Η ιδέα ήταν του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, Νίκου Διαμαντή. Μια ιδέα που οδήγησε στην ανάθεση συγγραφής όχι ενός, αλλά επτά μονολόγων, οι οποίοι συναποτελούν την παράσταση «7 Αναζητήσεις», που παρουσιάζεται εδώ και λίγες μέρες στο υπέρλαμπρο θέατρο της πλατείας Κοραή στον Πειραιά. Επτά κείμενα, επτά σκηνοθέτες, επτά ηθοποιοί! Μια ενδιαφέρουσα, σχεδόν προκλητική, ιδέα, που είχε πολλαπλούς στόχους και αποτελέσματα. Κάποιοι ήταν προφανείς και υπηρετούσαν την αρχική ιδέα της ανάθεσης. Ήταν η αφήγηση μερικών σημαντικών σταθμών της ιστορίας του τόπου, μέσα από τις ραδιοφωνικές αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Μικρασία («Ερασμία Ντολόρες» του Ακη Δήμου, σε σκηνοθεσία Χάρη Πεχλιβανίδη, με τη Μαρία Παπαλάμπρου)· Εμφύλιος («Ειρήνη» του Γιάννη Τσίρου, σε σκηνοθεσία Ηλέκτρας Ελληνικιώτη, με τον Λεωνίδα Κακούρη)· μεταπολεμικά χρόνια-μετανάστευση, («Ούτε μέρα» του Μάκη Τσίτα, σε σκηνοθεσία Προμηθέα Αλειφερόπουλου, με την Ηρώ Μπέζου)· εισβολή στην Κύπρο («Τρίτη βράδυ στην άκρη του κόσμου», του Στέφανου Δάνδολου, σε σκηνοθεσία Μαρίας Σάββα, με την Κατερίνα Διδασκάλου· μεταπολιτευτικά χρόνια, δεκαετία ’90 («Ο στοργικός πατέρας», του Θανάση Χειμωνά, σε σκηνθεσία Νάνσυς Μπούκλη, με τον Αλέξανδρο Μυλωνά)· οι μετανάστες που άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα: αυτοί που εγκαταστάθηκαν («Η προβοσκίδα» της Ρούλας Γεωργακοπούλου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη με τη Ρηνιώ Κυριαζή) και αυτοί που έμειναν για πάντα κάπου στα σύνορα («Ο Ιατροδικαστής» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, σε σκηνοθεσία Θανάση Χαλκιά, με τον Μάνο Βακούση).
Πέρα όμως από τη σπονδυλωτή αφήγηση της πραγματικής ιστορίας με τον τρόπο του θεάτρου, είχαμε την ευκαιρία να δούμε κι άλλα πολλά. Πρώτα απ’ όλα τα διαφορετικά είδη θεατρικής γραφής, τη βεντάλια μ’ έναν τρόπο, της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής, που «μοιάζει να εκφράζεται όλο και πιο δύσκολα, πιο σπάνια και πιο χαμηλόφωνα στις μέρες μας», όπως σημειώνει στο καλόγουστο πρόγραμμα της παράστασης, που περιέχει και όλους τους μονολόγους η θεατρολόγος Αμαλία Κοντογιάννη. Μετά είδαμε επτά διαφορετικές σκηνοθετικές προτάσεις -άλλη βεντάλια αυτή-, με τον περιορισμό όμως ότι όλοι οι σκηνοθέτες είχαν ένα κοινό πλαίσιο, μια τεράστια σκάλα που έπαιρνε διάφορες μορφές -όχι από τις εύστοχες συνθήκες της παράστασης- και έπρεπε κάτι να κάνουν με αυτή τη σκάλα. Στην ουσία είδαμε πώς σ’ ένα συγκεκριμένο σκηνικό πλαίσιο μπόρεσαν κάποιοι από τους σκηνοθέτες να ξεχωρίσουν και να καθοδηγήσουν έξυπνα τους ηθοποιούς τους και αυτοί ήταν ο ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ο Θοδωρής Γκόνης και η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη. Και βεβαίως είδαμε και μια ερμηνευτική βεντάλια, επτά ηθοποιούς καταξιωμένους, με διαφορετική μενταλιτέ και άλλα εκφραστικά μέσα ο καθένας.
