Είχες πει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έκανε εθνική πρεμιέρα η ταινία, ότι εμπιστεύεσαι την κρίση του κοινού, για το αν θα έρθει στις αίθουσες. Έμεινες ικανοποιημένος απ’ αυτήν την κρίση; Κοίτα, δεν έμεινα ικανοποιημένος απ’ τα εισιτήρια που έκοψε. Αλλά, αν το δεις συγκριτικά, με ταινίες που βγαίνουν και κόβουν από 500 ως 3 χιλιάδες εισιτήρια, τα 17-20 χιλιάδες που έκοψε η ταινία, είναι ένα καλό νούμερο. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να κόψει πολύ περισσότερα. Απ’ την άλλη όμως, χαίρομαι για το ενδιαφέρον που εκφράστηκε από νέους ανθρώπους. Κι επίσης, αν θέλεις, αισθάνομαι κι εγώ μια ευθύνη, την οποία πιστεύω κι άλλοι νέοι σκηνοθέτες αισθάνονται, να ξαναφέρουμε το κοινό στην αίθουσα. Να ξαναεπικοινωνήσουμε με τον κόσμο κι όχι να του δείξουμε, μ’ ένα είδους αυτισμού, αυτό που αφορά εμάς, κι όχι κάτι που να αφορά και τον θεατή. Πρέπει να κάνουμε ένα βήμα προς το κοινό δηλαδή, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι πρέπει να προδώσουμε τα πιστεύω μας, ή να τα κάνουμε φρουτόκρεμα.
Όπως όλα δείχνουν, το ελληνικό σινεμά έχει αναπτύξει μια γλώσσα πολύ πιο διεθνή απ’ ότι παλιότερα. Το ελληνικό κοινό, πώς βλέπεις να ανταποκρίνεται σ’ αυτήν; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να το βάλουμε σε φόρμουλα αυτό. Δηλαδή, δεν πιστεύω ότι η δική μου γλώσσα είναι ίδια με του Γιάννη Οικονομίδη, για παράδειγμα (σσ: Ψυχή στο Στόμα, Το Μικρό Ψάρι). Ούτε πιστεύω ότι είναι ίδια με του Έκτορα Λυγίζου (σσ: Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού). Αυτό που κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά, κι αυτό που μας συνδέει, αν θέλεις, είναι ότι είμαστε όλοι πιο ειλικρινείς. Και μας ενδιαφέρει να επικοινωνήσουμε, κι αυτή είναι μια ανάγκη που προκύπτει πιο έντονα όταν ένα κράτος βρίσκεται σε κρίση, που είναι και μια περίοδος κατά την οποία η τέχνη γενικότερα ανθίζει, μιας κι η τέχνη προσπαθεί να κρίνει και να αναλύσει την κατάσταση της εποχής στην οποία ζει. Και μέσα απ’ αυτό βγαίνουν και πιο αληθινά πράγματα.
Ποια είναι η δική σου προσέγγιση της κατάστασης και της εποχής; Νιώθω ότι υπάρχει βία από τη μία, έλλειψη παιδείας απ’ την άλλη, κι ύστερα υπάρχει και μια διάθεση γι’ αυτό που είπες κι εσύ, να δαιμονοποιήσουμε το κακό. Να το δείξουμε και να πούμε «α, τι κακό, οι πολιτικοί είναι κακοί». Φυσικά και είναι κακοί, αλλά έχουμε κι εμείς ευθύνη. Που τους ψηφίζουμε πρώτα απ’ όλα, αλλά και διότι, ουσιαστικά, ο Έλληνας πάντα κινούνταν απ’ τα προσωπικά μικροσυμφέροντα και δεν κοιτούσε ποτέ το σύνολο. Αν δεν λογαριάσουμε την προσωπική μας ευθύνη απέναντι στο σύνολο, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φτιάξουμε σοβαρές οντότητες, οι οποίες να φέρουν την επανάσταση, οποιουδήποτε είδους και σε οποιοδήποτε επίπεδο. Και μην κρίνουμε τα πράγματα μόνο από την Αθήνα, δες στην επαρχία τι γίνεται…
Η μεσαία τάξη είναι που, με βάση την Ιστορία, έχει καταστρέψει όλες τις επαναστάσεις. Η Γαλλική επανάσταση, εκφυλίστηκε γιατί η ανώτερη τάξη λάδωσε τη μεσαία τάξη και την πήρε με το μέρος της, αντί να πάει με τους μικροαστούς, που ήταν τόσο καιρό μαζί.
Τι γίνεται; Η αποθέωση των μικροσυμφερόντων γίνεται. Οι αγρότες, για παράδειγμα, που ψηφίζουν δεξιά για να μη χάσουν τις επιδοτήσεις, που είναι και λογικό να μη θέλουν να τις χάσουν, αλλά όσο αφοσιώνονται στις επιδοτήσεις, τόσο μεγαλύτερο χώρο αφήνουν στον άλλον, να έρθει να τους εκβιάσει, ότι αν δεν τον ψηφίσουν, θα χάσουν τις επιδοτήσεις.
