Ο Ανδρέας Μήτσου έχει εκδώσει 13 βιβλία από το 1982 ενώ το νέο του πόνημα αναμένεται το Πάσχα. Του έχει απονεμηθεί το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το Βραβείο Αναγνωστών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει αποδείξει την αξία του αλλά ο ίδιος αισθάνεται πως μόνο ο εκάστοτε αναγνώστης μπορεί να κρίνει αν είναι καλός ή όχι σε αυτό που κάνει τόσο χρόνια, με τόση αφοσίωση. Στο να γράφει.
Καθώς ξεκινάει η συζήτησή μας τον ρωτώ πώς και στην τελευταία του συλλογή διηγημάτων διάλεξε ως κοινό παρανομαστή των ιστοριών τα Χριστούγεννα, αφού ο ίδιος δηλώνει άθεος και αν στην Ενηλικίωση, που αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που ξεκίνησε από την χωροφυλακή και παραιτήθηκε, περιγράφει τον εαυτό του αφού ο ίδιος ξεκίνησε όντως από την χωροφυλακή, από την οποία έφυγε για να ενταχθεί σε αριστερές οργανώσεις. Μου απαντά με ηρεμία ότι οι γιορτές δεν είναι παρά συμβάσεις για να κωδικοποιήσει μια πραγματικότητα και ότι η εμπειρία από έναν “άγριο” χώρο βοηθά το άτομο να αποκτήσει μεγαλύτερο βαθμό αυτοσυνειδησίας, δηλαδή να ενηλικιωθεί.
Η ενηλικίωση δεν ταυτίζεται με την απώλεια της αθωότητας; Προφανώς αλλά είναι μια αθωότητα που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεν μπορείς να παραμείνεις εσαεί αθώος και εσαεί μπάτσος. Κάπου πρέπει να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις.
Ο αθώος μπορεί να παραμείνει αθώος ανεξαρτήτως χρόνου και εμπειριών; Μα δεν υπάρχει κανείς αθώος. Η αθωότητα είναι πρόφαση και δικαιολογία στον εαυτό μας. Είμαστε όλοι βαθιά ένοχοι στα σφάλματα τα οποία διαπράττουμε, γιατί επιζητούμε την ευτυχία και επιζητώντας την ευτυχία υπερβαίνουμε το μέτρο, ζητάμε παραπανίσια από όσα μας αξίζουν και διαπράττουμε πολλαπλά μικρά εγκλήματα στους κοντινούς μας και παραπέρα. Αυτός ο μύθος της αθωότητας είναι μια χριστιανική προκατάληψη. Ο μύθος της αθωότητας, ο μύθος της τιμωρίας, ο μύθος της κόλασης είναι προφάσεις. Ουδείς είναι αθώος. Είμαστε βαθύτατα ένοχοι κι αυτή η ενοχή μας κάνει καλλιτέχνες, δημιουργούς ή, πιο σωστά, η προσπάθεια να διώξουμε την ενοχή.
Ο καλλιτέχνης είναι ο άνθρωπος που μέσω της τέχνης προσπαθεί να φτάσει στον εξαγνισμό; Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να φωτίσει τις αιτίες που «με αφήνουν μισό» όπως λέει ο Σαββόπουλος. Προσπαθεί να φωτίσει γιατί δεν είναι ευτυχισμένος ο ίδιος και κατ’ αναλογία ο κόσμος. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να δικαιολογήσει το άδικο των πραγμάτων κι αυτή είναι μια συγκινητική προσπάθεια διότι η αδικία είναι σύμφυτη με τη βίωση και τη ζωή.
Είναι δηλαδή ένας καλύτερος άνθρωπος; Γίνεται ένας καλύτερος άνθρωπος καθώς σκάβει μέσα του. Ψάχνει στα βάθη του και βρίσκει την αλήθεια του. Βέβαια την αλήθεια «δεν πρέπει να την ανακαλύπτουμε» λέει ο Πλάτωνας «αλλά να τη θυμηθούμε». Φτάνει δηλαδή στη βαθύτερη μνήμη, μνήμη της αρχέγονης φύσης του. «Μας διώχνουν τα πράγματα» έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ και ο Καρυωτάκης «Μας διώχνουν τα πράγματα και η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε». Προσπαθούμε να ενταχθούμε σε μια πραγματικότητα, που δεν μας κάθεται, η κουφάλα.
Σε πολλά έργα σας περιγράφετε τους ανθρώπους του χωριού, ως ανθρώπους σκληρούς και τραχείς. Είναι αυτή η ουσία της φύσης μας; Προσπαθώ να απομακρυνθώ από αυτή τη λαογραφική εξιδανίκευση του απλού και γνήσιου χωριάτη. Πιστεύω ότι είναι αιμοβόροι, κακοί, επιθετικοί και βάναυσοι. Κι αυτή τη βαναυσότητα, που περιέχει κι ένα στοιχείο καλοσύνης καθώς ο χωριάτης βλέπει τα πράγματα καθαρά όπως έχουν, αυτή η βαναυσότητα πρέπει να αποκαθηλωθεί. Δηλαδή δεν παίζω στον μύθο ο αυθεντικός χωρικός, παίζω στον μύθο ο αυθεντικός χωρικός που στην αυθεντικότητά του είναι αμιγώς κακός, είναι αμιγώς βάναυσος. Καιρός πια να πέσουνε οι μύθοι του αγαθού χωριάτη που είναι και στοχαστής και καλοσυνάτος και που αγαπά τη φύση. Ούτε τη φύση αγαπά, ούτε τα ζώα αγαπά ούτε στοχαστής είναι, ούτε καλοσυνάτος. Είναι πιο επιθετικός στη φύση ο άνθρωπος.
