Αν υπάρχει μια περίπτωση ανθρώπου στο ελληνικό τραγούδι που μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει «μια κατηγορία μόνος του» κι αυτός ο χαρακτηρισμός να του ταιριάζει γάντι είναι νομίζω ο Τζίμης Πανούσης. Από τα πρώτα χρόνια μέχρι τις ύστερες μέρες του ο Πανούσης αποτελούσε τον ορισμό του non politically correct καλλιτέχνη, καταφέρνοντας να εξοργίζει ακόμη και παλιότερους ορκισμένους fan του. Ανεξάρτητα, από τις συμπάθειες ή αντιπάθειες που προκαλούσε με τη στάση του, κυρίως το στιχουργικό του έργο, τον κατατάσσει ανάμεσα στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής καθώς έδεσε τον κυνισμό με την τρυφερότητα, την κοινωνική κριτική με την ανυπακοή και την ελευθεριότητα με τον σαρκασμό. Πέντε άνθρωποι από τον χώρο της μουσικής αποτίουν τον δικό τους φόρο τιμής στον Τζιμάκο.
«τι θυμάμαι απ’ τον τζιμάκο της παιδικής/εφηβικής μου ηλικίας (80’ς)
– την πρώτη παράνομη κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών, σοκ για την εφηβική μου πραγματικότητα.
– που τη στήσαμε έξω από την πολυκατοικία ενός φίλου “ερασιτέχνη” στο μπουρνάζι, όπου στο πλυσταριό είχε στήσει τον ερασιτεχνικό σταθμό και εκείνο το βράδυ είχε τον τζιμάκο συνέντευξη.
– το ΚΚΚ (Κέντρο Κουλτούρας και Κατανάλωσης) στη μεσογείων (αργότερα ή νωρίτερα club Hima και πιο μετά αντιπροσωπεία Miele), με απίστευτες παραστάσεις, που τραβιόμασταν τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα, μαθητές τότε, να τον παρακολουθήσουμε.
– Κύτταρο club, σχεδόν βράδυ παρά βράδυ εκεί, με τη φοβερή εκτέλεση του Ένα τραγούδι για το χειμώνα, με την φουσκωτή κούκλα στα γόνατά του.»
«Ο Τζίμης ήταν πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, πραγματική ιδιοφυΐα της κωμωδίας.Έδινε μια ποιητική διάσταση στο stand up, έπαιζε τόσο με τα όρια της γλώσσας που έβγαινες από τα σόου του αποκαθαρμένος, αρκεί να άφηνες τη γλωσσική χειρουργική του να μπει βαθειά μες στην ψυχή σου. Τα μικροαστικά σου εμφυτεύματα, τα λεφτά στις τσέπες σου, οι γελοίες επιρροές σου, οι χαζοπερηφάνειες για τις όποιες διακρίσεις σου, όλα γκρεμίζονταν από το αγκαθένιο χάδι του. Κι όλα αυτά μέσα από έναν ψυχισμό ευγενή και ντροπαλό, που δεν ήξερε στα αλήθεια να διαχειριστεί την οργή και τον πόνο του, σε όλα του τα τραγούδια από κάτω υπάρχει μια βαθειά μελαγχολία μαζί με μια σχεδόν μεταφυσική προσδοκία για επανάσταση. Δεν θα ξεχάσω την αγάπη του για τους φίλους του, με πρώτο και παντοτινό τον Σωτήρη Κακίση, ήταν σαν πρόσωπα του Ηρώνδα οι δυο τους, το πόσο δροσερός και παιχνιδιάρης -και πάντα ήσυχος και γελαστός- ήτανε στις παρέες, στα σινεμά, στα ταξίδια.Έζησα αυτό το φως που έδωσαν στη ζωή του οι τελευταίοι μεγάλοι έρωτες του, η Αθήνα και η Φωτεινή. Και έζησα και την μεγάλη κούραση, τα χτυπήματα και την πάλη με τα σκοτάδια του τα τελευταία χρόνια στη σκηνή. Εμένα οι παραστάσεις του της δεκαετίας του ‘90 μου αλλάξαν τη ζωή.Και η γενιά μου έχει φορέσει στα μαλλιά της το αγκάθινο στεφάνι του.»
«Απέραντη ευγνωμοσύνη στον Τζίμη, για την ακριβή ελευθερία που μας χάρισε, για το γλυκόπικρο γέλιο που μας κέρασε, για τον βαρύ καθρέφτη που σήκωσε μπροστά μας. Ποιητής, έφτιαξε έναν κόσμο και μας κάλεσε να τον ζήσουμε. Δεν έμοιαζε με κανέναν, όσο και αν του μοιάζαμε όλοι. Δεν ξέρω άλλον ορισμό για τον μοναδικό άνθρωπο.
Τον αγαπώ, αυτόν τον ευαίσθητο, λιγομίλητο, μοναχικό, ντροπαλό εκτός σκηνής, μακρινό φίλο. «Εγώ κι εσύ μαζί», Τζιμάκο μου. Μέσα και δίπλα μας θα είσαι.»
«Εμείς μιλάμε για θάνατο και η ζωή, κομψή και νέα, ατημέλητη κι αδιάφορη, άχρονη και ψευδής, διατηρεί τη γοητεία της η καργιόλα όταν γύρω της σκορπίζονται τα πάντα σα να μην υπήρξαν ποτέ..!!! Θα μας λείψουν οι Αριστοφανικές και δηλητηριώδεις απόψεις σου αγαπητέ φίλε Τζίμη.»
«Όπως και να το κάνουμε, είτε ήταν κανείς φίλος είτε κάποιος από αυτούς που τον εχθρευόντουσαν –ας το πούμε έτσι- μια ανεξάρτητη, καυστική φωνή είναι πάντα σοβαρή απώλεια, όταν φεύγει. Περισσότερο από όλα θα λείψει το πνεύμα του.
Είναι ένας άνθρωπος που μας έχει δώσει μια προτροπή, από τις καλύτερες έως και την καλύτερη που έχει δώσει ποτέ δημόσιο πρόσωπο: “Γαμάτε, γιατί χανόμαστε”.»