Τελευταία γίνεται μεγάλη κουβέντα για την εμπλοκή του ψηφιακού στη διαδικασία της φωτογραφίας και φέτος μάλιστα συζητήθηκε αρκετά η διάσπαση της κατηγορίας της Φωτογραφίας στα Όσκαρ, ώστε να διαχωριστεί η πιο παραδοσιακή προσέγγιση, ας πούμε, απ’ αυτήν της έντονης χρήσης computer generated εικόνων. Ναι, αυτό έχει να κάνει ακριβώς με ταινίες που κάνουν βαριά χρήση CGI, όπως ας πούμε το Άβαταρ, ή το Gravity φέτος, το οποίος είναι πραγματικά απίστευτη ταινία, αλλά περίπου το 90% των εικόνων της είναι κατασκευασμένο ψηφιακά. Η συζήτηση δηλαδή έχει να κάνει με το πόσο υλικό έχεις όντως φωτογραφήσει και πόσο το έχεις φτιάξει σ’ έναν υπολογιστή. Νομίζω ότι όντως είναι κάτι που πρέπει να ερευνηθεί, γιατί εδώ προκύπτει μια μεγάλη αλληλοεπικάλυψη δυο πολύ διαφορετικών τεχνών. Πάρε για παράδειγμα τον Μάουρο Φιόρε, που κέρδισε το Όσκαρ Φωτογραφίας για το Άβαταρ, κι ο οποίος είναι εξαιρετικός στη φωτογραφία βέβαια, και χαίρομαι πάρα πολύ που του αναγνωρίστηκε αυτό. Αλλά, να, μιλούσα με τον Ρόμπερτ Στρόμπεργκ, ο οποίος ήταν βασικά ο υπεύθυνος ψηφιακών εφέ του Άβαταρ, κι έφτιαξε όλα αυτά τα στοιχεία του πλανήτη και σχεδίασε ολόκληρο τον κόσμο της ταινίας και κέρδισε το Όσκαρ για την Καλλιτεχνική Επιμέλεια του Άβαταρ. Κι όταν τον ρώτησα «πώς σου φάνηκε η συνεργασία με τον Μάουρο, μου είπε «δεν ξέρω, δεν έτυχε να συναντηθούμε». Δεν συναντήθηκαν καν! Ο Μάουρο πέρασε αρκετό καιρό κάνοντας γυρίσματα στη Νέα Ζηλανδία βέβαια, αλλά δεν ήταν καθόλου μέρος του τελικού φινιρίσματος της εικόνας της ταινίας, κι αυτό νομίζω είναι κάτι που πρέπει να εξετασθεί.
Ξέρω βέβαια ότι ο Εμανουέλ Λουμπέτσκι, που έκανε την φωτογραφία στο Gravity, συνεργάστηκε πάρα πολύ στενά με τον Αλφόνσο Κουαρόν κι είναι κι οι δυο τους πολύ ενεργοί στη δουλειά τους κι είμαι σίγουρος ότι είχε πολύ μεγάλη επιρροή σε όλη τη δουλειά με τα ψηφιακά. Αλλά εξαρτάται απ’ την συγκεκριμένη περίσταση ο βαθμός της εμπλοκής των διευθυντών φωτογραφίας στο τελικό αποτέλεσμα των ψηφιακών. Και νομίζω ότι ο λόγος που ακόμη αναγνωρίζουμε αυτού του είδους την διαδικασία της ψηφιακής δημιουργίας στην κατηγορία της Φωτογραφίας, είναι επειδή οι κινηματογραφιστές προσπαθούν να κρατηθούν στο παιχνίδι, ας πούμε. Να κρατήσουν αυτού του είδους την αναγνώριση πάνω τους, όσο όλο και περισσότερες παραγωγές κινούνται προς την ψηφιακή δημιουργία. Αλλά πιστεύω πραγματικά πως είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει, για το αν πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία, και το βραβείο Φωτογραφίας να κρατηθεί για ταινίες και αποτελέσματα που έχουν όντως δημιουργηθεί πιο φωτογραφικά, εν πάσει περιπτώσει. Η αίσθησή μου, πάντως, είναι ότι το βραβείο θα το κερδίσει το Gravity φέτος, κι όχι μόνο γιατί οπτικά πρόκειται για ένα υπερθεαματικό πράγμα, αλλά και γιατί ο κόσμος, το σώμα των ψηφοφόρων δηλαδή, ε, δεν έχουν όλοι τους τις τεχνικές γνώσεις για να μπορούν να ξεχωρίσουν τα στοιχεία της εικόνας και να διακρίνουν ποιος έχει κάνει τι τελικά.
