Οι ρομαντικοί πιστεύουν ότι η ιστορία δεν κάνει κύκλους ,αλλά μόνο βήματα μπροστά. Πιστεύουν, ακόμα, ότι διαθέτει ξίφος και κατατροπώνει χωρίς έλεος προκαταλήψεις και στερεότυπα. Σαν άλλος δεινόσαυρος περπατά αγέρωχη και με τις γιγάντιες πατούσες της τσαλαπατάει τα πάσης φύσεως ζουζούνια που τόλμησαν να βρεθούν στο διάβα της.
Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Οι ρομαντικοί τείνουν να εκλείψουν. Αλλά οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα ζουν ακόμα, και ενίοτε βασιλεύουν στο πρόσωπο της γης.
Δεν ξέρω γιατί εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι, αλλά τους ρομαντικούς τους εξαφανίζει η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που ξεπροβάλλει αμείλικτη- θες δεν θες- και καλεί σε συγκρίσεις. Πως γίνεται να κάνει η ιστορία μόνο βήματα μπροστά όταν από τη θεωρητική αριστοκρατία του Πλάτωνα βρεθήκαμε, δύο χιλιάδες χρόνια μετά, στην πρακτική εφαρμογή του ναζισμού; Εκπρόσωποι του «πολιτισμένου» κόσμου λοιδορούν το ναζισμό και τον ,κατά πάσης φυλής και χρώματος, ρατσισμό σε γεύματα με πάπια και φουά γκρα, ενώ άλλοι τον βάλλουν ασταμάτητα σε πορείες ή σε επιστημονικά συμπόσια. Κι όμως η ιστορία αντιστέκεται ακόμα σθεναρά κι ο ρατσισμός μοιάζει να θρέφεται απ’ τη σάρκα του.
Απ’ όπου κι αν θρέφεται, ο ρατσισμός είναι ιδέα και οι ιδέες δεν πεθαίνουν από αρρώστιες και από καταστροφές. Τις ιδέες τις σκοτώνει αυτός που τις δημιούργησε, ο ανθρωπινός νους. Κι αν δεν τα καταφέρουν τα επιχειρήματα, η επιστήμη, ούτε κι οι πορείες, η τέχνη αναλαμβάνει ρόλου φωτεινού σηματοδότη σ’ ένα σκοταδισμό διαρκείας.
https://www.youtube.com/watch?v=SUtlJwfNEtI
Το ημερολόγιο υπαγορεύει πως από το 1964 έχουν περάσει 54 χρόνια. Οι αντιλήψεις όμως δεν τρέχουν μπροστά με ταχύτητα Ferrari ούτε καν με την ποταπή ταχύτητα με την οποία κυλάει ο χρόνος.
Η ταινία του 1988 αφηγείται μια ιστορία που έλαβε χώρα το 1964 στο Mississippi και φανερώνει ένα χάσμα μίσους που εκτονώνεται μόνο με αιματοκύλισμα. Κι όμως, 54 χρόνια μετά διατηρεί ακόμα και την πιο μικρή αχτίδα επικαιρότητας της.
Δύο πράκτορες του FBI, το 1964, καλούνται να εξιχνιάσουν τις δολοφονίες τριών ακτιβιστών πολέμιων του ρατσισμού σε μια πόλη του Mississippi. Η πορεία προς την παραδειγματική τιμωρία του ενόχου θα αποκαλύψει μια ομερτά σιωπής και κατάφωρης παραβίασης δικαιωμάτων.
Ο Alan Parker με σκηνοθετικό εργαλείο μια συμβατική σκληρότητα και ο Gene Hackman με τον Willem Dafoe με υποκριτικά εργαλεία βλέμματα και λόγια σκληρά «θυσιάζονται» άριστα στο βωμό μιας ιστορίας που εν έτει 2018 φανερώνει πως ο ρατσισμός μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη «δόξα» τραβά.
https://www.youtube.com/watch?v=gG22XNhtnoY
Στην κλασική πλέον ταινία του Steven Spielberg, οι αισιόδοξοι θα δουν μια ωδή στην καλοσύνη του ανθρώπου που ξεπροβάλλει σα φάρος ακόμα και στις πλέον αντίξοες συνθήκες για να σώσει την παρτίδα. Οι απαισιόδοξοι θα βρουν μόνο την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ενός κόσμου «σάπιου» από τη φύση του.
