To Moon Safari, το ντεμπούτο άλμπουμ των Air κυκλοφόρησε ακριβώς πριν 20 χρόνια, στις 16 Ιανουαρίου του 1998. Οι 3 παρακάτω κύριοι αποφάσισαν να γράψουν μια ερωτική επιστολή σε έναν δίσκο που έχουν παίξει όσο ελάχιστους σε κάθε λογής αναλογικό και ψηφιακό μέσο αναπαραγωγής. Το ίδιο, φανταζόμαστε, συνέβη και σε σας…
https://youtu.be/rDPxDHNm07E?list=PLG2sdAQPpVt7ZYWnnIHnBZrNnRaqZtwuU
Είναι 1998, μεσημέρι προς απόγευμα χειμώνα στη μικρή επαρχιακή πόλη, έχω μόλις γυρίσει από τη διαδρομή σχολείο – δισκάδικο – σπίτι, έχω μόλις βάλει στο player τον δίσκο της εβδομάδας κι ακούω αυτό. 9 δευτερόλεπτα βροχής, 14 δευτερόλεπτα βροχής και κρουστών και μετά ΑΥΤΟ το μπάσο. Είναι τα πρώτα μέτρα του “La Femme D’Argent”, είναι το πρώτο τραγούδι του Moon Safari των Air. Είναι η πρώτη στιγμή που νιώθω, αυτό που αργότερα μαθαίνω, ότι έχει περιγράψει ο Debussy. Μουσική είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες. Κι αυτό είναι οι Air.
https://www.youtube.com/watch?v=DjTERXcdU38
To 1998, ο Jean-Benoît Dunckel κι ο Nicolas Godin είναι 29 χρονών. Έχουν ήδη ηχογραφήσει το ντεμπούτο EP των Air, με τον ελαφρά ειρωνικό τίτλο Premiers Symptômes, το οποίο τους τοποθετεί στις απομακρυσμένες παρυφές του French Touch γαλαξία. Το Moon Safari όμως εισβάλει στην ατμόσφαιρα της post britpop/ post trip-hop εποχής χωρίς καμία προειδοποίηση, ένας αστεροειδής φτιαγμένος από κρεμώδες γαλλικό τυρί κι έναν ζεστό, τρυφερό, πορώδη, αναλογικό ήχο που δε θυμίζει σε τίποτα τη μουσική που ακούγεται στο ραδιόφωνο και καταγράφεται στα charts της εποχής.
Λίγα χρόνια αργότερα η επέλαση των P2P δικτύων παράνομου downloading μουσικής, όπως το Napster και το Soulseek. θα συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του hipster εκλεκτικισμού που θα δώσει τον τόνο για τη μουσική των 00s. Το χειμώνα του 1998 όμως, κανείς δεν έχει ακόμη εφεύρει το λεξιλόγιο για να περιγράψει το Moon Safari. Και πως να περιγράψεις ένα δίσκο που χρωστάει εξίσου στον Burt Bacharach και τον Pierre Henry, πατάει στις μελωδίες τόσο των Carpenters όσο και των Kraftwerk, είναι παιδί του υποθετικού ζευγαρώματος του Serge Gainsbourg και της Delia Derbyshire; Post-lounge; Post-pop;
Spoiler alert: δεν έχει σημασία πώς θα το περιγράψεις. Σημασία έχει ότι στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα του 1998, κανείς δεν ηχογράφησε ποτέ κάτι παρόμοιο. Ούτε καν οι ίδιοι οι Air, με μόνη, πιθανή, εξαίρεση το soundtrack του Virgin Suicides της Sofia Coppola.
Το Moon Safari παραμένει, στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν, ένα τοτέμ μιας θρησκείας που δεν βρήκε ποτέ πιστούς, μια ουτοπική χρυσή τομή ανάμεσα στο μινιμαλισμό και τον ιμπρεσιονισμό.