Νιώθεις κι εσύ ότι, ως λαός, έχουμε αντικαταστήσει τον Ραγιαδισμό μ’ ένα ιδιότυπο Σύνδρομο της Στοκχόλμης; Ακριβώς αυτό είναι, ναι. Κι αυτός είναι κι ένας βασικός άξονας και στο Miss Violence. Ότι, δηλαδή, σας έχω από κάτω και σας χτυπάω, κι όταν πάτε να αντιδράσετε, γίνεται αυτό που λέει το Gagarin Way: «δώσε μερικές χάντρες στους ιθαγενείς και θα είναι ευχαριστημένοι, κι αν αρχίσουν να ανησυχούν, δώσ’ τους μερικές πιο φανταχτερές». Ξέρεις, το σύστημα έχει αφομοιώσει κάθε μορφή επανάστασης πάρα πολύ καλά, γιατί το σύστημα δουλεύει και υπάρχουν μυαλά που σκέφτονται ακριβώς το πώς θα δουλέψει. Κι επίσης, είναι οργανωμένο, ενώ ο κόσμος δεν έχει καμία οργάνωση. Γιατί όταν το μόνο που κοιτάς είναι το πώς θα βολευτείς εσύ, δεν έχεις καμία όρεξη να οργανωθείς με τους άλλους, και να διακινδυνεύσεις αυτό το βόλεμα. Κι έτσι, το σύστημα δουλεύει ανενόχλητο.
Είναι δηλαδή κάτι του οποίου ο άνθρωπος ως άτομο, δεν μπορεί να αμυνθεί; Μόνο με προσωπική ευθύνη και επίγνωση του πού βρίσκεται, τι κάνει και γιατί το κάνει. Ο Έλληνας πέρασε πάρα πολλά χρόνια πεινασμένος. Σ’ αυτήν την πείνα βασίστηκαν και μας τάισαν το αμερικάνικο όνειρο, σα χαπάκι. Το ίδιο θα γίνει και στο Ιράν κάποια στιγμή. Πλέον οι πόλεμοι δεν χρειάζονται, θα παρακαλάνε να τον υιοθετήσουν τον καπιταλισμό, όλες οι χώρες που τον έχουν στερηθεί. Όταν μπεις, λοιπόν, σε τέτοιο τριπάκι, ο μόνος τρόπος να αμυνθείς, είναι η αυτοκριτική και η αυτοσυνείδηση. Να ξέρει κανείς τα προσωπικά του όρια, δηλαδή. Το οποίο, βέβαια, είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα παιδείας. Κι η παιδεία, είναι κάτι που πολύ, πολύ αργά καταστρέφεται, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλον τον κόσμο. Και στη Γερμανία, άλλωστε, το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν είναι αυτό που ήταν. Πέφτει συνεχώς θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη. Στην Αγγλία, επίσης. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η μάζα, θα παραμένει μάζα. Κι αυτό εκφράζεται, αν θέλεις να το συνδέσεις με το κοινό, με τη διάθεση που υπάρχει στην Ελλάδα, ότι εγώ δεν θέλω να πάω να δω κάτι να με ρίξει, δεν θέλω να πάω να προβληματιστώ. Λες κι αυτό θα σε κάνει κακό άνθρωπο, ας πούμε, επειδή θα χαλάσει τη ζαχαρένια σου. Υπάρχει μια επανάπαυση δηλαδή, την οποία τη βλέπεις και στις πορείες, ας πούμε, που εκτονώνεται ο κόσμος με εκδηλώσεις βίας, κι ύστερα πάει ήσυχος σπίτι του, έτοιμος να συνεχίσει το πρόγραμμά του την επόμενη μέρα.
Το σύστημα έχει αφομοιώσει κάθε μορφή επανάστασης πάρα πολύ καλά, είναι οργανωμένο, ενώ ο κόσμος δεν έχει καμία οργάνωση. Γιατί όταν το μόνο που κοιτάς είναι το πώς θα βολευτείς εσύ, όταν δεν έχεις καμία όρεξη να οργανωθείς με τους άλλους, και να διακινδυνεύσεις αυτό το βόλεμα, το σύστημα δουλεύει ανενόχλητο.
Πηγαίνεις σε πορείες; Παλιότερα πήγαινα. Τώρα πια δεν πηγαίνω, γιατί κόντεψα να χάσω το ένα μου μάτι από ένα μπουκάλι που έφαγα από έναν χρυσαυγίτη σε μια πορεία για τη 17η Νοεμβρίου το ’11.