Στο Χόλιγουντ υπάρχει μια κάποια επίγνωση του Greek Weird Wave. Η δική μου ανησυχία έγκειται στο ότι, επειδή το ξεκίνησε ο Γιώργος Λάνθιμος, δημιουργώντας ένα πολύ συγκεκριμένο οπτικό στυλ, φαίνεται σαν όλοι οι Έλληνες σκηνοθέτες να προσπαθούν να το αντιγράψουν.
Για τις άλλες κατηγορίες, έχετε κάποιο προαίσθημα; Κοίτα, νομίζω ότι είναι μια πολύ δυνατή χρονιά, έχουμε μια πολύ ωραία ομάδα ταινιών να διαγωνίζεται φέτος, απ’ τις οποίες μου άρεσαν πολλές. Μου άρεσε πάρα πολύ το Her, μου άρεσε ο Captain Phillips, και γενικά νομίζω ότι οι σκηνοθέτες κάνανε πάρα πολύ καλή δουλειά φέτος. Είναι δηλαδή μια χρονιά που πιστεύω θα έπρεπε ακόμη και στην κατηγορία της Σκηνοθεσίας να υπάρχουν πάνω από πέντε υποψηφιότητες. Το δικό μας σωματείο, των Δ/ντων Φωτογραφίας, για πρώτη φορά στην ιστορία του, είχε επτά υποψηφιότητες στην τελική του φάση, ακριβώς γιατί υπήρχαν πάρα πολύ δυνατές δουλειές. Είναι μια πολύ ανταγωνιστική χρονιά, με πολύ δυνατές δουλειές και πολλά διαφορετικά σκηνοθετικά στυλ.
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια τρόπον τινά αναγέννηση στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Συγκεντρώνουν κανένα ενδιαφέρον αυτές οι δουλειές κι οι σκηνοθέτες τους, στους πιο παραδοσιακούς χολιγουντιανούς κύκλους; Οι ελληνικές ταινίες δεν τυχαίνουν καμιάς ιδιαίτερης προβολής εδώ, όχι. Ξέρεις, είμαι στην επιτροπή για τις μη αγγλόφωνες ταινίες, και προσπαθώ να στηρίζω πολύ τις ελληνικές ταινίες, γιατί νιώθω ότι έχουν μια φρέσκια προσέγγιση, κάτι πρωτότυπο, που έρχεται απ’ την Ελλάδα. Δεν είναι δηλαδή κάποιοι φερέλπιδες κινηματογραφιστές που προσπαθούν να αντιγράψουν το Χόλιγουντ, ή να κάνουν κάτι εμπορικό. Και χάρηκα πάρα πολύ όταν ο Κυνόδοντας πέρασε στη δεύτερη φάση κι ύστερα μπήκε και στην τελική πεντάδα. Η φετινή ελληνική δεν τα κατάφερε να φτάσει στη δεύτερη φάση, στη λίστα των εννιά, νομίζω ίσως ήταν λίγο σοκαριστική, είχε κάποια στοιχεία κάπως παρακινδυνευμένα ας πούμε… Τώρα, από ‘κει και πέρα, έχουμε το LA Greek Film Festival εδώ, το οποίο δείχνει μεγάλη ζέση στο να φέρει το σύγχρονο ελληνικό σινεμά εδώ και να το δείξει σε ένα κάπως πιο ευρύ χολιγουντιανό κοινό. Αλλά γενικά είναι πάρα πολύ δύσκολο για τις μικρές ταινίες να βρουν αρκετές αίθουσες για να ακουστούν, αν βρουν διανομή καν, ακόμη κι αν έχουν κερδίσει σε μεγάλα φεστιβάλ, όπως οι Κάννες. Αλλά δεν ισχύει μόνο για τις ελληνικές ταινίες αυτό, ακόμη και για ταινία του Κουστουρίτσα, ας πούμε, πάλι δύσκολο είναι.