Ο Claude Debussy πέθανε το 1918, 100 χρόνια πριν. Αν ζούσε, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να ρωτούσαμε και τη δική του γνώμη…
Είναι αυτή η μοναδική ικανότητα των Γάλλων. Να είναι σνομπ κι ενοχλητικοί ακριβώς επειδή είναι ταλαντούχοι, και τελικά να αποδεικνύονται δικαιωμένοι κι εύστοχοι, γιατί είχαν την αυτοπεποίθηση να επιβάλλουν το «σοφιστικέ» τους. Από τη Γαλλική Επανάσταση στον Μάη του ’68, από τη Nouvelle Vague στη Nouvelle Cuisine, από την σεξουαλική απελευθέρωση στην αμφισβήτηση της #MeToo θεολογίας. Ο κόσμος συζητά, προβληματίζεται, συμμετέχει στη ζύμωση. Και στο τέλος οι «πουρκουάδες» καρπώνονται την πρόοδο. Κρατώντας το credit κι όχι τις, καμιά φορά ολέθριες, συνέπειες…
To 1998 οι δυο τύποι από τις Βερσαλλίες, στο κατώφλι των 30s τους, είπαν να ρίξουν την τελευταία τους ζαριά μπας και καταφέρουν στα σοβαρά κάτι σε μια ακόμα, ας πούμε, κραταιά μουσική βιομηχανία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άλμπουμ που πληροί κάθε προϋπόθεση για να πρωτοκολληθεί ως classic. Έβαλαν τον χαμηλότονο επίλογο σε μια ηχητικά loud δεκαετία (στην οποία είχαν κυριαρχήσει κατά σειρά το grunge, το techno, η Britpop και το big beat) κι αποκατέστησαν την κομψότητα που o αναχωρητισμός της Generation X είχε θέσει στο περιθώριο. Λίγο πριν τον ιό του 2000 και την οριστική επικράτηση του μεταμοντέρνου pastiche, οι Air τρύπωσαν ανάμεσα στην αμερικάνικη παραίτηση των slackers (έτσι όπως εκφραζόταν π.χ. από το lo-fi των Pavement) και την βρετανική lad culture (οι «κάγκουρες» της εργατικής τάξης που διάβαζαν Loaded, άκουγαν Oasis και είχαν ψηφίσει Μπλερ) κι έφεραν στο προσκήνιο την Ομορφιά. Συνδυάζοντας την κληρονομιά του Gainsburg, την πουτανιά των porn soundtracks και, φυσικά, την τρέχουσα (τότε) επικαιρότητα των Daft Punk, του Laurent Garnier και των συλλογών Super Discount.
Η αποηλεκτρισμένη ειρωνεία του “Sexy Boy”, o αιθέρας του “La Femme D’ Argent”, το AM εμβατήριο “Talisman”, η επιτηδευμένη αφέλεια του “Kelly Watch the Stars”, το vocoder συναίσθημα του “Remember”, τα μονοφωνικά chansons της διπλανής πόρτας “All I Need is Time” και “You Make it Easy” με την Beth Hirsch, το σταδιακό λανσάρισμα των Dunckel και Godin ως μεταμοντέρνων προγκρεσιβάδων να στέκονται επί σκηνής περικυκλωμένοι από synth κάσες, φυσικά τα video clips που σκηνοθέτησε και το εξώφυλλο που σχεδίασε ο Mike Mills, ακόμα και ο ίδιος ο τίτλος Σαφάρι στο Φεγγάρι, συναποτέλεσαν την ιδανική δημιουργική συνθήκη. Ήταν ο δίσκος που λάτρεψαν οι clubbers τις καθημερινές κι εδώ και 20 χρόνια βγάζει ασπροπρόσωπο το ραδιόφωνο, εκείνος που έλιωσε για «να φτιαχθεί ατμόσφαιρα», το άλμπουμ πάνω στον οποίο στήθηκαν έρωτες αλλά και το καταφύγιο μοναξιάς μετά από χωρισμούς.
