Δεν κράτησα καμία σημείωση. Πίστευα ότι δεν θα χρειαστεί να γράψω οποιαδήποτε μορφή κριτικού σημειώματος γι’ αυτή την παράσταση. Γιατί παίζεται για δεύτερη χρονιά και γιατί σύμφωνα με ό,τι ήταν γνωστό ως τώρα, θα τελείωνε τον κύκλο της στα τέλη του Δεκέμβρη. Οι ανατροπές είναι δύο. Πρώτον ότι ήταν αδύνατον να μη μοιραστώ όσα βίωσα και ένιωσα το περασμένο Σαββατόβραδο σ’ έναν τόπο που μοιάζει σκηνικό, αλλά είναι κομμάτι της Αθήνας, και μάλιστα του Δήμου Αθηναίων, και δεύτερον ότι η παράσταση, το «Ανθρωποι και ποντίκια» του Βασίλη Μπισμπίκη και της Σοφίας Αδαμίδου, ισότιμα, η παράσταση που έγινε talk of the town την περσινή σεζόν, η παράσταση που πήρε το ομώνυμο έργο του Τζον Στάινμπεκ και το τοποθέτησε εκεί ακριβώς, στον Βοτανικό, θα συνεχιστεί σ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας σεζόν -τουλάχιστον. Οπότε…
Δεν είχα βρεθεί ποτέ σ’ εκείνη την περιοχή της Αθήνας. Το πιο κοντινό σημείο που γνώριζα ήταν ο σταθμός Ελαιώνας του Μετρό. Με το αυτοκίνητο στρίψαμε αριστερά ακριβώς στη διασταύρωση του Μετρό, σ’ έναν μεγάλο δρόμο διπλής κατεύθυνσης, την Αγίας Αννής, με νησίδα στη μέση που περιμένει κάποια φυτά ασφαλώς, και ξαφνικά μπήκαμε σ’ έναν άλλο κόσμο. Βιομηχανικό τοπίο, όσο φαινόταν με φωτισμό μόνο από τον δημόσιο φωτισμό. Σε 500 μέτρα περίπου είδαμε δύο ανθρώπους με φωσφοριζέ γιλέκα να μας κατευθύνουν για το παρκάρισμα. Φτάσαμε στο τέρμα αυτού του διπλού δρόμου, μιας λεωφόρου που διακόπτεται ξαφνικά, κάναμε αναστροφή και παρκάραμε. Υπήρχαν κάτι τεράστια «πεζοδρόμια», χωμάτινα, και πάνω τους παρκαρισμένα μεγάλα φορτηγά. Εξω από τα φορτηγά παρέες ανθρώπων κάθε ηλικίας, που κάθονταν γύρω από τη φωτιά. Είναι οι Ρομά, περιστασιακοί ή μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, στη σαββατιάτική βεγγέρα τους.
Περάσαμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και φτάσαμε στον Τεχνοχώρο Cartel. Για την ακρίβεια στο φουαγιέ του, ακριβώς γωνία Αγίας Αννης και Μικέλη. Ενα χαμηλό οίκημα, με τακτοποιημένη αυλή με τραπεζάκια και τασάκια κι ένας χώρος μέσα πεντακάθαρος, σαν σκηνικό. Εκεί είναι το ταμείο του θεάτρου, μερικά παλιά έπιπλα (μπουφέδες, καναπέδες, μπερζέρες, διαφορετικά μεταξύ τους αλλά τόσο αρμονικά), σόμπες, κι ένα ψυγείο με κέρματα για τα αναγκαία. Ενας ταπεινός χώρος, φτιαγμένος εκ των ενόντων, με φροντίδα, άποψη και αποφασιστικότητα.
