«Στο διαρκές παρόν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όταν η αυτοπαρουσίαση σε Facebook, Instagram, Twitter, είναι τα πάντα, αυτά τα έργα αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας (autofiction) προσφέρουν ένα εναλλακτικό, πειραματικό, αφήγημα του εαυτού. Είναι απόπειρες ανάπλασης και επαναχρησιμοποίησης μιας λογοτεχνικής φόρμας και η ξαφνική τους δημοτικότητα άπτεται της ιδέας ότι για να αιχμαλωτίσουν την εμπειρία του 21ου αιώνα οι συγγραφείς πρέπει να σπάσουν τα όρια, να συνδυάσουν τη μυθοπλασία, την αυτοβιογραφία, την ιστορία, την ποίηση, και τις τέχνες του θεάματος.»

«Και που αφήνει όλο αυτό την επινόηση; Το ερώτημα του νοήματος και της αξίας της φαίνεται να απασχολεί το τρέχον ρεύμα των “autofictioneers”, που είναι πρόθυμοι να ερευνήσουν τις ιεραρχίες και τις υποκρισίες που επιβάλλονται στο γράψιμο. Για πολύ καιρό οι συγγραφείς άκουγαν ότι πρέπει να γράφουν αυτά που ξέρουν, μόνο και μόνο για να βρεθούν να δέχονται κριτική γιατί τους λείπει η φαντασία. Με άλλα λόγια, να δίνεις φωνή στην υποκειμενικότητά σου, αλλά να αποφεύγεις το ναρκισισσμό. Να σκαρφίζεσαι κάτι, αλλιώς θα νομίζουμε ότι δε μπορείς να το κάνεις. Να λες την αλήθεια, αλλιώς θα νομίζουμε ότι λες ψέματα.»

Τα παραπάνω είναι δύο από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα ενός ιδιαίτερα ενδιαφέροντος ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian για την πιο πολυσυζητημένη λογοτεχνική τάση των τελευταίων ετών, το/την autofiction (αυτοβιογραφική μυθοπλασία). Η οποία τάση, βέβαια, επί της ουσίας μόνο νέα δεν είναι -δεν χρειάζεται να φτάσει κανείς μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τότε που ζούσαν και έγραφαν ο Προυστ και η Γουλφ, για να το κατανοήσει αυτό- αλλά ας μην αφήσουμε την πραγματικότητα να μας χαλάσει μία ωραία ιστορία.

«Συγγραφείς σαν τον Κνάουσγκορντ το έφεραν ξανά στην επιφάνεια, αλλά είναι κάτι τόσο παλιό όσο ο Ησίοδος. Δηλαδή η ενασχόληση με τον εαυτό, είναι ένα αρχαίο θέμα κυριολεκτικά» λέει στην Popaganda η Αμάντα Μιχαλοπούλου με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, «Μπαρόκ» (εκδόσεις Καστανιώτη) και επισημαίνει το πραγματικά σημαντικό ζήτημα, που είναι το να καταφέρεις η δική σου ιστορία να αφορά τον αναγνώστη σε ένα επίπεδο δυνητικής ταύτισης που μπορεί να προσφέρει μόνο η μυθοπλασία και όχι η αυτοβιογραφία. Ή αλλιώς «πώς γίνεται να μιλάς για τον εαυτό σου» – που για την ίδια είναι εξ ορισμού πιο περίπλοκος και από μυθιστορηματικό ήρωα– «και να μην είναι ο εαυτός σου;»

Η ίδια το κατάφερε επινοώντας ξανά τον εαυτό της σαν τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα ενός βιβλίου που αποτελείται από 50 ιστορίες και ξεκινάει από το τέλος προς την αρχή.

Ήταν ο τρόπος που η Αμάντα Μιχαλοπούλου αναζητούσε επί χρόνια για να πει την ιστορία της, ή έστω την ιστορία της επινοημένης Αμάντας Μιχαλοπούλου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι άπαξ και έλυσε το πρόβλημα του λογοτεχνικού ευρήματος, όλα μετά ήταν εύκολα. Γιατί υπήρξαν στιγμές που ένιωσε ότι μεταχειρίζεται τη ζωή της όπως τα ρούχα που κρεμάει για να στεγνώσουν. Ή όπως καθαρίζει ένα ψάρι με πολλά κόκκαλα. Ή όπως η σήμανση εξετάζει τον τόπο ενός εγκλήματος.

Διαβάζοντας τη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί, θα καταλάβετε τι ακριβώς εννοεί.

