Το Κανείς Δεν Θα Πάθει Τίποτα δε φάνηκε να ενθουσιάζει και τόσο μια γενναία μερίδα κοινού που επέλεξε Σάββατο μεσημέρι να κλειστεί σε μια σκοτεινή αίθουσα. Μα αυτοί που το εκτίμησαν, το έκαναν για τις σποραδικές του στιγμές εξυπνάδας, την εξίσωση «χώρος=άνθρωπος», τη χιπστεριά του και, τελικά, την coolness του. Δεν πρόκειται να σταματήσουν να παράγονται ταινίες-ύμνοι στην εναλλακτική Νέα Υόρκη (αν δεν απατώμαι), ούτε και στη συνύπαρξη δύο ατόμων με διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις περί ζωής.
Ο Mat και ο Alan είναι αυτά τα άτομα, δύο αδέρφια που, αν και μοιράζονται δεσμούς αίματος, δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την καθημερινότητά τους. Ο Mat είναι εμβληματικά ενάντιος στο να ενηλικιωθεί και να προχωρήσει ενώ ο Alan, βυθισμένος στην εναλλακτική «κουλτουρέ» ζωή και στην ανάγκη για δέσμευση και ψυχική αποκατάσταση, θα βρεθούν κατά τύχη συγκάτοικοι στο διαμέρισμα του δεύτερου μετά από ένα πάρτι και ένα ταξίδι που έληξε νωρίτερα απ’ όσο ήταν υπολογισμένο. Ηλεκτρισμός στο διαμέρισμα δεν υπάρχει, ούτε και συνεννόηση μεταξύ τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα αναγκαστούν να παραδεχτούν όσα τους βασανίζουν και να προσπαθήσουν να τα λύσουν με διαφορετικούς τρόπους.
Η φλεγματικότατη αρχή, με όλη την ειρωνεία που εξακοντίζει προς τον «θολοκουλτουριάρη» πληθυσμό, τις «ψαγμενιές» του, την επιδειξιομανία και το μπλαζέ υφάκι του (και το χόρτο του), δεν επιτρέπει μια άμεση σύνδεση με τα τεκταινόμενα, λειτουργώντας περισσότερο ως ένα επεξηγηματικό προοίμιο ως προς τις διαφορετικές αντιλήψεις των πρωταγωνιστών. Θολό και χιουμοριστικό, μετατρέπει μια συζήτηση περί εκσπερμάτωσης σε δήλωση συναισθημάτων. Οι μέρες παιρνούν και τα φώτα σβήνουν, όπως και η λογική των χαρακτήρων. Τα κινηματογραφικά τρικ συγχέουν το πραγματικό με το ψυχικό/νοητικό, δημιουργώντας απόσταση μεταξύ του θεατή και των γεγονότων, γράφοντας ταυτόχρονα ένα σπιρτόζικο ραβασάκι για την urban ζωή και τα ρεμάλια της. Και ο Josh Lucas δίνει μια τεράστια beat ερμηνεία, χωρίς καμία προσποίηση, με όρεξη και μπρίο, σαν να ζει τον χαρακτήρα σε όλο του το βάθος και να του αρέσει κιόλας.
Το αμφιλεγόμενο φινάλε με τα ερωτήματα περί αδερφικής σχέσης, αποδοχής της διαφοράς και προσπάθεια συγκόλλησης των σπασμένων (The Mend, δηλαδή), μετά τη νεφελώδη του σκηνοθετική καταγραφή, έρχεται να προστεθεί ως ένα ακόμα «επιμύθιο» περί αλληλογνωριμίας, αναγνώρισης των «θέλω» και εύρεσης της λύτρωσης. Τίποτα πρωτότυπο, και πέρυσι είδαμε τέτοιες ταινίες (προς το παρόν ο Γελαστός Πρίγκιπας ανακαλείται ως τέτοια), μα το θέμα εξαρχής ήταν η παρουσίαση. Ψυχαγωγική, ενίοτε εύθυμη και πάντα περίεργη, έχει στιγμές που απλά διασκεδάζουν και άλλες που βλέπεις το ταλέντο πίσω από το όνομα του John Magary. Βλέπεται πιο ανάλαφρα και όχι ως πειραματικό δοκίμιο.