Ο Όσκαρ Σίντλερ, εύπορος Γερμανός έμπορος με στενούς δεσμούς με τη Ναζιστική κοινότητα προσλαμβάνει φτηνά εβραϊκά χέρια στο εργοστάσιο του με σκοπό να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του. Όμως, η αποκτήνωση και το αυτονόητο της ολοκληρωτικής εξόντωσης των Εβραίων δεν θα «περάσουν» στο εργοστάσιο του και ο Όσκαρ θα προσπεράσει κάθε ύφαλο γραφειοκρατίας και ναζισμού για να σώσει το εβραϊκό εργατικό του δυναμικό.
Ο Liam Neeson στο ρόλο της καριέρας του μεταμορφώνεται βαθμιαία και αριστοτεχνικά από φιλοχρήματο «κολλητό» των Ναζί σε σπλαχνικό σωτήρα. Και ο Steven Spielberg παρέχει αφειδώς και χωρίς έλεος εικόνες βαναυσότητας για να αποδείξει πως υπάρχουν αναμνήσεις που δε θα πρέπει κανείς μας να παραχωρήσει στη λήθη.
https://www.youtube.com/watch?v=KR7loA_oziY
Σε ένα μικρόκοσμο που παλεύει να σβήσει τον ρατσισμό από απανταχού κεφάλια και νοοτροπίες, ο καθένας από μας θέλει να πιστεύει πως δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά ψηφίδα ενός κόσμου που βάζει συλλογικά «τα δυνατά του» για τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Η ταινία, μας ταξιδεύει σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα, το 1932, σε μια κοινωνία όπου ο ρατσισμός είναι κανόνας και η εξάλειψη του δεν ξεπροβάλλει ούτε σαν σύννεφο πίσω από βουνά προκαταλήψεων. Σ’ αυτή την κοινωνία, ο Atticus Finch, αναλαμβάνει το θαρραλέο πόνημα να υπερασπιστεί ,ως δικηγόρος, έναν Αφροαμερικανό ο οποίος κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας.
Η ταινία θα ακολουθήσει τις χολιγουντιανές νόρμες της εποχής με ιδανικό σύμμαχο έναν ώριμο Gregory Peck για να χαρίσει στην κινηματογραφική ιστορία ένα ταξίδι σε έναν κόσμο όπου η διαφορετική φυλή αναδεικνύεται σε αυτονόητο αποδιοπομπαίο τράγο.
https://www.youtube.com/watch?v=muc7xqdHudI
Ο βρασμός ,συνήθως, καταλήγει σε ένα νόστιμο πιάτο μπριάμ, με μόνη παράπλευρη απώλεια την ενδεχόμενη απουσία αλατιού. Όταν, όμως, το μάτι της κουζίνας δουλέψει στο μάξιμουμ κι ο σεφ «ξεχαστεί» μακριά απ’ την κατσαρόλα, καυτές σταγόνες ξεπετάγονται βίαια και του κατακαίνε τις παλάμες.
Σε μια τέτοια πολυπολιτισμική κοινωνία-μπριάμ μας ταξιδεύει και η ταινία του Spike Lee. Σε μια συνοικία του Brooklyn συμβιώνουν, λοιπόν, άνθρωποι διαφορετικών φυλών. Όταν αυτοί θα κληθούν ως άλλα λαχανικά να «βράσουν» όλοι μαζί, δεν θα προκύψει ένα καλομαγειρεμένο μπριάμ, αλλά ένα επεισοδιακό αιματοκύλισμα.