Πρέπει να σας πω ότι μόλις τελείωσα το βιβλίο σας συνειδητοποίησα ότι είχα τσακίσει πάρα πολλές σελίδες με σκοπό να επιστρέψω κάποια στιγμή σε αυτές.
Αλήθεια; Πολύ χαίρομαι!

Θα ξεκινήσω, λοιπόν, με κάτι που γράφετε στην πρώτη σελίδα: «Ο εαυτός είναι εξίσου περίπλοκος με το σύμπαν». Άρα το να γράφετε ένα βιβλίο με τον εαυτό σας τόσο ξεκάθαρα στο επίκεντρο ήταν ακόμη πιο δύσκολο σε σχέση με ό,τι άλλο έχετε γράψει μέχρι σήμερα;
Χρησιμοποιείς τη λέξη «ξεκάθαρα». Ακριβώς όμως επειδή αυτό που λέμε «εαυτός» δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, και τελικά νομίζω ότι είναι πιο περίπλοκος και από μυθιστορηματικό ήρωα, ήταν όντως πολύ δύσκολο. Όταν έχεις ένα χαρακτήρα που τον πλάθεις από την αρχή, έχεις την αφάνταστη ελευθερία να τον επινοήσεις. Ενώ ο εαυτός μας είναι από τη μια μεριά τσιμεντωμένος και πεπερασμένος, έχουμε δηλαδή μια άποψη ότι είμαστε κάτι συγκεκριμένο, γι’ αυτό και νομίζω ότι διηγούμαστε τις ιστορίες μας με τον ίδιο τρόπο, σαν ανέκδοτα. Άρα αν δεν θες να πέσεις σε αυτό το στερεότυπο, πρέπει να επινοήσεις ξανά τον εαυτό, σαν να είναι ένας χαρακτήρας. Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Να ξαναπείς, δηλαδή, την ιστορία, αλλά με άλλο τρόπο. Να σκεφτείς ότι εντάξει, αυτό είναι που έχω αποφασίσει να λέω για να αυτοπροστατεύομαι, για να αμύνομαι, για να φαίνομαι καλός κι ενδιαφέρων άνθρωπος, αλλά πρέπει να προσπαθήσω να βρω τις ρωγμές της ιστορίας, το ανθρώπινο στοιχείο που μπορεί να σε κάνει να φανείς πολύ ευάλωτη ή πολύ τρομακτική.

Πρώτα είχατε την ιδέα των 50 ιστοριών και της αντίστροφης χρονικής πορείας ή την επιθυμία να γράψετε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, οπότε «αναγκαστήκατε» μετά να βρείτε ένα λογοτεχνικό εύρημα για να την υλοποιήσετε;
Τέσσερα χρόνια είχα την επιθυμία αλλά δεν έβρισκα τον τρόπο. Μου φαίνονταν όλοι οι τρόποι ανερμάτιστοι και ανοικονόμητοι. Το εύρημα έσωσε το βιβλίο. Μάλιστα στην αρχή είχα σκεφτεί ότι κάθε ιστορία θα είναι χίλιες λέξεις για να υπάρχει οικονομία και για να μην μπω στις παραφυάδες της κάθε ιστορίας, και ότι μέσα εκεί θα κάνω ό,τι κάνω.

Αφού, λοιπόν, βρήκατε το μοτίβο που θα ακολουθούσατε, πώς έγινε η επιλογή των ιστοριών, ο μεταξύ τους διαχωρισμός και όλη η δομή του βιβλίου; Ακολουθήσατε κάποια, τρόπον τινά, μαθηματική λογική;
Ναι! Στο γραφείο που έγραφα εκείνο τον καιρό υπήρχαν γύρω-γύρω στον τοίχο post-it, μια σειρά με τα 50 επικρατέστερα που κύκλωναν το δωμάτιο, και πάνω και κάτω από τα επικρατέστερα, άλλες ιδέες που θα μπορούσε να συμβούν. Έτυχε να φιλοξενήσω εκεί μια φίλη μου και με το που είδε το δωμάτιο, τρόμαξε. «Δεν μπορώ να φανταστώ πως εσύ ζεις εκεί μέσα», μου είπε. Ήταν όντως λίγο τρομακτικό. Ήταν σαν να είχα κάνει το σχέδιο της ζωής μου, αυτής της δυνητικής βιογραφίας, τέλος πάντων, το οποίο είχα κρεμάσει κιόλας, όπως κρεμάμε τις μπουγάδες μας να στεγνώσουν. Το είδα με τα μάτια της και είπα ότι πράγματι, αυτό που κάνω είναι πάρα πολύ σκληρό, δύσκολο και παράξενο.