Οι ώρες περνούν, ο ήλιος από κίτρινος γίνεται πορτοκαλί και ξαναμπαίνουμε στην αίθουσα για την επόμενη προβολή. Ώρα για ένα πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ για μια αμφιλεγόμενη περσόνα του χώρου της κινηματογραφικής κριτικής: τον Roger Ebert. Στο παρελθόν έχω διαφωνήσει με αρκετές από τις απόψεις του, έχω ακούσει αμφιλεγόμενες ιστορίες για το ποιόν του, μέχρι και τον έχω μουτζώσει για ορισμένες κριτικές του που έβρισκα λάθος, μα η αλήθεια είναι ότι τον σεβόμουν. Μπορεί να μην ήταν ο πιο καταρτισμένος ή «διαβασμένος» κριτικός, πόσο μάλλον ο καλύτερος γραφιάς, μα, όπως και να το κάνουμε, παραμένει μια κυρίαρχη μορφή στο δρόμο που επέλεξα να ακολουθήσω και ο θάνατός του υπήρξε μια απώλεια σημαντική. Το Η Ζωή Και Τίποτα Άλλο βγήκε μόλις ένα χρόνο μετά, οπότε υπάρχουν και φόβοι περί αγιοποίησης καθώς και ο ίδιος ενεπλάκη στα γυρίσματα. Όχι, καμία αγιοποίηση και ευτυχώς, γιατί παρά την πιθανή καταστροφή της εικόνας του στρουμπουλού κυρίου με τα άσπρα μαλλιά και τα χοντρά γυαλιά, καταφέρνει να συγκινήσει. Πλειάδα ανθρώπων που τον γνώρισαν εμφανίζονται για να μιλήσουν γι’ αυτόν, με προσωπικά ρίγη να με πιάνουν στην εμφάνιση του Werner Herzog και την αφιέρωση του Encounters At The End Of The World σε αυτόν τον «πολεμιστή του κινηματογράφου», όπως τον χαρακτηρίζει.
Από τις μέρες της αρχής, το άθλιο γούστο στις γυναίκες, τη σχεδόν καταστροφή του από τον αλκοολισμό μέχρι τις ημέρες του με τον Gene Siskel, το γάμο, τον καρκίνο, την ίδρυση του προσωπικού του blog και το θάνατό του, ο διάσημος σινεκριτικός σκιαγραφείται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Ως ένα κακομαθημένο, εγωιστικό και ώρες-ώρες μαυρόψυχο μοναχοπαίδι, πλην όμως ταλαντούχο και με ανιδιοτελή αγάπη για τον κινηματογράφο και του συντελεστές του. Είναι απίστευτο πως μπορεί να φερόταν με κακό τρόπο σε αρκετούς ανθρώπους αλλά ταυτόχρονα να βοήθαγε και να προέβαλλε δημιουργούς που έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Η περίεργή σχέση αγάπης/μίσους του με τον Siskel και τα τεκταινόμενα της εκπομπής τους προκαλούν τα πρώτα βουρκώματα, τα οποία, μεταξύ μας, δεν ήταν και λίγα. Γιατί, τελικά, παρουσιάζει έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο με τα λάθη και τα σωστά, τις ατέλειες και τα προτερήματά του, δείχνοντας μάλιστα την πλήρη αλλαγή ρότας του όταν σταμάτησε να φέρεται αυτοκαταστροφικά και βρήκε νόημα στην αγάπη. Οι τελευταίες σκηνές με τον καταπονημένο από την πάθησή του Roger Ebert και η εξιστόρηση των τελευταίων ημερών του ύγραναν μάτια με ευκολία. Ίσως το σημαντικότερο βιογραφικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς.
Το Σάββατο έκλεισε με την ταινία που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον από οποιαδήποτε άλλη σε ολόκληρο το φεστιβάλ. Την ταινία που βραβεύτηκε με βραβείο σεναρίου στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, η οποία υποσχόταν μια εμπειρία αδυσώπητα ενοχλητική. Meine Damen Und Herren, οι Σταθμοί Του Σταυρού. Οι προσδοκίες είναι υψηλές για τα μαρτύρια που θα περάσει η δεκατετράχρονη Maria προκειμένου να γιατρέψει το μικρό της αδερφό, ο οποίος έχει φτάσει στα 4 του χρόνια και ακόμα δεν έχει μιλήσει.