Ο Spike Lee επιστρατεύει ποπ σκηνοθετικά μέσα και μια πλειάδα καλοδουλεμένων ηθοποιών με αποτέλεσμα μια ξεχωριστή κινηματογραφική εμπειρία που κυλάει ευθύβολα ,ως άλλη μπάλα του μπόουλινγκ, για να χτυπήσει κατά μέτωπο μια κοινωνία που μοιάζει να πνίγεται απ’ το ίδιο της το –ρατσιστικό- σάλιο.
https://www.youtube.com/watch?v=LsLlXnmxWtM
«Ρίτα 18 χρονών κι εγώ 45 Ρίτα, εσύ `σαι στην αρχή κι εγώ στο παρά πέντε» λένε οι αδερφοί Κατσιμίχα και αποτυπώνουν εύγλωττα ότι ο έρωτας ηλικία δεν κοιτά. Ο Rainer Werner Fassbinder έρχεται με φόρα το 1974 για να βάλει ακόμη μία παράμετρο στην εξίσωση. Ο «κατά Fassbinder» έρωτας, λοιπόν, δεν κοιτά ούτε χρόνια, ούτε φυλή.
Λίγο από τύχη και περισσότερο από μοναξιά ένας νεαρός και όμορφος Μαροκινός εργάτης και μια 65 άρα Γερμανίδα ερωτεύονται και αποφασίζουν να δεσμευθούν σε ένα γάμο εξπρές, με φόντο μια Γερμανία που δεν επιχειρεί καν να κρύψει το ρατσισμό της. Τα βέλη του έρωτα και της ανάγκης για συντροφιά που έχουν για τα καλά τρυπήσει τις καρδιές των πρωταγωνιστών αναδεικνύονται σε κινητήριο δύναμη για μια πάλη ενάντια σε προκαταλήψεις, με πενιχρά μεν μέσα αλλά με δυνατή καρδιά.
Ο Fassbinder , αδιαφιλονίκητος νικητής του ποιοτικού μελοδράματος επιλέγει με προσοχή τους ηθοποιούς του και καταθέτει ένα συγκινητικό κινηματογραφικό δοκίμιο για τον έρωτα στα χρόνια του ρατσισμού.
https://www.youtube.com/watch?v=5Hs6GwQPAQE
Αν δεχτούμε ότι τα πάντα στη ζωή είναι επιλογές τότε προκύπτει αβίαστα το ερώτημα «ποιανού επιλογές;». Ο 29χρονος ,τότε, Mathieu Kassovitz τρίβει στη μούρη μας τα παριζιάνικα καρτ ποστάλ του ρομαντικού και ηλιόλουστου πύργου του Άιφελ και δημιουργεί μια ιστορία όπου η κοινωνία έχει αποφασίσει τη μοίρα σου πριν προλάβεις να αρθρώσεις κουβέντα.
Ο Εβραίος Vinz, ο Άραβας Sayid και ο Αφρικανός Hubert νεαροί κάτοικοι του «κακόφημου» παριζιάνικου προαστίου ζουν μέσα σε ένα σκληρός κέλυφος ρατσισμού και τυραννικής αστυνομικής εξουσίας. Η φιλία τους δε θέλει και πολύ να πάρει διαστάσεις «αγίας» οικογένειας. Και όταν μία μέρα μετά από αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και κατοίκων του προαστίου το όπλο ενός αστυνομικού θα καταλήξει στο χέρι του ενός εκ των τριών, το ξέσπασμα της βίας θα είναι αναπόφευκτο και αιματηρό.
Ο ρατσισμός εδώ δεν είναι φυλετικός, είναι κοινωνικός και ταξικός. Το αδιέξοδο όμως είναι πάντα εκεί, να κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα και να απειλεί να σπρώξει την πόρτα της υποτιθέμενης κοινωνικής συνοχής.
O Kassovitz και οι τρεις πρωταγωνιστές ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια ταινία-κραυγή αγωνίας ενάντια στο ρατσισμό και τον αστυνομικό δεσποτισμό που βγάζει τα νύχια σε παρισινές ρομαντζάδες και ταρταρ σε μπιστρό.