Έτσι όπως το περιγράφετε μου έρχονται στο μυαλό σκηνές από το CSI και όλες αυτές τις αστυνομικές σειρές.
Αυτή είναι πάρα πολύ ωραία μεταφορά, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου.

Ήταν πολλές οι ιστορίες που απορρίφθηκαν μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία;
Ναι, πολλές και γοητευτικές που όμως δεν έδεναν με τον κύριο κορμό. Ήθελα ιστορίες, που να αντηχούν σε άλλες ιστορίες. Δηλαδή, κάτι που βρίσκεις στο κεφάλαιο 47, να το βρίσκεις και στο 4. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή η αφηγήτρια, ανεβαίνει στο πατάρι για να κατεβάσει ένα φόρεμα για να το δοκιμάσει η κόρη της, και μαζί βρίσκει και μια κοτσίδα, την οποία βλέπουμε ξανά πολλά κεφάλαια μετά. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχουν τέτοιες συνδέσεις, τέτοιοι υπαινιγμοί.

«Μου αρέσει που με το «Μπαρόκ» κατάλαβα ότι δεν έχω χάσει το χιούμορ μου, ότι μπορώ να αντέξω χωρίς τον θαυμασμό των άλλων, και ότι μπορώ να τσαλακώσω λίγο την εικόνα μου, να πω κάποια πράγματα που δεν είναι ευχάριστα.»

Σε κάποιο σημείο περιγράφετε το σοκ που βιώσατε διαβάζοντας για τον εαυτό σας στο βιβλίο μυθοπλασίας κάποιου άλλου. Ενώ γράφατε το «Μπαρόκ», πόσο έντονη ήταν η ανησυχία μήπως κάτι ανάλογο βιώσουν κάποιοι δικοί σας, με τη στενή ή την ευρεία έννοια, άνθρωποι, διαβάζοντας το δικό σας βιβλίο;
Αυτό ήταν που με σταμάταγε για πάρα πολύ καιρό. Όταν όμως αποφάσισα ότι η πρωταγωνίστρια του βιβλίου δεν θα είναι ο εαυτός μου, αλλά ένας επινοημένος εαυτός, μια ηρωίδα, τότε σαν να λύθηκαν τα μάγια. Απέκτησα μια πάρα πολύ περίεργη απόσταση και παρατηρούσα τι συμβαίνει σε αυτή τη γυναίκα. Επίσης άνθρωποι που με ξέρουν θα παρατηρήσουν ότι υπάρχουν πράγματα που έχουν συμβεί όπως τα περιγράφω και άλλα που δεν έχουν συμβεί. Άρα φαντάζομαι ότι μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι αφού το τάδε συμβάν είναι επινοημένο, μπορεί να είναι και το δείνα. Κι έτσι είμαι λίγο προστατευμένη λόγω της μυθοπλασίας. Αυτό πίστευα πάντα στη ζωή μου, ότι η μυθοπλασία σε προστατεύει, σε ανακουφίζει από τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα σε στέλνει πίσω σε αυτή.

Ποιο ήταν το σημαντικότερο πράγμα που μάθατε για τον εαυτό σας γράφοντας το «Μπαρόκ»;
Κατάλαβα ότι είμαι ικανή για συγχώρεση. Κατάλαβα ότι μπορώ να μπω στη θέση του άλλου. Το κάνουμε και στο μυθιστόρημα, έτσι κι αλλιώς, οι συγγραφείς. Όπως μπαίνω, ως γυναίκα, στη θέση ενός άνδρα ή ενός παιδιού ή ενός ηλικιωμένου, έτσι κατάλαβα ότι μπορώ να μπω και στη θέση ενός ανθρώπου που μπορεί να με αδίκησε, να με αγάπησε περισσότερο από όσο τον αγάπησα, ή το αντίθετο, να με «έφτυσε». Είναι σαν να βλέπεις με πολλά μάτια.