Και φυσικά υπήρξε το ουσιαστικό άνοιγμα της κερκόπορτας για την επέλαση του ανούσιου lounge των λευκών καναπέδων, αυτής της νυσταλέας απάτης που δήλωσε downtempo. Από την οποία δεν έχουμε γλιτώσει δυο δεκαετίες μετά, εφ όσον σολντάρουν οι Nouvelle Vague και οι Pink Martini. Οι Air δημιούργησαν το τέρας, φρόντισαν να μη λερώσουν τα χέρια τους πέφτοντας κατόπιν στην αγκαλιά των Αυτόχειρων Παρθένων και, σίγουρα, δεν επανέλαβαν ποτέ την σοφή παρεξήγηση της επιτυχίας του ντεμπούτο τους. Εξελίχθηκαν τρομερά στα live τους, αλλά κάθε φορά που έμπαιναν στο στούντιο έμοιαζαν να παλεύουν με το ίδιο τους το φάντασμα…
Προσπαθώ να θυμηθώ αν στις αρχές του 1998 ακούγαμε κάτι που θα μπορούσε να μπει έστω και κάπως τραβηγμένα στο ίδιο ράφι με το Moon Safari, κάτι που κατά κάποιο τρόπο να δικαιολογεί τη νοσταλγία που νιώθεις όταν ξεσκονίζεις το δίσκο με αυτό το πανέμορφο εξώφυλλο. Βλέπεις, μπορεί απ’ τους Portishead και μετά να αφοσιωθήκαμε σε κάθε είδους downtempo δίσκους αλλά, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, δεν υπήρχε και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γαλλική ποπ των 60s ή για τα easy listening 70s (για τους Beach Boys ούτε κουβέντα). Το ίδιο ίσχυε και για το French house αφού η ηλικία μας, σχεδόν αναγκαστικά, μάς ήθελε να συντηρούμε ένα πολύ πιο «επικίνδυνο» προφίλ απ’αυτό που πρότειναν οι Daft Punk και ο Dimitri from Paris. Παρ’όλα αυτά κανείς δεν μπορούσε να αποφύγει τα δύο πασίγνωστα single και μόλις έβαζες το δίσκο απ΄την αρχή άκουγες και ένα απ’τα πιο ωραία κομμάτια που άνοιξαν δίσκο στο δεύτερο μισό των 90s, μετά βγήκε και το single του “Sexy Boy” που είχε για b-side το “Jeanne” με την uber-sexy Francoise Hardy, ύστερα κυκλοφόρησε το εξίσου εθιστικό Painted from Memory των Burt Bacharach και Elvis Costello, ε τι να κάνουμε, πέρα από πανκ κοπρίτες με μακριές κοτσίδες, είχαμε κι έναν καναπέ στο σπίτι και κάτι έπρεπε να βάζουμε να παίζει όταν έρχονταν για επίσκεψη οι συμφοιτητές και κάπως το δυνάμωναν όταν έμπαινε το “All I Need”, και κάπως καλά έκαναν γιατί λίγο αργότερα άκουγες πεντακάθαρα κάτι υπέροχα έγχορδα και τέλος πάντων, λίγους δίσκους λιώσαμε όπως αυτόν. Εν ολίγοις, όποιος είναι πάνω από 20 χρονών μάλλον έχει το δίσκο και τον ξέρει απ’ έξω ακόμα κι αν έχει να τον ακούσει 10 χρόνια, από τότε δηλαδή που έτρεξε να πάρει την επετειακή έκδοση του 2008 που είχε κι ένα DVD που δεν είδε ποτέ τελικά.
Σήμερα, βέβαια, το άλμπουμ ακούγεται κάπως διαφορετικά. Όχι μόνο γιατί χάσαμε το προφίλ του «επικίνδυνου» (αρχικά σε ένα κομμωτήριο που μάλλον ακόμα το Moon Safari παίζει), αλλά γιατί έχει χαθεί κι η μαζικότητα στη μουσική κι ακούμε ό,τι διαλέξει το Spotify οπότε πoιο single να μας κολλήσει στο κεφάλι, ε και τέλος πάντων, τίποτα δεν είναι όπως παλιά, ούτε καν ο Dimitri που τελευταία έγινε from Brooklyn. Kι όλο αυτό είναι κάπως μπερδευτικό…