Τελικά ήταν μια από αυτές τις φορές που οι υψηλές προσδοκίες συναντούν το επίπεδο της ταινίας. Το αυστηρό, βόρειο στυλ σκηνοθεσίας του Dietrich Brüggermann οφείλει στον Roy Andersson τη στατικότητα των μονοπλάνων του (οι 14 «πράξεις» της ταινίας αφορούν σε μονόπλανα, 11 εκ των οποίων είναι εξ’ ολοκλήρου ακίνητα) και στους Σκανδιναβούς σκηνοθέτες εν γένει τη μουντάδα του. Κανένα χρώμα δε μοιάζει ζωντανό, το γκρίζο και σε εικαστικό και σε ψυχικό επίπεδο απαντάται σε ό, τι περιλαμβάνεται στο κάδρο της κάμερας. Η μακαβριότητα της εικόνας σε συνδυασμό με το κατηγορητικό μα συνάμα ανοιχτό σε ερμηνείες μήνυμα του φιλμ το μετατρέπει σε μια διαδικασία οδυνηρή. Οδυνηρή όσο η πλύση εγκεφάλου που ορισμένα νεαρά μυαλά υφίστανται προκειμένου να εξυπηρετήσουν με τη σειρά τους τις απαιτήσεις μιας οπισθοδρομικής, προσκολλημένης σε απάνθρωπα θρησκευτικά «πιστεύω», παλαιότερης γενιάς. Δεν παρουσιάζει, όμως, κανέναν άνθρωπο ως πραγματικά κακό, όλοι τους επιδέχονται συγχωρέσεως και ακόμα και η αυστηρή οικογένεια παρουσιάζεται να πράττει με βασική της αφορμή την αγάπη και όχι τη μισανθρωπία. Το απλό σενάριο με τις αναλογίες της σταύρωσης του Χριστού κινείται (και όχι αντικαθίσταται) από τη συννεφιασμένη, δύστροπη φόρμα της ταινίας αναδεικνύοντας δύο εκπληκτικές πρωταγωνίστριες στους ρόλους της μητέρας και της κόρης με την απόκοσμη, μα ταυτόχρονα πλήρως ρεαλιστική και καθόλου παράταιρη στο γενικό σύνολο ερμηνεία τους. Χαρακτήρες που μπορεί κανείς να αισθανθεί συμπάθεια ακριβώς επειδή δεν φαντάζουν ούτε στιγμή πλαστοί, μα παραμένουν σάρκινοι και (κρατημένα βέβαια) συναισθηματικοί.
Και, τελικά, ο ανθρωπισμός του Brüggermann απαντάται στο ότι δεν προσπαθεί να κρίνει τον άνθρωπο που επηρεάζεται από τις συγκεκριμένες θεωρίες, μα να δείξει κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη για πρόοδο και τα αρνητικά που μπορεί να έχει στον άνθρωπο και τους γύρω του η άκριτη αποδοχή ορισμένων κανόνων που ουδέποτε διασφαλίζουν μια ωριμότητα. Σίγουρα, κινείται αγνωστικιστικά όπως αποδεικνύει το ίδιο το κλείσιμο, μα δεν παύει να προβληματίζεται για τις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων, όχι για τη γέννηση και τα συμφέροντα τέτοιων αιρέσεων σε κοινωνικό επίπεδο. Ο μικρόκοσμος συνδέει πιο άμεσα το θεατή από τον γενικευμένο κοινωνικό μακρόκοσμο σε τέτοια λεπτά και προσωπικά θέματα, οπότε η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή πιθανόν να μην είχε τα ίδια αποτελέσματα. Και αν συλλογιστούμε το κάπως αποστασιοποιημένο συναισθηματικά κλίμα που υπάρχει στην ταινία, καταφέρνει να υπερπηδήσει το κλινικό και να μιλήσει στην ψυχή. Εύγε, λοιπόν, και γι’ αυτό και που μετά κάθησε να ακούσει τις ερωτήσεις του κοινού, όπου αν μπορούσε θα απάνταγε σε κάθε παρευρισκόμενο. Η ταινία του θα κυκλοφορήσει σύντομα στους ελληνικούς κινηματογράφους, οπότε να είστε έτοιμοι.