Δύο ζευγάρια που γνωρίζονται σε ένα μπαρ, μια απιστία, μια εξαφάνιση και ανάμεσά τους ένα μπερδεμένο δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων. Το βραβευμένο έργο που έγραψε το 1996 ο Αυστραλός Andrew Bovell και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως Lantana το 2001, ζωντανεύει στα ελληνικά δεδομένα δια χειρός Θωμά Μοσχόπουλου με τίτλο Σκοτεινές γλώσσες. Σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη και σύνθετη σκηνική συνθήκη, όπου ο λόγος αναδύεται σε καθοριστικό πρωταγωνιστή και μοχλό της πλοκής, η Άννα Μάσχα, πλαισιωμένη από ένα ισοβαρές τρίο συμπρωταγωνιστών (Χρήστος Λούλης, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιώργος Χρυσοστόμου) κάνει πάλι το θαύμα της.
Κάνει, δηλαδή, αυτό για το οποίο άφησε πριν χρόνια μετέωρη την Αγγλική Φιλολογία και έδωσε εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού: το θέατρο στην πιο καθαρή και τίμια μορφή του. Από τις πειραματικές προσεγγίσεις στον εξώστη του θεάτρου Αμόρε, μέχρι το καλλιτεχνικό δέος της Επιδαύρου και από τις μετρημένες κινηματογραφικές εμφανίσεις μέχρι τις σύγχρονες θεατρικές δοκιμασίες, η Άννα Μάσχα έχει πάντα κάτι να πει μέσα από τις ερμηνείες της, πλουτίζοντας την ελληνική σκηνή με ξεχωριστό ταλέντο, ανιδιοτελή αφοσίωση και ειλικρινή απλότητα.
Τη συνάντησα έξω από το θέατρο Πόρτα υπό βροχή – κάπνιζε ένα στριφτό τσιγάρο και έκανε αστεία με τον ταμία – για να ανέβουμε λίγο αργότερα τη μικροσκοπική γυριστή σκάλα (σήμα κατατεθέν των παρασκηνίων ενός θεάτρου), να καταλήξουμε σε ένα μικρό, «κρυμμένο» γραφείο και να τα πούμε με την ησυχία μας.
Τι σημαίνει Σκοτεινές Γλώσσες και τι ακριβώς πραγματεύεται το έργο; Θα ξεκινήσω από τον τίτλο. O Θωμάς το μετέφρασε Σκοτεινές Γλώσσες, αλλά ο πρωτότυπος είναι Speaking in Tongues, δηλαδή το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς. Είναι εκείνο το περιστατικό της Καινής Διαθήκης όπου οι Απόστολοι με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αρχίζουν να μιλούν άπταιστα γλώσσες που δεν ξέρουν, έτσι τους καταλαβαίνουν οι διαφορετικοί λαοί ενώ οι ίδιοι δεν έχουν επίγνωση του τι λένε. Από εκεί ξεκινάει λοιπόν το μυστήριο, από το θέμα της γλώσσας: άλλα λες, άλλα εννοείς, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος – αν καταλάβει. Κατά τ’ άλλα το θέμα είναι αρκετά κοινότοπο, οι σχέσεις μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών, η απιστία, η εμπιστοσύνη και η απώλειά της.
Ο λόγος τι θέση έχει μέσα στην παράσταση; Στην παράσταση παίζουμε πολύ με τα απανωτά λόγια, λέμε πολλά πράγματα μαζί. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή και οι ήρωες λένε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, αλλά ο χειρισμός της από τους τέσσερις ηθοποιούς, όπως συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο είναι εκείνος που κάτι συμβολίζει τελικά. Στο θέμα της επικοινωνίας εστιάζει, της βαθιάς επικοινωνίας όχι της εύκολης, επιφανειακής.