Μπήκαμε στην αίθουσα, μερικά μέτρα πιο πέρα από τον πρώτο χώρο υποδοχής. Οταν καθίσαμε όλοι στη θέση μας, έπεσε απόλυτο σκοτάδι. Και τότε άνοιξε η βαριά σιδερένια πόρτα του παλιού μηχανουργείου και ο χωματόδρομος, η οδός Μικέλη, που πριν λίγο βρισκόμασταν, έγινε σκηνή, με φωτισμό την κολώνα του Δήμου κι ένα βαρέλι-αυτοσχέδια σόμπα! Η παράσταση άρχιζε. Κι έξω, είναι ο Βασίλης (Μπισμπίκης) και ο Λένος (Δημήτρης Δρόσος), ο μόνος που δεν έχει κρατήσει το δικό του όνομα, αλλά εκείνο που παραπέμπει στο Λένι, τον ήρωα του μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ. Ο Βασίλης είναι ένας έξυπνος λαϊκός άνθρωπος, που όμως τίποτα δεν του πάει καλά. Σε δουλειά δεν στεριώνει, σπίτι δεν έχει, λεφτά δεν έχει… Μέσα σ’ όλα έχει στην ευθύνη του και τον Λένο -κι όχι γιατί του το ζήτησε κάποιος-, ένα πλάσμα υπερευαίσθητο, αλλά καθυστερημένο, που του αρέσει πολύ να χαϊδεύει μαλακά υλικά, για παράδειγμα ποντικάκια, που αφθονούν εκεί που ζει. Κι απ’ το πολύ χάδι τα πνίγει. Η πρώτη έκπληξη μας έχει ήδη καταλάβει. Είναι η συνθήκη της παράστασης. Η δεύτερη είναι ο θεατρικός τρόπος. Ο απόλυτος ρεαλισμός, το θέατρο που σε ξεγελάει γιατί μοιάζει με κάτι αυθεντικό. Δεν μένουμε πολύ σ’ αυτόν τον χώρο.
Γρήγορα περνάμε στη διπλανή αίθουσα, περίπου ίδιων διαστάσεων, όπου έχει στηθεί το σκηνικό του χώρου (σκηνικά-κοστούμια Αλεξία Θεοδωράκη) που θα γίνει σπίτι και δουλειά του Βασίλη και του Λένου για το επόμενο διάστημα. Κάποιος κάνει οξυγονοκόλληση, με τις σπίθες να πετάγονται, δίπλα υπάρχει το γραφείο του αφεντικού, του Στέλιου, ενός τζάμπα μάγκα, που έχει για εικονοστάσι μια φωτογραφία του Παντελή Παντελίδη με κεράκι από κάτω. Εκεί εργάζονται και μένουν ο Γιώργος, που όλοι φωνάζουν «γέρο» και κάνει τις βοηθητικές δουλειές, αφού έχει χάσει το χέρι του, ο Μάνος, ένας μικροκαμωμένος πανέξυπνος τύπος, που φωτίζει με διάφορα κιτς λαμπιόνια τη σκοτεινιά της ζωής του, ο Λευτέρης ο Ελληνάρας και ο Κούρδος Γιανμάζ (ερασιτέχνης ηθοποιός). Είναι και η Νικολέττα, η γυναίκα του αφεντικού, ο οποίος πολύ τη ζηλεύει κι αυτή κάνει ό,τι μπορεί για να καλλιεργεί τη ζήλεια του. Ντύνεται προκλητικά, φοράει πατσουλί, προκαλεί τον αρσενικό πληθυσμό του μηχανουργείου.
Η ζωή κυλάει μίζερα και μονότονα, με χοντροκομμένες αντρικές πλάκες, με τους τσαμπουκάδες του Θάνου, κυρίως προς τον Γιανμάζ, με τον Λένο να έχει πλέον ένα κουτάβι να φροντίζει, με διαλόγους στους οποίους κυριαρχεί το βρισίδι και η αργκώ, με τον Βασίλη να έχει ενσωματωθεί στο χώρο και να κάνει πια όνειρα, όπως όλος ο κόσμος. Και τι θέλουν συνήθως οι άνθρωποι; Μια γη δική τους, να τη φροντίζουν και να την καλλιεργούν, ένα μικρό σπιτάκι να ζουν, ένα τζάκι να ψήνουν παϊδάκια και κάστανα, μερικούς φίλους και την ησυχία τους. Αυτό ονειρεύονται όλοι εκεί. Καθώς περνά ο καιρός -και η διάρκεια της παράστασης-, έχουν αρχίσει όλοι να γνωρίζονται περισσότερο, να εκμυστηρεύονται όσα τους έχουν πονέσει, όσα κρύβουν καλά (το γέρικο σκυλί του Γιώργου, το μόνο που έχει από τη γυναίκα του και την κόρη του· την απόλυτη μοναξιά του Γιανμάξ, που κανείς δεν τον κάνει παρέα και ο Λένος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στον μικρό άθλιο χώρο που του έχει παραχωρηθεί· την κακοποίηση του Μάνου από τον πατέρα του). Ενα μικρό δείγμα της λούμπεν κοινωνίας, αυτής της διπλανής μας άγνωστης. Την οποία αρχίζουμε να συνηθίζουμε. Ταυτιζόμαστε με κάποιους, συγκινούμαστε με άλλους, θυμώνουμε με μερικούς. Οπως συμβαίνει πάντα δηλαδή. Μέχρι το τέλος. Μέχρι το σοκαριστικό τέλος. Μέχρι ένα ατυχέστατο χάδι του Λένου, στα μαλλιά της Νικολέττας, μέχρι την απελπισμένη συνειδητοποίηση της κατάστασης από τον Βασίλη, μέχρι την κορυφαία πράξη λύτρωσης που κάνει.
Τα φώτα σβήνουν. Το κοινό δεν αρχίζει να χειροκροτά αμέσως γιατί είναι αποσβολωμένο απ’ ό,τι έχει προηγηθεί. Οταν αρχίσει όμως, οι ήδη εξαντλημένοι ηθοποιοί της παράστασης, βγαίνουν και ξαναβγαίνουν για υπόκλιση.
Βγαίνουμε ξανά στο δρόμο, στην οδό Μικέλη, με κατεύθυνση το αυτοκίνητο. Οι σαββατιάτικες βεγγέρες έξω από τα φορτηγά-σπίτια έχουν διαλυθεί. Τρία κορίτσια μας ρωτάνε αν μπορούμε να τα πάμε μέχρι στο Μετρό. Φυσικά, απαντάμε θετικά.
Πολύ σύντομα έχουμε πια αφήσει πίσω αυτό το άγνωστο για πολλούς σημείο του Δήμου Αθηναίων. Στην Ιερά Οδό, στο Γκάζι, λίγο πιο κάτω δηλαδή, ένα άλλο κομμάτι της πόλης έχει ήδη ξεκινήσει για τη μεταμεσονύχτια διασκέδασή του. Εγώ, όμως, είχα μείνει στη γωνία Αγίας Αννής και Μικέλη, στον κόσμο που μας αποκάλυψε αυτή η παράσταση, που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Που παρά την τραχύτητα των σκηνών και της γλώσσας της, αυτό που τελικά κυριάρχησε, αυτό που επέπλευσε σ’ εκείνον τον λάκκο με τα λασπόνερα, ήταν η βαθιά τρυφερότητα, η διαρκής ανάγκη για τη φυγή και το όνειρο, το άρρητο νοιάξιμο. Οπως η κανάτα με το νερό και τα πλαστικά ποτηράκια που μας περίμεναν στο διάλειμμα σ’ έναν χειροποίητο πάγκο.
Συνοψίζω: Το «Ανθρωποι και ποντίκια» είναι η πιο χαρισματική διασκευή λογοτεχνικού έργου που έχω δει· η πιο καθηλωτική και εμπνευσμένη site-specifik θεατρική διαδικασία· ο ορισμός του ρεαλιστικού θεάτρου, που σ’ έκανε να ξεχνάς ότι βλέπεις ηθοποιούς. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Τεχνοχώρος Cartel από πέρυσι έγινε γνωστός και στην υπόλοιπη Αθήνα. Και ο κόσμος δίνει μάχη για να βρει θέση. Και γι’ αυτό θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της σεζόν. Ευτυχώς.