Λένε ότι οι παιδικές μας μνήμες είναι αυτές που κουβαλάμε αλώβητες μέχρι το τέλος της ζωής μας, ότι θυμόμαστε πιο έντονα κάτι που ζήσαμε στα πέντε, παρά κάτι που ζήσαμε πρόπερσι. Πότε δυσκολευτήκατε περισσότερο, όταν επιστρέφατε στο μακρινό ή το πρόσφατο παρελθόν;
Όλα μου φαίνονταν δύσκολα αλλά και πολύ ερεθιστικά. Αυτό που έλυνε τη δυσκολία ήταν η γλώσσα, να καταφέρω δηλαδή να γράψω με τη γλώσσα ενός πεντάχρονου, για παράδειγμα. Ήταν βέβαια και κάτι άλλο. Κάποια στιγμή περιγράφω τον καρκίνο της αφηγήτριας. Για μένα ήταν και είναι πάντα σημαντικό σε αυτές τις ιστορίες να μιλήσεις για την αρρώστια με ένα ζωτικό τρόπο. Να κάνεις το αντίθετο από το αναμενόμενο. Να χρησιμοποιήσεις το χιούμορ, να βρεις την αστεία στιγμή. Αντί να γράψεις μια ιστορία για την αρρώστια, γράψε μια ιστορία για την επιθυμία ή το σεξ μέσα από την αρρώστια. Όταν έβρισκα τέτοια πράγματα, χαιρόμουν σαν παιδί.

Σε κάθε κεφάλαιο συνυπάρχει η γλώσσα της πρωταγωνίστριας στην εκάστοτε ηλικία, με τη γλώσσα μιας βασικής, «τρίτης» αφηγήτριας.
Πολύ σωστά.

Κάτι που συμβαίνει πολύ οργανικά, δηλαδή εκεί που σκέφτεσαι ότι διαβάζεις τα λόγια μιας δεκάχρονης ή μιας εικοσάχρονης, ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι διαβάζεις τα λόγια της αφηγήτριας, δηλαδή τα δικά σας. Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός.
Είναι σαν να είμαστε ντυμένοι με πάρα πολλά ρούχα τον χειμώνα και σιγά-σιγά αρχίζουμε και τα βγάζουμε, μπαίνουμε σε ένα χώρο και ζεσταινόμαστε όλο και πιο πολύ, μέχρι που μπορείς να γδυθείς εντελώς και να είσαι σαν ένα βρέφος που μόλις γεννήθηκε. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι κατά βάση να μιλήσω με το εμπειρικό υλικό που διαθέτει ο άνθρωπος στην κάθε του ηλικία. Όχι απλά να ανατρέξω στη μνήμη αλλά να ζωντανέψω τον τρόπο σκέψης. Πώς σκέφτεται μια κοπέλα που χορεύει σε ένα πάρτι στα 19 της χωρίς να ξέρει τι θα της συμβεί μετά;

Άπαξ και βρήκατε το μοτίβο, τις 50 ιστορίες και την αντίστροφη χρονική πορεία, δεν αμφισβητήσατε καθόλου την αξία του όλου εγχειρήματος. Αυτό δηλαδή που κατά κανόνα απασχολεί τον οποιονδήποτε ξεκινάει να γράφει κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό: ποιον άλλον αφορά εκτός από μένα.
Όταν βρήκα αυτό που θα έκανα, πραγματικά δεν θεωρούσα πια ότι πρόκειται αυτοβιογραφία, θεώρησα ότι είναι όντως fiction, μια μυθοπλασία του εαυτού. Γιατί άλλωστε ποια είμαι εγώ που θα γράψω την ιστορία μου; Δεν είμαι διάσημη τραγουδίστρια, δεν είμαι ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πενικιλίνη… Νομίζω ότι η ιστορία ενδιαφέρει στον βαθμό που ο καθένας ανατρέχει στο παρελθόν του. Ο μηχανισμός της ταύτισης λειτουργεί κι ας μην έχει ζήσει κάποιος αυτά που διαβάζει. Ευτυχώς νομίζω ότι έλυσα το ζήτημα του ναρκισσισμού. Γιατί δεν γράφω για μια γυναίκα που λέει διαρκώς «α, τι ωραία που έζησα». Αλλά για μια γυναίκα που περπατά προς τα πίσω και εξετάζει πως έγιναν όλα. Για μένα τα ερωτήματα ήταν καθαρά μυθοπλαστικά. Δηλαδή υπάρχει σασπένς στη ζωή μας αν τη διηγηθούμε από το παρόν προς τα πίσω; Θέλει να ακούσει κάποιος; Νομίζω ότι θέλει, αν έχεις να του πεις μια ωραία ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Μπορεί να είναι ένα πολύ μεγάλο γεγονός, πολύ δραματικό, αλλά μπορεί να είναι και ένα γεγονός πάρα πολύ μικρό, ένα τίποτα. Επίσης για μένα το πολύ ανακουφιστικό με την αντίστροφη μέτρηση, ήταν ότι αναστήθηκαν όλοι οι άνθρωποι της ζωής μου που είχαν πεθάνει. Ήταν σαν μια τρομερή πράξη δημιουργίας, κάτι που με έκανε να νοιώσω πραγματικά θεά, με την έννοια της κοσμογονίας. Φέρνεις πίσω αυτούς που αγαπάς.

