Ωρα του «ταμείου» και για το Φεστιβάλ Επιδαύρου 2019. Καλλιτεχνικού και εισπρακτικού ταμείου. Συνδέονται αυτές οι δύο πτυχές; Και πώς συνδέονται; Αυτό θα αναζητήσουμε.
Καλλιτεχνικά, το Φεστιβάλ Επιδαύρου φέτος έριξε μεγάλο βάρος στην τραγωδία και, σε αντίθεση με το περυσινό, είχε μόλις έναν Αριστοφάνη, τις «Νεφέλες» που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς. Ολες οι παραστάσεις συζητήθηκαν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά. Το μεγαλύτερο debate προκάλεσε ο «Οιδίπους» του Ρόμπερτ Ουίλσον. Το απόλυτο sold out -που ήταν και το μόνο φετινό- έκανε ο άλλος «Οιδίπους», που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνους Μαρκουλάκης, με τον Δημήτρη Λιγνάδη, τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, στον ομώνυμο ρόλο. Ως νέες, ενδιαφέρουσες και σημαντικές προτάσεις συζητήθηκαν ιδιαιτέρως η «Ηλέκτρα/Ορέστης» που σκηνοθέτησε ο Ιβο βαν Χόβε, οι «Νεφέλες» του Δημήτρη Καραντζά, και οι «Ευμενίδες» που σκηνοθέτησε η Γεωργία Μαυραγάνη, στην «Ορέστεια» του Εθνικού Θεάτρου. Με αυτή τη σειρά. Η δεύτερη παράσταση του Εθνικού (και του ΘΟΚ) οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, ήταν ενδιαφέρον κίνητρο για τους θεατρόφιλους ως σπανίως παιζόμενη τραγωδία κατ’ αρχήν. Η παρουσία και η ερμηνεία της Κάθριν Χάντερ στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου ήταν, αναμφίβολα, ένα ξεχωριστό γεγονός. Η ανάθεση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στον Γιάννη Καλαβριανό για να διαχειριστεί την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, είχε το στοίχημα της εμπιστοσύνης στη νεότερη γενιά σκηνοθετών. Με λίγα λόγια όλο το πρόγραμμα των φετινών Επιδαυρίων είχε ενδιαφέρουσες προτάσεις, μεγάλα ξένα ονόματα, εγχειρήματα δόκιμων και δημοφιλών σκηνοθετών (Δημήτρης Καραντζάς, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) ή νεότερων και πρωτοεμφανιζόμενων στην Επίδαυρο (Ιώ Βουλγαράκη, Γιάννης Καλαβριανός, Λίλλυ Μελεμέ), καλούς ηθοποιούς σε καθεμιά από αυτές. Από τις παραστάσεις που έχω δει (είδα τις πέντε από τις οκτώ) ξεχώρισαν οι ερμηνείες της Λυδίας Κονιόρδου στον «Οιδίποδα» του Ρόμπερτ Ουίλσον, της Εύης Σαουλίδου στον «Αγαμέμνονα» της Ιώς Βουλγαράκη, η μικρή αλλά ξεχωριστή ερμηνεία του Θόδωρου Κατσαφάδου στις «Ικέτιδες» του Στάθη Λιβαθινού, ασφαλέστατα η Suliane Brahim ως Ηλέκτρα στην παράσταση του Ιβο βαν Χόβε. Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω κάποιον ηθοποιό στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη και του Δημήτρη Καραντζά, γιατί ήταν όλοι απολαυστικοί. Ειδική μνεία θα κάνω στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον δεύτερο κωμικό ρόλο της καριέρας της και στον νεότερο Γιάννη Κλίνη, την πιο ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς.
Παρ’ όλα αυτά τα φετινά Επιδαύρια δεν πήγαν καλά εισπρακτικά. Επαιξαν ρόλο και οι εκλογές, που επιβάρυναν περισσότερο την παρουσία του Εθνικού Θεάτρου και κυρίως τις «Ικέτιδες» (5 και 6 Ιουλίου). Οι δύο παραστάσεις που «κέρδισαν» την εισπρακτική κούρσα ήταν αυτές που σκηνοθέτησαν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και ο Δημήτρης Καραντζάς, ενώ πολύ καλά πήγε και ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Σταύρου Τσακίρη και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.