Γιατί αυτό; Γιατί παραμένει ακατέργαστος. Μπορεί η επαφή με τη φύση να τον βοηθάει να βλέπει πιο άμεσα την πραγματικότητα όμως γενικά, σύμφωνα με τον δικό μου εμπειρικό κόσμο, λίγοι είναι οι χωριάτες που είναι καλοί, με μια πρωτογενή σημασία της έννοιας.
Οι ήρωες των βιβλίων σας είναι κατά βάση τρυφεροί και πληγώνονται από την σκληρότητα της πραγματικότητας. Στο τέλος δικαιώνονται; Οι ήρωες μου δεν δέχονται ποτέ ότι επέρχεται το τέλος. Συνεχίζουν να κάνουν την παντομίμα τους. Η τρυφερότητα είναι ένα στοιχείο που το έχει ο κάθε άνθρωπος απλά δεν του επιτρέπει η κοινωνική πραγματικότητα αλλά και η ευρύτερη πραγματικότητα να επιβιώσει με αυτή την τρυφερότητα. Την καταπνίγει και την στραγγαλίζει την τρυφερότητα η κοινωνία μας. Αυτό τον στραγγαλισμό, τη διαδικασία πνιγμού της τρυφερότητας μας θέλω να δείξω με τρόπους υπαινικτικούς, ελπίζω, και σεβόμενος την σιωπή των πραγμάτων. Τώρα ο καθένας και η ερμηνεία του. Ποιος το βλέπει αυτό και ποιος δεν το βλέπει, έτερον εκάτερον. «Βλέπουμε ό,τι μπορούμε να δούμε», έλεγε ο Καντ. Αναγνωρίζουμε αυτό από το οποίο έχουμε προηγουμένως γνώση. Την αλήθεια δε τη βλέπουμε παρά σύμφωνα με αυτό που είμαστε εμείς. Ο καλλιτέχνης καταθέτει την αλήθεια του, τη τεχνική και αισθητική θεώρηση του κόσμου που ο ίδιος έχει από εκεί και πέρα ο καθένας βλέπει ό,τι μπορεί να δει. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να είμαστε πολύ διακριτικοί στην διατύπωση της τέχνης και προπαντός δεν πρέπει να έχουμε βεβαιότητες. Δημιουργούν πια στους νέους ανθρώπους βεβαιότητες και οι βεβαιότητες είναι η ουσία του φασισμού. Η καλλιτεχνική συνείδηση πρέπει να χαρακτηρίζεται από έλλειψη βεβαιοτήτων. Όλα πρέπει να παίζουν στο παιχνίδι των πιθανοτήτων.
Ποια είναι η διέξοδος; Η άρνηση της πραγματικότητας ή η προσπάθεια ανατροπής της; Η προσπάθεια οικειοποίησης της ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Απλώς σκάβουμε ένα μονοπάτι για να μπορέσουμε να περπατήσουμε προς την ατομική μας ευτυχία έξω από ηθικολογικές νόρμες, έξω από τις συμβάσεις που μας ταλανίζουν, έξω από προκαταλήψεις, όσο μπορούμε. Το καλλιτεχνικό έργο στοχεύει στο να μας φέρει όσο πιο κοντά στον αυθεντικό εαυτό και να ζήσουμε λίγο πιο ευτυχισμένα δηλαδή λίγο πιο ουσιαστικά και πιο κοντά στη συνείδησή μας. Βέβαια δεν μπορώ να δώσω απάντηση αν η ελαφρότητα και η ασυνειδησία είναι προτιμότερη όσον αφορά την ευτυχία ή όχι. Δεν τα ξέρω κι όλα.
Η ατομική ευτυχία είναι εφικτή σε μια κοινωνία που δυστυχεί; «Η ευτυχία είναι μια στιγμούλα», λέει ο Ελύτης. Κι αυτή η στιγμούλα είναι το σκαλοπάτι για να περάσουμε στην άλλη μεριά, τη μεριά του θανάτου. Η ζωή είναι μικρή, η στιγμή είναι τεράστια. Όλο αυτό επαναλαμβάνω. Για να πιάσεις τη στιγμή πρέπει να είσαι ικανός να τη δεις και να είσαι ικανός να την αρπάξεις. Οι αρχαίοι έλεγαν ότι η ευκαιρία είναι ένας κουρεμένος έφηβος με μια φούντα στο κεφάλι. Αν τον αρπάξεις, την ώρα που περνάει, την κέρδισες. Τη στιγμούλα πρέπει να την έχουμε κυοφορήσει μέσα μας για να είμαστε έτοιμοι να την αρπάξουμε. Αλλιώς μας φεύγει και μένουμε με τα χέρια άδεια ενώ περνάει όπως το «νερό ανάμεσα στα δάχτυλα μας», όπως λέει ο Σεφέρης, χωρίς να πιούμε ούτε μια στάλα.
Στην επόμενη σελίδα: Μόνο ο τρυφερός άνθρωπος είναι επαναστάτης