Με τον τρόπο αυτό όμως μήπως ο συγγραφέας ρίχνει περισσότερο βάρος στην αλληλεπίδραση των ηρώων, από τη δόμηση συμπαγών μεμονωμένων χαρακτήρων; Ακριβώς. Ακόμη κι όταν οι ήρωες μονολογούν, στην ουσία δεν είναι ποτέ μόνοι τους. Είναι σαν μουσικό κουαρτέτο και ο ένας μπαίνει μέσα στην ιστορία του άλλου, απευθύνονται προς κάποιον ο οποίος δεν θα τους απαντήσει. Οι χαρακτήρες δεν είναι πλασμένοι με βάση τον απόλυτο ρεαλισμό, ωστόσο είναι αναγνωρίσιμες ανθρώπινες μορφές. Εγώ, για παράδειγμα, που παίζω δύο ρόλους (όπως όλοι στην παράσταση) έχω καταλήξει ότι κάνω την εξαρτημένη γυναίκα. Αν και οι ρόλοι φαινομενικά είναι διαφορετικοί τους ενώνει ένα κοινό στοιχείο βάση του οποίου πλάθεται ο χαρακτήρας. Και νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους.
Ο Γιώργος Χρυστοστόμου σε άλλη συνέντευξη έκανε λόγο για έργο ιδιαίτερα απαιτητικό τεχνικά. Οι πρώτες πρόβες ήταν δύσκολες. Μιλάμε μαζί, οπότε στη διάρκεια μιας φράσης που μοιράζεσαι με τον άλλο, πρέπει να χωρέσεις στοιχεία του χαρακτήρα σου. Δεν μπορείς να πας πιο γρήγορα ή πιο αργά, γιατί θα χαλάσεις το ρυθμό των υπολοίπων – σαν παρτιτούρα! Στην αρχή είναι σαν σπαζοκεφαλιά, μετά περνάει και σε σκηνές πιο κλασσικές. Είναι μια αρκετά εγκεφαλική και πολύπλοκη κατασκευή.
Παλιότερα στο Αμόρε είχαμε την τύχη το κράτος να επιχορηγεί τα θέατρα – δεν είναι ότι γίναμε πλούσιοι, απλώς είχαμε ένα μισθό, μια σιγουριά για τη δουλειά. Πλέον το κράτος δεν έχει λεφτά, όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά για τίποτα. Σαν να έχει αγριέψει πολύ ο καπιταλισμός.
Η Guardian σε μια κριτική για την παράσταση καταλήγει πως «ό,τι και να κάνουμε» λόγω της διαρκώς ελλειμματικής επικοινωνίας «τελικά μένουμε μόνοι». Το ασπάζεσαι; Στο τέλος μιας πρόβας, η Άννα Καλαϊτζίδου είπε τη λέξη «ερημιά». Δυστυχώς δεν έχει να κάνει με το αν είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, είναι η πραγματικότητα. Βρίσκεσαι πάντα με τον εαυτό σου, είσαι μόνος σου.
Απλώς κάποιες σχέσεις «ζωής» που λέμε καταφέρνουν να μετριάσουν κάπως αυτή την αίσθηση... Οι στενές σχέσεις όπως ο γάμος, ή ένα παιδί, δεν περιορίζονται στο λεκτικό επίπεδο. Είναι και ενεργειακό και σωματικό το θέμα – μερικές φορές τα λόγια είναι λίγα. Πρόσφατα διάβαζα ένα ποίημα του Ρίτσου που μιλούσε γι΄αυτό το θέμα και έλεγε ότι ο σωστός μας λόγος, μόνο στον εαυτό μας απευθύνεται. Ο άλλος δηλαδή, μοιραία κάτι χάνει πάντα από αυτό που θέλουμε να του επικοινωνήσουμε. Αλλά ευτυχώς, δεν είναι ο μόνος τρόπος.
Αφορμώντας από την υπόθεση του έργου, θεωρείς περισσότερο μεμπτή σαν πράξη την απιστία ή τη μετέπειτα προσπάθεια συγκάλυψής της; Η απιστία εμφανίζεται στο έργο σαν σύμπτωμα της κρίσης ηλικίας. Είναι γύρω στα 40, η ζωή έχει δείξει που θα πάει και θέλουν να νιώσουν κάτι νέο. Δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούν τους συντρόφους τους και προσπαθούν με έναν τρόπο να είναι ειλικρινείς. Νομίζω πάντως ότι αν γίνει μια απιστία, είναι καλύτερο να μη γίνει γνωστή. Αν όντως δεν μετράει και αγαπάς τον σύντροφό σου, είναι καλύτερο να μην πεις αυτή την «αλήθεια», χειρότερη ζημιά θα κάνεις. Εξάλλου, όλοι δεν κρατάμε ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού μας; Βέβαια καμιά φορά η απιστία αναζωπυρώνει το πάθος, το οποίο είναι το πρώτο που πεθαίνει δυστυχώς. Θέλει φροντίδα, είναι σαν ένας κήπος που πρέπει να περιποιείσαι (γέλια).