Πόσα κουτιά με παλιές φωτογραφίες και ημερολόγια ανοίξατε;
Δεν κοίταξα γράμματα και προσωπικά κειμήλια, γιατί δεν ήθελα να κάνω «ξεπατικωτούρα». Από τις ημερολογιακές καταχωρήσεις που υπάρχουν στο βιβλίο, η μόνη που βασίζεται σε πραγματικό ημερολόγιο, είναι της εγκυμοσύνης μου. Και το τρομερό είναι ότι αφού τελείωσα την πρώτη γραφή του βιβλίου, έχασα αυτό το ημερολόγιο γιατί ξέχασα μια τσάντα στο αεροδρόμιο. Όταν συνειδητοποίησα τι συνέβη, παρέλυσα. Μετά όμως σκέφτηκα ότι ήταν σαν να είχαν εκτελέσει το χρέος τους όλα αυτά. Είναι, πάντως, μεγάλο ζήτημα: πως γίνεται να μιλάς για τον εαυτό σου και να μην είναι ο εαυτός σου;

«Αν συνειδητοποιήσεις βαθιά το θέμα της θνητότητας, αποκτάς μια αίσθηση εγρήγορσης. Η ζωή είναι τώρα, θέλω να τη ζήσω κι αν είναι να γράψω κάτι καλό, θέλω να το γράψω τώρα, δεν μπορώ να περιμένω.»

Είναι το λεγόμενο autofiction η πιο έντονη λογοτεχνική τάση των τελευταίων ετών;
Συγγραφείς σαν τον Κνάουσγκορντ το έφεραν ξανά στην επιφάνεια, αλλά είναι κάτι τόσο παλιό όσο ο Ησίοδος, που στο «Έργα και ημέρες» μιλάει στον αδερφό του για τις κτηματικές διαφορές που έχουν, για τα αμπέλια και τα χωράφια τους. Δηλαδή η ενασχόληση με τον εαυτό, είναι ένα αρχαίο θέμα κυριολεκτικά. Τώρα, το πώς συμβαίνει σήμερα, υπό το φως των social media και της κοινωνικής δικτύωσης έχει ένα ενδιαφέρον. Προφανώς όλοι ασχολούμαστε πάρα πολύ με τον εαυτό μας. Βλέπεις στο δρόμο κόσμο να σηκώνει το κινητό κι εκεί που νομίζεις ότι φωτογραφίζει κάτι μπροστά του, συνειδητοποιείς ότι κοιτάζει τον εαυτό του.

Πρόσφατα στη Guardian δημοσιεύθηκε ένα μεγάλο θέμα που εξετάζει το αν η άνθηση της autofiction σημαίνει το τέλος του μυθιστορήματος.
Εγώ πιστεύω αντίθετα ότι είναι μια ενδιαφέρουσα στροφή του μυθιστορήματος. Προφανώς σε όλες τις εποχές, οι συγγραφείς συνομιλούν μεταξύ τους. Δηλαδή, όταν ο Κνάουσγκορντ γράφει αυτό που γράφει, όταν η Rachel Kusk γράφει αυτό που γράφει, μπορεί να θέλεις να πεις κι εσύ κάτι πάνω στο θέμα. Είναι σαν μια ανοιχτή συζήτηση, με τη διαφορά ότι τυπώνεται. Το μυθιστόρημα, σήμερα περισσότερο από ποτέ, είναι υβριδικό είδος, χωράει τα πάντα, από δοκίμιο, μέχρι ποίηση και ντοκουμέντο.

Οπότε αν υπάρχει ένας κανόνας είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες.
Ακριβώς.