Παρακολουθείς όμως το τι γίνεται όταν βγαίνει ο κόσμος στους δρόμους, κι ακόμα περισσότερο το πώς αυτό παρουσιάζεται απ’ τα κρατούντα media. Αυτό το βλέπω πάρα πολύ καλά, και ξέρεις, ένα άλλο πράγμα που κάνει το σύστημα, είναι να σου καλλιεργεί την πεποίθηση ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα εναντίον του. Είναι πάρα πολύ καλά στημένο αυτό, πολύ καλά μεθοδευμένο απ’ τα media, και κάνει τον καθένα να αισθάνεται πάρα πολύ αδύναμος. Κι επίσης, έχουν καταφέρει, κάθε φορά που γίνεται μια πορεία, να εκνευρίζουν και να ταλαιπωρούν όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Κλείνουν όλους τους δρόμους σ’ όλο το σύμπαν, ας πούμε, επειδή κάνουν μια πορεία πενήντα άτομα, τα οποία θα μπορούσαν να τα διαχειριστούν με πολύ πιο ορθολογικό τρόπο. Νιώθω δηλαδή, σαν να δημιουργούν συνεχώς, έναν τεχνητό εμφύλιο. Και σε κάνουν να λες «πάλι πορεία; Κι εγώ πώς θα πάω στη δουλειά μου;». Ενώ έπρεπε να γίνεται μία πορεία, και να συμμετέχουμε όλοι. Να γίνεται μία απεργία, συνολική, 7 ημερών, και να συμμετέχουμε όλοι. Γιατί η Ιστορία έχει δείξει, ότι οι μεγάλες απεργίες, είναι που φέρνουν τα αποτελέσματα. Κι όχι αυτές της μιας μέρας, που είναι σα λέμε κάνουμε πάρτυ, ελάτε για ένα φοντανάκι.
Νιώθεις ότι η ελληνική κοινωνία είναι σε κωματώδη κατάσταση; Ακριβώς έτσι είναι, σε πλήρη αταραξία και απάθεια. Κι αυτό ξέρεις από πού ξεκίνησε; Όταν επί Νέας Δημοκρατίας, άρχισαν να βγαίνουν 30 σκάνδαλα την εβδομάδα, υπό το στέμμα της αλήθειας και τις μαχητικής δημοσιογραφίας ας πούμε, με αποτέλεσμα ο Έλληνας να απονεκρωθεί πλήρως και πλέον να μην τον σοκάρει τίποτα, να τα περιμένει όλα.
Tο ελληνικό σινεμά γιατί απέχει απ’ αυτό; Αυτές οι αληθινές ιστορίες και τα πολιτικά σκάνδαλα, που καθορίζουν την πολιτική μας Ιστορία, γιατί δεν περνάνε στο ελληνικό πανί, και δεν έχουμε τα δικά μας All the President’s Men και Nixon και JFK, ή έστω ντοκιμαντέρ για τη Siemens και το Βατοπέδι; Να σου πω τι γίνεται… Εγώ έχω προσπαθήσει πάρα πολύ, για μεγάλο διάστημα, να γράψω μια πολιτική ταινία. Με γοητεύει πάρα πολύ ο πολιτικός κινηματογράφος, όπως ήταν το σινεμά του Γαβρά, ας πούμε, ή ακόμη κι οι πρώτες ταινίες του Αγγελόπουλου. Δυστυχώς όμως, αυτό που έχει γίνει, είναι ότι ο εχθρός δεν είναι πια ορατός. Δεν έχεις να πολεμήσεις μια Χούντα, ή μια Κατοχή, δηλαδή. Βλέπεις πολύπλοκα συστήματα, όπως αυτό που προσπάθησε να προσεγγίσει η Syriana για παράδειγμα, τα οποία όμως σε οδηγούν σ’ ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο, τόσο κομπλικέ, που αναλώνεσαι στο να επεξηγήσεις τα πάντα, για να γίνουν κατανοητά, και εν τέλει δε λες τίποτα. Γιατί ακριβώς ο εχθρός δεν είναι ορατός. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει πολιτική, επειδή πίσω απ’ όλα βρίσκεται το χρήμα. Παλιότερα, υπήρχαν και κάποιες ιδεολογίες, τώρα η μόνη ιδεολογία είναι το χρήμα.
*Το Gagarin Way, του Γρέγκορι Μπεργκ, σε μετάφραση Αλέξανδρου Μπαλαμώτη, δραματουργία Κώστα Περούλη και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά, με τους Στέφανο Κοσμίδη, Μιχάλη Μουλακάκη, Κώστα Ανταλόπουλο και Μάνο Βακούση, παίζεται κάθε Τετ., Πέμ., Κυρ. στις 8μμ και Παρ., Σαβ. στις 9μμ, στο θέατρο Βασιλάκου (Πλαταιών & Προφήτη Δανιήλ 3, 2103467735)