Έχεις δουλέψει αρκετές φορές με την ομάδα του Μοσχόπουλου. Έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτό; Μήπως δημιουργεί ένα καθεστώς ασφάλειας; Έχει πολλά πλεονεκτήματα το να δουλεύεις με γνωστούς. Εγώ βέβαια είχα να δουλέψω με τα παιδιά από το Mistero Buffo (2013) και ομολογώ πως η αλλαγή μου έκανε καλό. Στην ομάδα δεν χρειάζεται πολλή συνεννόηση, είναι μερικά πράγματα που γίνονται αυτόματα και αυτό σε ξεκουράζει κάπως. Από την άλλη είναι ωραίο να είσαι σε εγρήγορση, να ξέρεις ότι πρέπει να γνωρίσεις τον άλλο, να βάλετε τα δυνατά σας. Έχει συν και πλην αυτό, ανάλογα με τη συγκυρία.
Κάνεις ένα επάγγελμα που ανανεώνεται διαρκώς. Έχεις αποκτήσει ευκολίες με τα χρόνια; Είναι δυνατόν να «αυτοματοποιείται» ένας ηθοποιός; Εντάξει, δεν μπορείς να ξεχάσεις όσα έχεις μάθει. Η εμπειρία έχει να κάνει με τη μέθοδο, το να πηγαίνεις πιο γρήγορα σε μεγαλύτερο βάθος, στο ζουμί, όχι το να αναπαράγεις μοτίβα. Από την άλλη ένας σκηνοθέτης με έμπνευση και όραμα μπορεί να σου προτείνει νέους δρόμους. Πάντως η εμπειρία αναπληρώνει αυτό που χάνεις από τη φρεσκάδα και την τόλμη της νιότης. Τολμάς ακόμα δηλαδή, αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Σαν ηθοποιός φαντάζομαι ότι δεν βίωσες ποτέ οικονομική πλεονεξία. Σήμερα πως πορεύεσαι και πώς σε επηρεάζουν αυτά που συμβαίνουν γύρω σου; Ζούμε σε περίεργες εποχές, συμβαίνουν γεγονότα κοσμοϊστορικά. Έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, συχνά αισθάνομαι ότι τρέχω για την επιβίωση. Από το 2010 δεν έχω δουλέψει περισσότερο στη ζωή μου, κάνω τη μία δουλειά πάνω στην άλλη. Δεν ανήκω στην κατηγορία που έβγαλε λεφτά μέσω της τηλεόρασης ώστε να τα έχω επενδύσει. Παλιότερα στο Αμόρε είχαμε την τύχη το κράτος να επιχορηγεί τα θέατρα – δεν είναι ότι γίναμε πλούσιοι, απλώς είχαμε ένα μισθό, μια σιγουριά για τη δουλειά. Πλέον το κράτος δεν έχει λεφτά, όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά για τίποτα. Σαν να έχει αγριέψει πολύ ο καπιταλισμός.
Είναι η αλήθεια ότι έχεις κάνει ελάχιστη τηλεόραση. Ναι, δεν έχω μεγάλη σχέση με τα τηλεοπτικά πράγματα. Θυμάμαι όταν έκανα το Ριζότο της Όλγας Μαλέα (σ.σ. συμπρωταγωνιστούσε με τη Δήμητρα Ματσούκα) δέχτηκα ξαφνικά εφτά προτάσεις σε ένα μήνα. Δεν είπα ναι σε καμία, γιατί ήθελαν να συνεχίσω να περιφέρω την εικόνα του Ριζότoυ, άλλωστε το θέατρο με κάλυπτε τότε απολύτως.
Θα έκανες τώρα δηλαδή; Τώρα δεν νομίζω να ενδιαφέρεται κανείς για μένα με τον ίδιο τρόπο. Άλλωστε πλέον τις προτάσεις τις σκέφτομαι δύο και τρεις φορές. Και επιπλέον, δεν ξέρω άτομα από το χώρο.