Από όλη αυτή τη διαδικασία της επιστροφής στους παλιότερους σας εαυτούς, επινοημένους ή μη, αισθάνεστε ότι μεγαλώνοντας μαθαίνουμε όντως από τα παθήματά μας ή ούτε εδώ ισχύει κάποιος κανόνας;
Πόσο χρονών είσαι;

Σχεδόν 40.
Προσπαθώ να καταλάβω…

Δεν απέχουμε πολύ.
Ναι, εντάξει… Κοίταξε, πιστεύω πως είναι πάρα πολύ δύσκολο γενικά όλο αυτό. Βλέπεις ανθρώπους που μεγαλώνουν ωραία και ανθρώπους που μεγαλώνουν άσχημα γιατί δεν έχουν λύσει τους λογαριασμούς με τον εαυτό τους ή πιστεύουν ότι η ζωή τους χρωστάει, κάτι που αποτυπώνεται και στο πρόσωπο, σε μια αίσθηση συνοφρύωσης. Εγώ μεγαλώνοντας νομίζω ότι έμαθα πολλά πράγματα, έγινα καλύτερη γυναίκα, καλύτερος άνθρωπος.

Μέσα από το γράψιμο των βιβλίων βγήκε όλο αυτό;
Όχι. Βγήκε μέσα από τις εμπειρίες. Εννοώ και τις αρνητικές. Η αρρώστια, για παράδειγμα, είναι κάτι που σε αλλάζει. Μαθαίνεις ότι η ζωή είναι μικρή. Μιλάω πολύ κοινά, αλλά είναι σημαντικό. Αν συνειδητοποιήσεις βαθιά το θέμα της θνητότητας, αποκτάς μια αίσθηση εγρήγορσης. Η ζωή είναι τώρα, θέλω να τη ζήσω κι αν είναι να γράψω κάτι καλό, θέλω να το γράψω τώρα, δεν μπορώ να περιμένω. Ήμουν ένας άνθρωπος που περίμενε. Όταν ήμουν νέα, έλεγα ότι όλα θα γίνουν όλα κάποια στιγμή. Μετά, ξαφνικά, ο χρόνος σε πιέζει πολύ, συστέλλεται. Για μένα λοιπόν είναι πολύ σημαντικό να μη χάνω ευκαιρία να κάνω αυτό που θεωρώ αναγκαίο. Όταν βγήκε η «Γυναίκα του Θεού» είχα ρωτήσει τον Μαρωνίτη «σας άρεσε;» και μου είπε «μου άρεσε γιατί είναι ένα βιβλίο φυσικό και αναγκαίο». Χάρηκα τόσο πολύ με αυτό που άκουσα, που κάθε φορά που γράφω, και αναρωτιέμαι «είναι φυσικό και αναγκαίο; Θα χαλάσει ο κόσμος αν δεν γραφτεί;» σκέφτομαι ότι ναι, ο κόσμος μου θα χαλάσει αν δε γραφτεί. Οπότε κάθομαι και γράφω.

Πάντως απ’ άκρη σ’ άκρη στο «Μπαρόκ» φαίνεται ότι από πολύ μικρή θέλατε είχατε μεγάλη πρεμούρα να γίνετε συγγραφέας.
Κάποιοι άνθρωποι παλεύουν να βρουν το μονοπάτι τους. Εγώ είχα την τύχη να ξέρω από πολύ νωρίς στη ζωή μου ότι θέλω να γράψω βιβλία. Είχα τέτοια όρεξη που το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα ήταν δύο σελίδες. Ήμουν 12 ετών και δεν μ’ ένοιαζε να εμβαθύνω, ήθελα απλά να ικανοποιήσω την επιθυμία μου.

Δεδομένου ότι στο «Μπαρόκ» γράφετε ότι «η ανικανότητα να γράψουμε είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της συγγραφικής ζωής», πόσες φορές στη ζωή σας μέχρι σήμερα έχετε μετανιώσει που δεν ζείτε μια πιο “κανονική” ζωή»;
Ποτέ. Πρέπει να σου πω ότι κανείς δεν με έχει ρωτήσει τόσο άμεσα άμεσα κάτι τέτοιο.

Δεν το αντιλαμβάνεστε δηλαδή καθόλου ως βασανάκι;
Nομίζω ότι η ζωή μου θα ήταν δυσβάσταχτη χωρίς αυτό.

«Βλέπεις ανθρώπους που μεγαλώνουν ωραία και ανθρώπους που μεγαλώνουν άσχημα γιατί δεν έχουν λύσει τους λογαριασμούς με τον εαυτό τους ή πιστεύουν ότι η ζωή τους χρωστάει, κάτι που αποτυπώνεται και στο πρόσωπο, σε μια αίσθηση συνοφρύωσης. Εγώ μεγαλώνοντας νομίζω ότι έμαθα πολλά πράγματα, έγινα καλύτερη γυναίκα, καλύτερος άνθρωπος.»

