Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο «Μεγάλος» Πόλεμος, ήταν ο «πόλεμος που θα έβαζε τέλος σε κάθε πόλεμο». Το κολοσσιαίο αυτό γεγονός διέλυσε την Ευρώπη επί τέσσερα χρόνια και άλλαξε τα πάντα και για πάντα, εισάγοντάς μας βίαια στη μοντέρνα εποχή. Ήταν το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο γεγονός, η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα συνειδητοποίησε έμπρακτα πόσο αλληλένδετη είναι η…ανθρωπότητα. Έτσι, πολύ σωστά, το 1914 (έτος έναρξης του πολέμου), θεωρείται το «πρώτο» του 20ου αιώνα.
Ακόμα και σημερα παραμένει ένα ιδιαίτερα πλούσιο θέμα για τους κάθε είδους συγγραφείς. Πέρα από τα ιστορικά και τα στρατιωτικά βιβλία, για τον «Μεγάλο» πόλεμο έχουν γραφτεί λογοτεχνικά αριστουργήματα οπως ο «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» του Χέμινγκγουεϊ, το «Ουδέν Νεότερό από το Δυτικό Μέτωπο» του Ρεμάρκ, ο «Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά» του Γκρέιβς. Με αυτού του επιπέδου τα βιβλία φιλοδοξεί να αναμετρηθεί «Ο Μεγάλος Πόλεμος» του Σέρβου Αλεξάνταρ Γκατάλιτσα (μεταφραστή του Αισχύλου, του Σοφοκλή και κυρίως του Ευρυπίδη στα Σέρβικα), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το βιβλίο ολοκληρώνει την τριλογία του 20ου αιώνα (μετά τα “The Century” και “The Invisible”) του συγγραφέα και είναι σίγουρα το πιο μεγαλεπήβολο έργο του. Με πάνω από 70 (!) χαρακτήρες που καλύπτουν ένα ευρύτατο κοινωνικό φάσμα (από τον ηλικιωμένο έμπορο μπαχαρικών της Κωνσταντινούπολης και τους νεαρούς υπαλλήλους του που χάνονται στις μάχες ως την Κικι του Μονπαρνάς, από τον Ζαν Κοκτώ που προμηθεύεται παράνομα φαγητό από την Κικι του Μονπαρνάς ως τον Αρχιδούκα Franz Ferdinand στο επιθανάτιο τραπέζι του νεκροτομείου, από τον διάσημο τραγουδιστή όπερας που τραγουδάει στα στρατεύματα ως τον χημικό που δημιουργεί τα πρώτα δολοφονικά άερια και καταλήγει να σκοτώσει την γυναίκα του), ο Γκατάλιτσα δημιουργεί μια επικών διαστάσεων νωπογραφία της εποχής, με στόχο να περιγράψει τον Μεγάλο Πόλεμο όσο πληρέστερα και από όσες περισσότερες οπτικές γωνίες είναι εφικτό.
Έτσι, η δράση – που εξελίσσεται χρονολογικά, σε μεγάλα κεφάλαια για το κάθε έτος του πολέμου – λαμβάνει χώρα παράλληλα, σε πολλές χώρες (Πρωσία, Γαλλία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία, Θεσσαλονίκη, κλπ) και σε πολλά επίπεδα, ξεκινώντας από το πώς ξεκίνησε για τον κάθε πρωταγωνιστή ο Πόλεμος και ακολουθώντας τις περιπέτειές τους στην πορεία των χρόνων. Από την αθωότητα των ημερών της ξεγνοιασιάς πριν τον πόλεμο, στις πρώτες ημέρες που είναι γεμάτες πάθος για τους νεαρούς που θέλουν να βρεθούν στο κέντρο της δράσης, στον ζόφο των χαρακωμάτων και τον όλεθρο του θανάτου, ο συγγραφέας ρίχνει παντού το βλέμμα του.
Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Γκατάλιτσα μπλέκει την Ιστορία με τον μαγικό ρεαλισμό, δίνοντας έτσι στα γεγονότα τις διαστάσεις που μόνο ένας πόλεμος μπορεί: όταν ο κόσμος καταρρέει, όταν η παραφροσύνη και το κακό κυριαρχούν, τότε οι κανόνες της πραγματικότητας παύουν να ισχύουν και τα πάντα είναι πιθανά, ακόμα και τα πιο απίστευτα.
Ας πουμε, οι καρτ-ποστάλ – το βασικό μέσο επικοινωνίας των στρατιωτών με το σπίτι τους – δεν χρειάζεται να σταματήσουν να έρχονται, όταν πεθαίνει στη μάχη ο αγαπημένος γιος, αδερφός ή εραστής. Τουναντίον, οι καρτ-ποστάλ μπορούν – με μαγικό τρόπο – να γράφονται από μόνες τους και να αποστέλλονται κανονικά στους δικούς του, μέχρι να αποκαλυφθεί η σκληρή αλήθεια αρκετά αργότερα. Διότι, αφού όλοι οι «κανονικοί» κανόνες έχουν καταργηθεί, γιατί να μην μπορούν ακόμα και οι λέξεις να επαναστατήσουν ώστε να προσφέρουν λίγη ακόμα χαρά σε εκείνους που αγωνιούν;
Αυτού του τύπου οι εντυπωσιακές αλληγορίες για τη δύναμη της λογοτεχνίας και των λέξεων, είναι η δύναμη του Γκατάλιτσα. Στα χνάρια του Ίβο Άντριτς («Το γεφύρι του Δρίνου»), δημιουργεί κι αυτός έναν κόσμο όπου η αλήθεια δεν είναι μία, αλλά κρίνεται μόνο υπό το πρίσμα της Ιστορίας: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από το γεγονός, τόσο πιο πολλές αλήθειες προκύπτουν.
Στον πόλεμο, οι νικητές και οι ηττημένοι δεν έχουν την ίδια μοίρα. Όμως, στη λογοτεχνία, ισχύει το αντίθετο. Η ιστορία του κάθε πρωταγωνιστή, σημαντικού στρατηγού ή ασήμαντού καταληψία σπιτιού στο Παρίσι, έχει ακριβώς την ίδια αξία. Γιατί μπορεί στον πόλεμο να μην είναι όλοι ήρωες, αλλά στη λογοτεχνία ισχύει το ακριβώς αντίθετο: όλοι είναι ήρωες.
Απολαυστικό αλλά και απαιτητικό στην ανάγνωση του, το κείμενο δεν ενδείκνυται για ταχεία ανάγνωση, τόσο λόγω του πλήθους των χαρακτήρων και των περιπετειών τους, όσο και επειδή ο Γκατάλιτσα ηθελημένα χρησιμοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές (π.χ. επαναλήψεις, αλληλένδετες πλοκές, κλπ) για να εντείνει τον πολύπλοκο και μακάβριο σουρρεαλισμό του πολέμου.
Πάνω απ’όλα, έχουμε εδώ μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας φόρμας για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα του 21ου αιώνα, όχι μέσω ριζοσπαστικών μεθόδων αλλά χρησιμοποιώντας γνωστά υλικά και τρόπους. Υψηλή λογοτεχνία από τον Γκατάλιτσα, που μπορεί και συνδυάζει στη γραφή του την Βαλκανική καταγωγή του και τον Ευρωπαϊκό του ορίζοντα.
Σε μια εποχή που στην Ευρώπη αναζωπυρώνεται ο εθνικισμός και όλα δείχνουν ότι πάμε προς τα πίσω, ο «Μεγάλος Πόλεμος» επιχειρεί να μας δείξει – όσο πιο γλαφυρά και όσο πιο «τρελά» γίνεται – τι ακριβώς είναι αυτό το «προς τα πίσω» που ψάχνουμε και γιατί πρέπει να το αποφύγουμε.