Τι το τόσο ξεχωριστό είχε το θέατρο Αμόρε σαν θεσμός και τρόπος δουλειάς; Πιστεύεις ότι έγιναν προσπάθειες μετά να δημιουργηθεί κάτι αντίστοιχο; Νομίζω ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς προσπάθησε να κάνει κάτι αντίστοιχο στο Εθνικό, προσπάθησε να το οργανώσει με το δικό του όραμα και θεωρώ την θητεία του άκρως επιτυχημένη. Τώρα γίνεται μια τέτοια προσπάθεια και στο Πόρτα, με πολύ κόπο όμως γιατί δεν είναι επιχορηγούμενο. Η επιχορήγηση που έπαιρνε το Αμόρε του έδινε την άνεση να πειραματιστεί, του εξασφάλιζε αυτή την πολυφωνία που ήταν κατ’ εμέ το κύριο χαρακτηριστικό του. Πολλοί σκηνοθέτες, πολλοί ηθοποιοί, διαφορετικές προσεγγίσεις, συνάντηση των τεχνών. Εγώ πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής ζωής μου στο Αμόρε- δεν ξέρω αν ήταν ο παράδεισος, αλλά πέρασα υπέροχα.
Είχες πει παλιότερα ότι όσο δούλευες στο Αμόρε σε επισκέφθηκε η ματαιότητα… Έχει πλάκα γιατί αυτό είναι μια φράση που είχα ακούσει κάποτε από τον Κωνσταντίνο Τζούμα. Όταν είσαι νέος ηθοποιός, κάνεις πρόβες επί προβών, έρχεται η πρεμιέρα και περιμένεις δεν ξέρω κι εγώ τι, να ανοίξουν οι ουρανοί. Μετά περνάει, κάνεις πολλές πρεμιέρες και λες, «οκ, δεν θα αλλάξουμε τον κόσμο». Είναι μια φάση ωρίμανσης μάλλον, προσγείωσης.
Δεν σε επισκέπτεται πλέον; Όχι, μάλλον γιατί δεν προσδοκώ παραπάνω πράγματα από αυτά που μου προσφέρονται. Ίσως είναι το ότι έγινα μαμά, δεν είναι πια το θέατρο όλη η ζωή μου. Εξακολουθώ να αισθάνομαι τυχερή που κάνω αυτή τη δουλειά που έχει πάντα κάτι να σου δώσει, αλλά δεν έχω κρεμάσει σε αυτήν τις ελπίδες μου για τα πάντα.
Από την Επίδαυρο τι θυμάσαι; Είναι άλλη πίστα. Είναι δύσκολο και περίεργο σαν εμπειρία – την πρώτη φορά που έπαιξα ήμουν συγκλονισμένη. Αισθάνεσαι πολύ μικρός στην αρχή, αλλά και οι άλλοι απέναντί σου είναι μικροί και τελικά ανακαλύπτεις ότι το θέατρο αυτό είναι προσαρμοσμένο στα ανθρώπινα μέτρα.
Ποια διαδικασία απολαμβάνεις περισσότερο στο θέατρο; Τις πρόβες ή την πρεμιέρα; Νομίζω ότι το καλύτερό μου είναι οι πρώτες παραστάσεις. Υπάρχει ακόμα μια ανασφάλεια, ο χάρτης δεν μας είναι απόλυτα γνωστός. Ξέρουμε και δεν ξέρουμε, υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία. Αργότερα αυτά φωτίζονται και έρχεται η συνήθεια, χάνεται όμως αυτό το πρώτο συναίσθημα.
Ποια είναι τα καταφύγιά σου και τι ελπίζεις για το μέλλον; Η αγκαλιά και το γέλιο του παιδιού μου, η οικογένειά μου. Η συνεννόηση που έχεις καμιά φορά με τους άλλους ανθρώπους. Δε συμβαίνει συχνά, ούτε έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά είναι αυτές οι στιγμές που καταλαβαίνεις πόσο κοντινοί είμαστε όλοι, πόσο φοβόμαστε και επιθυμούμε τα ίδια πράγματα. Αυτές οι στιγμές νομίζω ότι μπορούν να μας κρατήσουν.