Μα αφού «η λογοτεχνία είναι το αντίθετο του κεφιού», όπως γράφετε στο βιβλίο.
Κάποιος έξω από το χορό, θεωρεί ότι η τέχνη είναι μόνο διασκέδαση, ότι είναι, πώς να το πω…χόμπι! Ή μπορεί να σου πουν κιόλας, «εντάξει αυτό είναι το χόμπι σου, η δουλειά σου ποια είναι;» Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι άρχισαν να παίρνουν πολύ πιο σοβαρά αυτό που κάνω όταν άρχισα να διδάσκω δημιουργική γραφή. Το αντιλαμβάνονται ως ένα «κανονικό» μέσο βιοπορισμού. Ενώ αν πεις «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο πέντε ώρες για να γράψω κάτι», μπορεί να σκεφτούν «εντάξει, αυτός χαζεύει». Και όταν έρχεσαι από μια μικροαστική οικογένεια και αρκετά «προτεσταντική» στην ηθική της όπως η δική μου, πρέπει να φαίνεται αυτό που κάνεις, η δουλειά σου.

Να είναι κάτι χειροπιαστό.
Είναι ένας μικρός αγώνας για να καταλαβαίνουν οι δικοί σου άνθρωποι. Δεν το έχω λύσει ακόμη. Η οικογένεια μου ακόμη δεν ξέρει τι κάνω. Θεωρώ, πάντως, ότι έκανα μια επανάσταση, γιατί από μικρή ήμουν το «καλό κορίτσι», ήθελα να είμαι υπάκουη, να αρέσω στην μαμά μου και στον μπαμπά μου, να με καμαρώνουν, αλλά τελικά δεν μπορούσα να μην παραδοθώ στο γράψιμο. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία μου…

Η ζωή, λοιπόν, είναι ένας διαρκής αγώνας, και οι δυσκολίες δεν σταματάνε ποτέ. Για ένα συγγραφέα ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα; Το να προσπαθήσει, όπως γράφετε στο «Μπαρόκ», να διατηρήσει την αθωότητα και την ελευθερία που νιώθει κανείς όταν πρωτογράφει;
Αθώος δεν μπορείς να γίνεις δεύτερη φορά. Μπορείς, όμως, να επινοήσεις ξανά την αθωότητα όταν μιλάς για κάποιον αθώο άνθρωπο μέσα στην μυθοπλασία. Γιατί θυμάσαι τι σημαίνει αθωότητα, θυμάσαι τι σημαίνει να κάνεις έρωτα για πρώτη φορά, τι σημαίνει το πρώτο φιλί, τι σημαίνει να γεννάς για πρώτη φορά, τι σημαίνει να πιάνεις την πρώτη σου δουλειά. Για μένα, στη μέση ηλικία που είμαι τώρα, το στοίχημα έχει να κάνει με το να μπορώ να επινοώ νέους τρόπους για να πω αυτά που θέλω να πω. Να μην επαναλαμβάνομαι. Δεν θέλω να ξαναγράψω κάτι σαν το «Μπαρόκ». Τώρα, ας πούμε, επεξεργάζομαι δυο-τρεις ιδέες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Θα δούμε ποια θα επικρατήσει. Στο μεταξύ γράφω διηγήματα που μου έχουν ζητήσει διάφοροι. Βγήκε και το βιβλίο των μαθητών μου, το οποίο είναι και λίγο σαν δικό μου. Να η αθωότητα που λες. Μαζί τους νιώθω ξανα σαν μια νέα συγγραφέας.

Δεν είναι μεγάλη ευθύνη να ξέρει κανείς ότι επηρεάζει με αυτά που διδάσκει μια ομάδα νέων συγγραφέων;
Είναι, αλλά το βρίσκω υπέροχο. Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί κάνουμε τόσο ωραίες συζητήσεις για την λογοτεχνία γενικότερα, διαβάζουμε ωραία κείμενα, δηλαδή κλασικά, γιατί πιστεύω ότι οι απαντήσεις και τα κλειδιά είναι πάντα στην μεγάλη λογοτεχνία.

