O Paul Webb εδώ βρίσκει τη φωνή του. Κυριολεκτικά, γιατί αν ο μπασίστας των Talk Talk -δηλαδή ο Rustin Man- το 2002 άφηνε την Beth Gibbons να κάνει τη δουλειά (στο folk κομψοτέχνημα με jazz ευαισθησίες που ακούει στο όνομα Out of Season), εδώ κάθεται (και) πίσω από το μικρόφωνο για να φτιάξει άλλη μια φορά έναν δίσκο υψηλών προδιαγραφών. Και είναι πιο προσωπική αυτή εδώ η δουλειά, αν και λιγότερο ενδόμυχη, πάντα με πολυεπίπεδα ηχητικά στρώματα που δεν κατευνάζουν την εξερευνητικότητά τους. Όσο κι αν η φωνή του δίνει μια τρεμάμενη αίσθηση που σίγουρα ξεπατίκωσε από τον Bowie, ο Webb κατά τ’ άλλα παίρνει μια εντελώς άλλη, πιο γήινη κατεύθυνση. Κι όλα εδώ λειτουργούν ενοποιημένα χωρίς να επαναλαμβάνονται. Μπαλάντες που μοιάζουν σαν ηχητικό comfort food (“Brings Me Joy”), jazzy ζεστασιά (“The World’s In Town”) και στις καλύτερες στιγμές του δίσκου, ο Neil Young να εγκρίνει από μακριά (στο “Judgment Train” που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από ηχογραφήσεις των Crazy Horse). Ένας ήχος οικείος αλλά όχι και αναμενόμενος, που αν ήταν φωτογραφία, θα μπορούσε να έχει τραβηχτεί στα 70s ή και σήμερα, σίγουρα τυπωμένη σε σέπια (περίπου σαν το εξώφυλλο δηλαδή). Τελικά, άξιζαν 17 χρόνια υπομονής. 8/10
Θα ήταν υπερβολή να πούμε πως εδώ οι LCD Soundsystem ακούγονται καλύτεροι από ό,τι στο American Dream; Καθόλου. Αυτή εδώ η ηχογράφηση αποτελεί ουσιαστικά ένα ντοκουμέντο της περιοδείας που συνόδευσε την τελευταία στούντιο δουλειά της μπάντας (όχι όμως ηχογραφημένη μπροστά σε κοινό αλλά στα Electric Lady Studios τον Ιανουάριο του 2018). Όσον αφορά τα κομμάτια του δίσκου εδώ, ο Murphy μοιάζει να απελευθερώνεται. Αν το “We all know this is nothing” (“Call The Police”) στη στούντιο ηχογράφηση ξεχειλίζει νιχιλισμό, εδώ αποτελεί απλή παραδοχή. Και δίπλα στο δικό τους υλικό, χωράνε new wave νεύματα (περισσότερο επαναλαμβάνοντας παρά αλλάζοντας το “Seconds” των Human League), ντίσκο ονειρώξεις (στο “I Want Your Love” των Chic) και η βαριά σκιά του Remain In Light (ψάξτε την κυρίως στο δικό τους “Get Innocuous” και το άψογο rhythm section του). Όπως και το London Sessions (2010), αυτή η κυκλοφορία δεν θέλει να προτείνει κάτι καινοτόμο στον κατάλογο της μπάντας, αλλά να υπογραμμίσει το πώς η παρέα του James Murphy είναι καλύτερη όταν χορεύεται -και χορεύεται καλύτερα όταν παίζει ζωντανά. 7.5/10
Έρχεται από την Λουιζιάνα, έχει μια αδέξια γλύκα και τσαγανό, γοητεύεται ανερυθρίαστα από το αντίθετο φίλο και νιώθει πολιτική απογοήτευση, με αυτήν την φθίνουσα σειρά. Αυτή είναι η έκτη ολοκληρωμένη της δουλειά και πάνω στον americana καμβά της, σχηματίζει πιασάρικες μελωδίες που χρωματίζει με τα jazz φωνητικά της. Και προτάσσει ένα δυναμικό female gaze: Περιγράφει και βλέπει τους άντρες ως αντικείμενα του πόθου κι όχι απαραίτητα ως συναισθηματικές σανίδες σωτηρίας. “Well, I like your shirt; I like your jacket / I like to think about you when I whack it”, λέει για παράδειγμα στο “Jacket” για να μην κουράζει το θέμα, με έναν ζαβολιάρικο r’n’b ρυθμό. Είναι πιο διασκεδαστική όταν αφήνει το groove να την συνεπάρει, κάπου εκεί χωράει κι ένα ανεβαστικό χιτάκι (“Moustache”), τιμά και τα μέρη καταγωγής της με country μπαλάντες (“Harbor”). Αλλά είναι αυτή η εντύπωση που δημιουργεί, ότι τραγουδάει όλα αυτά τα κομμάτια με ένα στραβό χαμόγελο γεμάτο εξυπνάδα κι αποφασιστικότητα που διατρέχει αυτό τον δίσκο και τελικά κερδίζει πόντους στα αυτιά σου. 7/10
Η Miki Berenyi των Lush, o Mick Conroy των Modern English, o K.J. McKillop των Moose και ο Justin Welch των Elastica (δηλαδή οι Piroshka) δεν μαζεύτηκαν για κάποιο ανέκδοτο, σίγουρα όμως μαζεύτηκαν για να θυμηθούν τα παλιά. Όχι για να γίνουν κακέκτυπα των εαυτών τους αλλά για να συγκεντρώσουν την 90s (κι όχι μόνο) εμπειρία τους και να την πάνε ένα βήμα παραπέρα. Τα κομμάτια τους μοιάζουν με έναν διάλογο κεφάτων δυναμικών συνθέσεων και πιο αργών μελωδικών μερών. Οι μεν πρώτες, στις καλύτερες στιγμές τους, μας θυμίζουν γιατί η Berenyi υπήρξε “Ladykiller”, οι δε δεύτερες, απογειώνονται όταν το βιολί μπαίνει στην εξίσωση (όπως στο “Hertbeats”, αλλά ακόμη εντυπωσιακότερα στο “Blameless”), ενώ φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν ότι έζησαν σε πρώτο χρόνο την άνοδο και πτώση του shoegaze (“Village of the Damned” – τι έξυπνη λεπτομέρεια αυτό το σαξόφωνο!). Οι Piroshka εδώ δείχνουν προπάντων πως ο μουσικός οργανισμός τους μεταβολίζει την σημερινή εποχή με όρεξη. Tο κάνουν σαφές από την πρώτη στιγμή όταν ανοίγουν με τον στίχο “I put it all on my Facebook page”, μια μπασογραμμή που δεν μπορείς να αγνοήσεις και μια σέξυ διάθεση που φωνάζει “This Must Be Bedlam”. This must be the place. 7.5/10