Υπάρχει πάντως μια κάποια επίγνωση του Greek Weird Wave γενικά. Απλώς, ξέρεις, η δική μου ανησυχία έγκειται στο ότι, επειδή το ξεκίνησε ο Γιώργος Λάνθιμος, δημιουργώντας ένα πολύ συγκεκριμένο οπτικό στυλ, φαίνεται σαν όλοι οι Έλληνες σκηνοθέτες να προσπαθούν να το αντιγράψουν. Έχω δει αρκετές ελληνικές ταινίες να προσπαθούν να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, και πραγματικά ελπίζω να καταλαβαίνουν ότι αυτός δεν είναι ο μόνος δρόμος… Δεν είναι το μόνο σκηνοθετικό στυλ και ο μόνος τύπος διαλόγων που υπάρχει, για να τους εξασφαλίσει διεθνή προσοχή.
Απ’ τον Βέντερς ως τον Πέιν, έχετε συνεργαστεί με πολλούς σπουδαίους σκηνοθέτες. Είναι κάποιοι που ξεχωρίζετε, που ταιριάζουν περισσότερο στους καλλιτεχνικούς σας ρυθμούς; Μ’ αρέσει να δουλεύω πολύ με σκηνοθέτες σαν τον Τζέιμς Μάνγκολντ, τον Βιμ Βέντερς, τον Αλεξάντερ, γιατί κι αυτοί, όπως κι εγώ, επικεντρώνονται πάρα πολύ στους χαρακτήρες, αφηγούνται ιστορίες πιο προσωπικές. Και μ’ αυτούς νιώθω πως είμαστε πολύ πιο ευέλικτοι στον τρόπο που φιλμάρουμε, έχουμε ιδιαίτερη αγάπη για τους ηθοποιούς, είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι, δεν αυτοπεριοριζόμαστε με πάρα πολλές τεχνικότητες, είμαστε πολύ σε διάδραση με το τι συμβαίνει στο πλατό, χωρίς να προγραμματίζουμε και να προϋπολογίζουμε πάρα πολύ. Είναι ένας πολύ πιο οργανικός τρόπος να κάνεις σινεμά, και μ’ αρέσει πολύ αυτό, το απολαμβάνω, οπότε προσπαθώ να δουλεύω όσο πιο συχνά μπορώ μαζί τους.
Είχατε αναγγείλει κάποια στιγμή μια online σειρά μαθημάτων φωτογραφίας μαζί με τον Γιάνουζ Καμίνσκι, το δουλεύετε ακόμη αυτό; Ναι, το ετοιμάζουμε ακόμη και προγραμματίζουμε να το λανσάρουμε κάποια στιγμή τον επόμενο μήνα μάλλον. Δεν θα είναι καθόλου τεχνικό όμως, θα είναι περισσότερο σαν συμβουλές καριέρας. Ένα πράγμα σαν συλλογή εμπειριών, ας πούμε. Τι ψάχνει κανείς στο γύρισμα για να καλλιεργήσει μια σωστή ατμόσφαιρα συνεργασίας, τι είναι αυτό που ψάχνουμε όταν κοιτάζουμε με ποιες δουλειές θα ασχοληθούμε, τέτοια πράγματα… Θα είναι κάτι αρκετά παρεΐστικο, ας πούμε, μικρά, μικρά κομματάκια γνώσης που δεν μαθαίνεις σε καμία σχολή κινηματογράφου, κι απλά θα τύχαινε να ανακαλύψεις, αν καθόσουν μαζί μας για φαγητό, κατά κάποιο τρόπο.