«Εκλεισα να δω την Καραμπέτη» μου έλεγε λίγες μέρες πριν τις «Νεφέλες» μια γνωστή. «Μα να έχει τόσο λίγο κόσμο ο Ιβο βαν Χόβε;» αναρωτιόταν μια φανατική θεατρόφιλη, καθώς ανηφορίζαμε την Παρασκευή της πρεμιέρας του στο αρχαίο θέατρο. Δύο διαφορετικές αντιδράσεις του κοινού της Επιδαύρου που δηλώνουν αρκετά πράγματα. Τι είναι όμως το κοινό της Επιδαύρου; Είναι ένα αμιγώς θεατρόφιλο κοινό, εξοικειωμένο με πρωτοποριακές προτάσεις; Σε καμία περίπτωση. Ενα μέρος του ασφαλώς είναι, αλλά οι περισσότεροι απ’ όσους κάθε φορά ταξιδεύουν στο αργολικό θέατρο κινητοποιούνται από διαφορετικά κριτήρια. Ενα θέατρο που χωράει 9.200 θεατές όταν γεμίζει συνομιλεί με την ποπ κουλτούρα του μεγάλου κοινού, η οποία διαμορφώνεται από πολλά. Σημαντικό ρόλο έχει η δημοφιλία του παρουσιαζόμενου έργου και το κύρος του στο συλλογικό ασυνείδητο. Δηλαδή πολύ πιο εύκολα επιλέγει το ευρύ κοινό παραστάσεις όπως ο «Οιδίπους», η «Μήδεια», η «Λυσιστράτη», οι «Ορνιθες» απ’ ό,τι άλλες. Το δεύτερο που κυριαρχεί στο κριτήριο του κοινού είναι τα ονόματα των συντελεστών, και του σκηνοθέτη και των πρωταγωνιστών της κάθε παράστασης, ανεξάρτητα από το είδος της (τραγωδία ή κωμωδία). Ετσι είναι πολύ φυσικό να εμπιστεύονται τη διαδρομή και τη σχέση με το κοινό που έχει χτίσει εδώ και χρόνια ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με τον βασικό χορηγό του θεάτρου, το κοινό της Αθήνας. Με τον ίδιο τρόπο που γεμίζουν για παραπάνω από μία σεζόν τις παραστάσεις του σε αθηναϊκά θέατρα, γέμισαν και την Επίδαυρο. Είναι εξίσου φυσικό να είναι περισσότερο αναγνωρίσιμοι ηθοποιοί όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ή ο Χρήστος Λούλης απ’ ό,τι ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς ή οι σκηνοθέτιδες της «Ορέστειας» του Εθνικού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποθάρρυνε το κοινό και η διάρκεια της παράστασης (4,5 ώρες). Και είναι επίσης φυσικό, στο ευρύ κοινό να μη λέει πολλά πράγματα η θεατρική γλώσσα και η ματιά του Ιβο βαν Χόβε ή του Ρόμπερτ Ουίλσον. Ετσι κι αλλιώς υπάρχει πάντα μια αιωρούμενη καχυποψία (έως δυσανεξία) σε μεγάλη μερίδα του κοινού για τον «ξένο» που θέλει να καταπιαστεί με τα «δικά» μας. Οχι όπως παλαιότερα, ευτυχώς. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, βέβαια, αρνητικό ρόλο έπαιξαν και οι πολύ ακριβές τιμές των εισιτηρίων (για τη μετάκλησή τους συνεργάστηκε ιδιωτική εταιρεία παραγωγής), που εμπόδισε νεότερης γενιάς θεατές να παραβρεθούν.
Ακριβώς επειδή η Επίδαυρος δεν απευθύνεται σ’ ένα αμιγώς θεατρόφιλο κοινό, υπάρχουν περιπτώσεις που η προπώληση εισιτηρίων δεν πάει όσο καλά περιμένουν οι διοργανωτές, αλλά τελικά λειτουργεί η «πόρτα», τα εισιτήρια που κόβονται επί τόπου. Αυτό συνέβη φέτος στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, αλλά και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» με την Κάθριν Χάντερ. Σε τέτοιες περιπτώσεις παίζει ρόλο και η από στόμα σε στόμα διάδοση (ή η από ανάρτηση σε ανάρτηση) για ό,τι έχουν δει οι θεατές της Παρασκευής. Ασφαλώς τα τελευταία χρόνια η Επίδαυρος έγινε ακριβό «σπορ» για το ευρύτερο κοινό. Παρά τα πακέτα προσφορών που γίνονται, είτε από το Φεστιβάλ, είτε από το Εθνικό είτε από ιδιώτες παραγωγούς. Ολο και λιγότεροι συνεχίζουν στις ταβέρνες του Λυγουριού ή της Παλαιάς Επιδαύρου μετά την παράσταση.
Η Επίδαυρος δεν είναι απλώς μια καλή πιάτσα, παρότι τα τελευταία χρόνια λειτουργεί για πολλές παραγωγές ως ενδιάμεσος σταθμών της περιοδείας τους, οπότε χάνεται η μαγεία της πρεμιέρας. Ετσι, για αρκετές παραστάσεις έχουμε ήδη μάθει εντυπώσεις ακόμα κι όταν παρουσιάζονται σε μακρινές πιάτσες. Βέβαια οι παραγωγοί θέλουν να αποσβέσουν τα χρήματα που έβαλαν και η περιοδεία είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος. Είναι κι αυτό μια συνθήκη του σήμερα.
Σε γενικές γραμμές τα φετινά Επιδαύρια είχαν πλούσια «συνταγή» ως προς τον αρχικό σχεδιασμό του προγράμματος. Πάτησε σε πολλά και διαφορετικά κριτήρια, σε πολλές και διαφορετικές καλλιτεχνικές προτάσεις. Για το αποτέλεσμα της κάθε παράστασης ασφαλώς δεν ευθύνεται το Φεστιβάλ Επιδαύρου, που σίγουρα, και ορθώς, είχε στο νου και το εισπρακτικό αποτέλεσμα όταν σχεδίαζε το πρόγραμμα. Το οποίο δεν βγήκε όπως περίμενε. Αλλά η Επίδαυρος είναι… ατίθαση και δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς πώς θα αντιδράσει το κοινό. Μόνο να εικάσει μπορεί, σχεδιάζοντας το πρόγραμμα.