Όμως το καθοριστικό και το πολύ ενδιαφέρον στοίχημα αυτής της παράστασης ήταν η γραφή, ο τρόπος αφήγησης του καθενός από τους συγγραφείς, και πώς αυτοί οι επτά μονόλογοι σκιαγραφούν τη σύγχρονη ελληνική θεατρική γραφή. Ασφαλώς κι εδώ ο καθένας έφερε τη σκευή του, είτε είχε είτε δεν είχε «προϋπηρεσία» στη θεατρική γραφή -στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν ο Θανάσης Χειμωνάς και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, αλλά και ο Στέφανος Δάνδολος -παρότι έχει ξανακάνει θέατρο-, που έφεραν τη σκευή και το ύφος τους από τους δρόμους της λογοτεχνίας.
Το συμπέρασμα από αυτή τη βεντάλια γραφής είναι ότι στο νεοελληνικό θέατρο κυριαρχεί η ρεαλιστική γραφή. Η οποία μπορεί να (και έχει) δώσει θαυμάσια δείγματα και έχει αγγίξει πολλές κοινωνικές ή ψυχολογικές πτυχές, αλλά μπορεί απλά και μόνο ν’ αγγίξει εύκολα τις συναισθηματικές χορδές των θεατών, ειδικά όταν το θέμα είναι φορτισμένο. Απουσιάζει τα τελευταία χρόνια, σχεδόν εντελώς, η λοξή ματιά στους ήρωες, στα πράγματα, στα γεγονότα, όπως απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό και το χιούμορ από τα νεοελληνικά κείμενα.
Στους 7 μονολόγους του Δημοτικού του Πειραιά είδα έντονη την παρουσία της ρεαλιστικής γραφής, κάποια είχαν μια προβλεπόμενη ανατροπή στο τέλος, σε κάποια η ανατροπή ήταν εύστοχη και έξυπνη, κάποια ήταν απλώς αφηγηματικά. Είδα σε αρκετά ευθεία επίκληση του συναισθήματος του θεατή και είδα πολύ να έχει δοθεί ελάχιστος χώρος στο χιούμορ ή στο σαρκασμό. Ποια ξεχωρίζω ως φρέσκα, μοντέρνα, πυκνά, θεατρικά; Την «Προβοσκίδα» της Ρούλας Γεωργακοπούλου, το «Ούτε μέρα» του Μάκη Τσίτα, και την «Ειρήνη» του Γιάννη Τσίρου. Εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους τα τρία κείμενα, άλλους δρόμους περπατούν. Συμπληρώθηκαν και τα τρία από τη σκηνοθεσία, του Προμηθέα Αλειφερόπουλου το πρώτο, του Θοδωρή Γκόνη το δεύτερο, της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη το τρίτο και τις ερμηνείες (Ηρώ Μπέζου, Ρηνιώ Κυριαζή και Λεωνίδας Κακούρης αντίστοιχα), που πλούτισαν και ανέδειξαν τα κείμενα.
Στην «Προβοσκίδα» της Ρούλας Γεωργακοπούλου πρωταγωνιστεί ένα κορίτσι και μια ηλεκτρική σκούπα. Οικιακή βοηθός είναι το κορίτσι, από εκείνα τα πολλά που αυτή τη δουλειά έκαναν και κάνουν στη νέα τους πατρίδα, την Ελλάδα. Που δεν έχουν και πολλούς να μιλήσει, γι’ αυτό το συγκεκριμένο κορίτσι μιλάει με τη σκούπα του, της δίνει πρόσωπο, της δίνει μιλιά, τη φαντάζεται ελέφαντα, με προβοσκίδα, που είναι βετζετέριαν και η οποία προστατεύει, φροντίζει και μαλώνει το κορίτσι. Και το κορίτσι μιλάει ακατάπαυστα, με συνομιλητή τη σκούπα -«Paroles, paroles, paroles», όπως λέει και το γνωστό τραγούδι της Dalida που ακούγεται- για ν’ ακούει τη φωνή της περισσότερο. Τα ψίχουλα είναι το νήμα που συνδέει τις δύο «φίλες», και είναι και μαζί τα ψίχουλα της αναζήτησης μιας διαδρομής και προς τα μπρος και προς τα πίσω, για το κορίτσι. