Δευτέρα πρωί, δίνουμε ένα πρωινό ραντεβού με την ιρλανδική ιστορία (χώρα που λατρεύουμε) και το κρίσιμο έτος 1971, όταν ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες μαίνεται και οι δρόμοι γεμίζουν αίμα και φωτιά. Ο στρατιώτης Hook θα μείνει πίσω από λάθος της μονάδας του και θα περάσει μια εφιαλτική νύχτα με τον IRA να τον κυνηγάει και τους προτεστάντες να αναζητούν τα ίχνη του.
Το ’71 του Yann Demange (βρετανικής παραγωγής) είναι μια ταινία που βασίζεται στο σασπένς, στο χτίσιμο καταστάσεων και χαρακτήρων, μα πρωτίστως είναι μια ιστορική ταινία που αφορά σε ένα θέμα ευαίσθητο, ειδικά για τους κατοίκους του Νησιού. Διαρκεί 110 λεπτά, μα η ροή του είναι καταιγιστική, η ατμόσφαιρα και η πειστικότητά του αδιαπραγμάτευτη, οι ηθοποιοί εξαιρετικοί, με κυρίαρχο τον σχεδόν σιωπηλό πρωταγωνιστή Jack O’ Connell να παραδίδει μαθήματα σωματικής και εκφραστικής ερμηνείας. Ιδρώνεις, αγωνιάς, μυρίζεις την ασφαλτο να καίγεται, την πυρίτιδα την ώρα της εκρήξεως, το αίμα που ρέει στις επιφάνειες. Με άλλα λόγια, σε βγάζει από τον κόσμο που ζεις και σε εισάγει στο χωροχρόνο του, κρατώντας σε σταθερά σε αυτόν για σχεδόν δύο ώρες με αμείωτο ενδιαφέρον. Επίτευγμα, προερχόμενο όχι από διευκολύνσεις και υπερβολές, μα από σκηνοθετική ικανότητα.
Και στεναχωριέμαι που δεν μπορεί να μου αρέσει σε σύνολο ως ταινία. Όσο άψογη είναι εκτελεστικά, άλλο τόσο αδύναμη είναι στα πλαίσια της θέσης της. Όταν μια ταινία αφορά σε πολιτικά γεγονότα, ο καλλιτέχνης οφείλει να παίρνει μια ξεκάθαρη θέση σε σχέση με αυτά και να αποφεύγει δικαιολογίες τύπου «σκοπός μου δεν είναι να τοποθετηθώ μα να καταγράψω» «ο θεατής οφείλει να βγάλει δικά του πορίσματα» και «ο μόνος πληγωμένος είναι ο λαός, όσοι τον υπονομεύουν είναι φταίχτες». Όχι, άπαξ και κάτι σε προβληματίζει σε σχέση με την Ιστορία και επιλέγεις το δύσκολο δρόμο της (έστω και μυθοπλαστικής) εξιστόρησής της, πρέπει μερικές φορές και να λαμβάνεις τη δύσκολη επιλογή με ποιανού το μέρος είσαι.
Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντί να υπονομεύσει τις μυστικές υπηρεσίες και τους «κατακτητές» για τις εξεγέρσεις που προκάλεσαν, επιλέγει την πολύ εύκολη οδό της λογικής των ίσων αποστάσεων, ρίχνοντας μεγάλο (μα όχι μεγαλύτερο ή απόλυτα ίσο) μερίδιο ευθύνης και στους αντάρτες. Δε λέω, σίγουρα δεν ήταν άγιοι, χωρίς στρατηγικά ή πρακτικά λάθη που ζημίωσαν και τους απλούς πολίτες, μα πάνω απ’ όλα δε δέχτηκαν το ζυγό και το πλήρωσαν με το αίμα τους. Το να τους παρουσιάζει κανείς ως πολεμοχαρείς και φασίστες, διψασμένους για αίμα και με «κολλητιλίκια» με την άλλη πλευρά από μέλη της ηγεσίας τους, μπορεί μεν να είναι ένας τρόπος κατευνασμού για παραγωγούς και μέρος του κοινού, μα είναι και εύκολη –και προφανώς άδικη- λύση να κοντεύεις να εξισώσεις κυρίαρχο και αδικημένο σε τέτοιες περιπτώσεις, δείχνοντας τους ως μισαλλόδοξους και διεφθαρμένους. Τουλάχιστον πάρε ξεκάθαρη θέση υπέρ των Άγγλων, θα είσαι κάθαρμα, με το μέρος των κατακτητών, μα ξεκάθαρος. Μην ακολουθείς την υποκρισία της μέσης, εδώ ο Akin ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων με τη νέα του ταινία και ο Panahi βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα για τις απόψεις του.