Έχετε στο μυαλό σας μια εικόνα ενός ιδεατού αναγνώστη;
Πάρα πολύ δύσκολη ερώτηση. Ποιος να είναι ο αποδέκτης… Εγώ πιστεύω πάντα ότι υπάρχει κάποιος αόρατος που διαβάζει, πίσω και δεξιά μου, την ώρα που γράφω. Σαν να είναι ο αναγνώστης, η αναγνώστρια, αλλά λίγο κι εγώ. Αυτή τη φορά μου αρέσει που δεν έγραψα ένα δραματικό βιβλίο, παρότι υπάρχουν δραματικά στοιχεία. Αλλά δεν είναι ένα βιβλίο βουτηγμένο στο δράμα. Μου αρέσει που με το «Μπαρόκ» κατάλαβα ότι δεν έχω χάσει το χιούμορ μου, ότι μπορώ να αντέξω χωρίς τον θαυμασμό των άλλων, και ότι μπορώ να τσαλακώσω λίγο την εικόνα μου, να πω κάποια πράγματα που δεν είναι ευχάριστα.

Είχατε αυτή την αγωνία παλιότερα;
Ναι, καταρχάς ως άνθρωπος, πάρα πολύ.

Ως συγγραφέας έχετε την αγωνία της αποδοχής;
Φυσικά.

Ακόμη; Μα αυτό είναι κάτι που πετύχατε από την αρχή της συγγραφικής σας καριέρας, με το πρώτο σας βιβλίο.
Είναι και λίγο παγίδα όταν οι συγγραφείς επιβραβεύονται πολύ νωρίς, στο πρώτο τους μυθιστόρημα. Γιατί πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα σου μιλάνε για εκείνο το βιβλίο. Το οποίο δεν είναι και το πιο κολακευτικό πράγμα, γιατί εσύ έχεις προχωρήσει και ο άλλος έχει μείνει εκεί πίσω και θα ήθελες να τον πείσεις να συνεχίσει να σε διαβάζει, να δει τι κάνεις τώρα.

Ποιο είναι για εσάς το καλύτερο και το χειρότερο κομμάτι της συγγραφικής διαδικασίας;
Το καλύτερο είναι όταν αρχίζει η δεύτερη γραφή. Είναι πολύ ωραία και η πρώτη ιδέα, η έξαψη, αλλά αμέσως αρχίζουν τα προβλήματα. Γράφεις τη μία μέρα, σκέφτεσαι με ενθουσιασμό «πω πω τι έγραψα!», πας να κοιμηθείς, σηκώνεσαι το πρωί και θες να φτύσεις την οθόνη. Αυτό είναι το χειρότερο. Η διαρκής αμφισβήτηση. Για μένα, λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντική η διαδικασία του καθαρισμού της γλώσσας. Είναι σαν να καθαρίζεις ένα ψάρι, με πολλά κόκκαλα, και στο τέλος να σου μένει το ψαχνό.

Το φιλέτο, σαν να λέμε.
Ναι αυτό. Δεν ξέρω γιατί μίλησα για ψάρι. Δεν μου αρέσει καθόλου να καθαρίζω ψάρια. Ας πούμε ότι είναι σαν να ετοιμάζεις ένα σπίτι. Αφού το χτίσεις, αρχίζουν οι λεπτομέρειες. Έχουν τελειώσει τα υδραυλικά, έχουν τελειώσει τα ηλεκτρολογικά, δεν φαίνονται τα υλικά πια, φαίνονται οι άσπροι, καθαροί τοίχοι, κι εσύ πρέπει να επιλέξεις τα έπιπλα, άντε και κανένα ωραίο έργο τέχνης.

Έχει υπάρξει μέχρι σήμερα κάποιο σχόλιο για το «Μπαρόκ» που να σας άφησε με το στόμα ανοιχτό;
Κάποια μου είπε ότι της φάνηκε σαν roller coaster η ανάγνωσή του βιβλίου, γιατί εκεί που σου δημιουργεί ένα συναίσθημα, αμέσως μετά σου δημιουργεί ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό, για παράδειγμα από το βαρύ πένθος περνάς σε μια ιστορία τρομερά αστεία. Από την άλλη, ένας συνάδελφος συγγραφέας σχολιάζοντας αρνητικά το βιβλίο μου είπε: «εγώ δε θα έγραφα ποτέ την αυτοβιογραφία μου». «Μα δεν είναι η αυτοβιογραφία μου», του είπα. «Με συγχωρείς», μου είπε, «δεν πιστεύεις στο διαχωρισμό των ειδών, ότι υπάρχει δοκίμιο, μυθιστόρημα κλπ;». «Όχι», του απάντησα. Κι έληξε η κουβέντα μας.


Το βιβλίο «Μπαρόκ» της Αμάντας Μιχαλοπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.