Χειμώνας 2004: Ocean Rooms club, Μπράιτον. Είμαι λίγες εβδομάδες μεταπτυχιακός φοιτητής με μέτριες ακαδημαϊκές φιλοδοξίες και υποχρεώσεις, αλλά μια ακόρεστη δίψα να εξερευνήσω την σκηνή της πόλης που είναι τόσο ζωντανή για να αποκαλείται «Λονδίνο δίπλα στη θάλασσα». Τον ξέρω τον Andrew Weatherall. Ήμουν πολύ μικρός το 1991 για να μου αλλάξει τη ζωή με το Screamadelica των Primal Scream, το άλμπουμ που απογείωσε από τη θέση του παραγωγού, βγάζοντας τους Rolling Stones και την pastel pop από το κεφάλι των Σκωτσέζων, ρίχνοντάς τους κάτι στο ποτό και την κονσόλα και συνδεόντάς τους με την (τότε) πρόσφατη έκρηξη του acid house στη Μεγάλη Βρετανία. Όταν το άκουσα, στη δική μου ενηλικίωση, κατάλαβα ότι αυτός ήταν ένας δίσκος-ορόσημο για όσους βασανίζονται αιωνίως με το δίλημμα «κιθάρες ή beats». Έίχα πάρει και μια (επιδερμική) γεύση από τα άλλα σχήματα που είχε ανακατευθεί (the Sabres of Paradise, 2 Lone Swordsmen), είχα χορέψει πολλές φορές στα αθηναϊκά indie ιδρύματα με τα remixes του (π.χ. στο “Hallelujah”), αλλά αυτό το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να βάζει δίσκους. Είναι μια εποχή που έχει πια ξεωρίσει στη συνειδήση της dance κοινότητας ως ένας τύπος από «εκείνους που το άρχισαν» στα τέλη των 80s και δεν επέλεξε τον δρόμο του σουπερσταρ, της Ιμπίθα και του προκάτ house – «για να μη σιχαθεί τη μουσική», όπως δήλωνε αργότερα. Το σετ του ήταν ένα ταξίδι στον ωκεανό του ήχου. Χωρίς περιορισμούς από είδη, διαθέσεις ή προσδοκίες. Από το drum n’ bass στο electro/techno, από ανέλπιστα classics σε κάτι που μάλλον «είχε κυκλοφορήσει χθες», σου δημιουργούσε μια ευδαιμονική απελπισία που το Shazam ήταν ένα κόνσεπτ αδιανόητο ακόμα. Εκείνη τη νύχτα έγινα στ’ αλήθεια fan του κι αποφάσισα να τον σπουδάσω.
Καλοκαίρι 2008: Η πρώτη μέρα του Synch Festival έχει σχεδόν τελειώσει. Μια χούφτα παιδιά, με αρκετή ενέργεια ακόμα μέσα τους, περιμένουν το ξημέρωμα ακούγοντας ΑΜ beats σε κάποιο εφημερεύον stage. Οι υπόλοιποι τα μαζεύουμε κι ο κύριος Andrew Weatherall κατευθύνει το βαρύ μουστάκι του στην έξοδο της Τεχνόπολης. Τον σταματάμε και τον καλούμε να πιει ένα τελευταίο ποτό μαζί μας, στο στέκι που η οργανωτική ομάδα του φεστιβάλ γνωριζόταν τα ‘σπαγε με τους καλλιτέχνες στο τέλος κάθε βραδιάς. Φόρεσε ένα καλό, ευγενικό χαμόγελο και μας ζήτησε ένα απολαυστικά βρετανικό «συγγνώμη, αλλά έχω πολύ πρωινή πτήση, αύριο το απόγευμα παίζω σε… ένα φεστιβάλ rockabilly πίσω στην Αγγλία». Τις προηγούμενες ώρες είχε πυρπολήσει το stage που εμφανίστηκε φτάνοντας στα όρια του loop techno. Και λίγο πιο πριν άραζε στα παρασκήνια με σταυρωμένα χέρια και ύφος bouncer, επιφορτισμένου με το καθήκον να προσέχει τους παλιόφιλους Happy Mondays που έδωσαν ένα από τα πιο απογοητευτικά/παρακμιακά live που έχουμε δει ποτέ στην Αθήνα. Αυτός ακριβώς είναι ο Weatherall: τη μία μέρα μπορεί να είναι στο στούντιο για να ρεμιξάρει τη Siouxsie, την επόμενη να βοηθά τους Fuck Buttons να κάνουν το ξεπέταγμά τους, τα βράδια να παίζει στα clubs και στις ραδιοφωνικές του εκπομπές να παραδίδει σεμινάρια πάνω στο dub ή να φλερτάρει με το darkwave…