Συνέχεια με τα Χέρια Βρώμικα. Σε ρόλο παραγωγού ο Spike Lee, οπότε είμαστε έτοιμοι για γνήσιο ρατσισμό κατά των λευκών και κινηματογραφική μετριότητα. Τι ωραία το ένστικτο κάποιες φορές να μην καταρρίπτεται, μα, αντιθέτως, να επιβεβαιώνεται πλήρως! Έστω και αν κοστίζει κάτι από το χρόνο (και τη διάθεσή σου) για να βγεις σωστός.
Η πάναπλη ιστορία δύο κατοίκων του κολομβιανού περιθωρίου, διαφορετικής ηλικίας και background, με κοινό γνώμονα την ελπίδα τους για ένα καλύτερο αύριο, μακριά από τις παρακμιακές περιοχές που ζουν, και της εμπλοκής τους στο κύκλωμα του καρτέλ κοκαΐνης είναι η αρχή. Η γνωριμία τους και οι διάλογοί τους σε σχέση με την κατάστασή τους η μέση. Το λάθος που θα ανατρέψει την κατάσταση και θα τους κάνει να αγωνιούν για τη ζωή των ίδιων και των αγαπημένων τους το τέλος.
Δε θα μου κάνει καμία έκπληξη να μάθω πως ο Spike άσκησε ορισμένα βέτο στο σενάριο προκειμένου να τη χρηματοδοτήσει. Ακόμα και αν δεν έγινε έτσι, δε μου κάνει εντύπωση το γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη ταινία. Η αηδιαστική απλοποίηση ορισμένων κρίσιμων ζητημάτων, όπως της πολιτικής κατάστασης, της έμφυλης διάκρισης, της ζωής στο γκέτο και της νοοτροπίας του περιθωρίου αποτελεί ίδιον της ύστερης παραγωγής του γραφικού κυρίου Lee (όταν δεν αποτυγχάνει πλήρως να ανασκευάσει καλύτερες ταινίες μετατρέποντάς τες σε ένα αχρείαστο φεστιβάλ ακρότητας και σοκ, χωρίς κανέναν λυρισμό –Oldboy, ναι). Με κάθε ευκαιρία, οι διάλογοι και η πλοκή γυρνάνε για μια ακόμα φορά στο πόσο ρατσιστές είναι οι λευκοί, πόσο χάλια είναι η ζωή του μαύρου, η ραπ κρίνεται ως η μόνη αληθινή μουσική και κοινωνική διέξοδος και μονίμως φανταζόμαστε τους σεναριογράφους να μας κουνάνε διδακτικά το δάχτυλο. Και αυτή τη φορά σε λατινοαμερικάνικη βερσιόν.
Πέραν αυτού, η ταινία σφύζει αμερικανιάς και ρατσισμού μέχρι και στην ίδια την παρουσίαση των Κολομβιανών. Οι πρωταγωνιστές, όταν δεν ανατρέχουν βιαστικά –και εκβιαστικά- στο δύσκολο παρελθόν και το ζοφερό παρόν, μιλούν μόνο για μπάλα, για γυναίκες και μουσική. Ναι, σίγουρα, αν γυριστεί ταινία για την Ελλάδα να δούμε και τους (νέγρους, απαραίτητα) πρωταγωνιστές να τρώνε σουβλάκια και χωριάτικη, να λένε συνέχεια «ώπα» και να χορεύουν τον Ζορμπά. Δείχνει περισσότερο πως αντιλαμβάνεται ένας Αμερικάνος του Βορρά (έστω και αν δεν έχει συμμετάσχει στο σενάριο) την Κολομβία, παρά την ίδια την εθνική ταυτότητα της χώρας, το πάθος και τη θέρμη του σώματος. Στερεότυπα.
Αν παραδέχομαι κάτι στο σκηνοθέτη Josef Wladyka, είναι τα σιωπηλά συνοδευόμενα με κολομβιανή μουσική πλάνα του. Και γενικότερα, μάλλον, το στήσιμο της εικόνας. Αν όλη η ταινία δεν είχε ομιλία και περιελάμβανε αποκλειστικά τέτοια πλάνα, εν είδη μετα-αφήγησης, μπορεί να μην πέθαινα, μα θα φαινόταν πολύ καλύτερο και άξιο προβολής. Ειδικά από τη στιγμή που με το παρόν σενάριο δεν καταφέρνει να χτίσει ένα ενδιαφέρον, μια αγωνία και έχει και το θράσος να το κλείνει με τρόπο άγαρμπο, αδικαιολόγητο και αισθητικά αταίριαστο. Όπως και να ‘χει, αποφύγετέ το.