειμένου, αν αυτή δεν είναι ξεπερασμένη πλέον. Ακόμα περισσότερο: μήπως είναι ξεπερασμένη η εμμονή όχι μόνο του Λεοντάρη, αλλά πολλών γνωστών Ελλήνων, αλλά και ξένων σκηνοθετών, να εφαρμόζουν την ίδια απαράλλαχτη μέθοδο επί όλων ανεξαιρέτως των κειμένων που πέφτουν στα χέρια τους, είτε αυτά είναι επιδεκτικά στη μέθοδο τους είτε όχι; Μήπως σε κάποιες περιπτώσεις ο ένας και συγκεκριμένος τρόπος δουλειάς, αν αγνοεί τις ιδιαιτερότητες κάθε δραματουργίας, κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, εξελίσσεται σε κλίνη του Προκρούστη;
Φυσικά, μια τέτοια γενικευμένη θεώρηση μάλλον αδικεί κι αυτή με τη σειρά της το τελικό αποτέλεσμα. Η αφήγηση της ιστορίας φτάνει καθαρή στην πλατεία, πράγμα όχι αυτονόητο, κι υπάρχουν εικόνες αληθινής εικαστικής ομορφιάς που εντυπώνονται στο μυαλό. Όμως στο υποκριτικό κομμάτι, είναι οι ηθοποιοί που κινούνται την περισσότερη ώρα σε μια οδό μεγαλύτερης ευθύτητας και απλότητας – Παντελής Δεντάκης, Θανάσης Βλαβιανός – που επιτυγχάνουν τα πιο αξιομνημόνευτα αποτελέσματα. Οι υπόλοιποι, είτε συνεχώς είτε κατά διαστήματα, παγιδεύονται από τις οδηγίες σε ολισθηρά μονοπάτια.
Η τριλογία του Τσίρκα, πέρα από την πολύ μεγάλη λογοτεχνική της αξία και την κεφαλαιώδη σημασία της στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, φωτίζει επίσης εκ των έσω μια πλευρά της ιστορίας που παραμένει σχεδόν άγνωστη στους πολλούς ως σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, η εμπλοκή του Εθνικού Θεάτρου στο εγχείρημα έχει σημασία, καθώς μέρος του ρόλου που αυτό καλείται να επιτελέσει είναι και το να γνωρίσει σημαντικά ελληνικά και ξένα κείμενα του δραματολογίου (και όχι μόνο) σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνεται μόνο με το να εξασφαλίζει πως η Κεντρική Σκηνή του κτιρίου Τσίλερ θα παραμείνει χώρος ασφαλής για τους θεατές μεγαλύτερης ηλικίας, προστατευμένος από νεωτερισμούς και πρωτοπορίες. Στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, τουλάχιστον προς το παρόν δύσκολα θα πει κανείς πως έχει επιτύχει να επιτελέσει τον εκπαιδευτικό του ρόλο: Η Λέσχη της Έφης Θεοδώρου κι η Αριάγνη του Γιάννη Λεοντάρη, η μια δίπλα στην άλλη, πέραν των επί μέρους αρετών της κάθε μιας, μάλλον αποπροσανατολιστικά λειτουργούν για το θεατή που δεν γνωρίζει καλά το κείμενο του Τσίρκα. Αναμένουμε να δούμε την τύχη της Νυχτερίδας…