Φεβρουάριος 2011: Το θυμάστε το Yoga Bala; Παρασκευή βράδυ κι ο Sir (όλο και πιο πολλοί τον αποκαλούν πια έτσι αποδίδοντάς του τιμές «βετεράνου», αλλά όχι κι απόστρατου) Andrew Weatherall είναι έτοιμος να διαλέξει δίσκους. Είναι η εποχή που έχει αποφασίσει να ρίξει τα BPM, τα σετ του γίνονται midtempo, υπνωτικά, αλλοτε σέξυ κι άλλοτε πιο τριπαριστά – ηγείται δηλαδή μιας τάσης που χαρακτήρισε τη δεκαετία που διανύουμε. Πριν ξεκινήσει να μιξάρει, τον επισκέπτομαι με κάμερα στον όροφο του Yoga κι έχουμε μια απολαυστική συζήτηση για μια τηλεοπτική εκπομπή που δεν έπαιξε ποτέ. Ο Weatherall είναι μεν ένας music junkie, αλλά μπορεί να μιλήσει για τα πάντα. Τον ενδιαφέρει η λογοτεχνία και η ποίηση, έχει δουλέψει στη βιομηχανία της μόδας, διαθέτει απίστευτες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και είναι πάντα διαθέσιμος για ένα ψύχραιμο πολιτικό σχόλιο με πλήρη επίγνωση της καταγωγής του από την εργατική τάξη. Τα αμπαλάρει όλα αυτά με ένα ελαφρύ ψεύδισμα, βρετανική προφορά κι ένα, συνήθως αφοπλιστικό, χαμόγελο.
Ιανουάριος 2015: Το τηλέφωνο χτυπάει στο στούντιό του στο Τότεναμ. Για συνέντευξη λίγο πριν την ετήσια επίσκεψή του στην πόλη μας, στο six d.o.g.s. αυτή τη φορά. Μου εξηγεί ότι «περνάει συνεχώς περιόδους εναλλαγής, πότε κολλημένος με τη δύστροπη σκοτεινή μουσική και ποτέ με χαρούμενη κι απόλυτα φωτεινή». Μιλάμε επίσης για ένα ακόμα παράδοξο: επί σχεδόν 20 χρόνια είχε συνεργαστεί με τους πάντες και τα πάντα, είχε ταξιδέψει για να μιξάρει δίσκους σε όλη την υφήλιο, είχε στήσει ένα σωρό labels, αλλά σόλο δουλειά με το ονοματεπώνυμό του δεν είχε βγάλει. Έγινε κι αυτό. Με ένα EP to 2006 κι ένα κανονικό LP το 2009. Στα 10s πάντως υπήρξε παραγωγικότατος. Έστησε ένα καταπληκτικό σχήμα, τους Asphodells με τον Timothy J Fairplay, κυκλοφόρησε 3 προσωπικά άλμπουμ, κάνει φανταστικές εκπομπές στο NTS radio και στα τέλη κάθε Σεπτέμβρη μας καλεί στο φεστιβάλ του, Convenanza, στο κάστρο της πόλης Καρκασόν στη Νότια Γαλλία.
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019: Ανυπομονώ να τον συναντήσω στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ. Θα μιλήσουμε, δημοσίως αυτή τη φορά, επί παντός επιστητού. Όπως ίσως έχετε καταλάβει ή μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε με ένα απλό googlαρισμα, ο Weatherall είναι η χαρά του συνεντευξιαστή. Έχει υπάρξει, όσο λίγοι, αυτόπτης μάρτυρας της εξέλιξης της νεανικής κουλτούρας των τελευταίων δεκαετιών. Όλα τα στυλ, όλοι οι ήχοι, όλα τα ήθη πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Κι αφού επέζησε από τις άγριες μέρες που τον αποκαλούσαν «speedfreak της βρετανικής κλαμπ σκηνής», είναι ένας έγκυρος χρονικογράφος τους. Μπορεί να μας εξηγήσει τι εννοεί όταν λέει «πόσο δίκοπο μαχαίρι είναι το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί σήμερα να φτιάξει μουσική» ή απλά να ανοίξει το σεντούκι με τις ανέκδοτες ιστορίες.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένας δεν μπορεί να προβλέψει στο δίωρο dj set που θα ακολουθήσει…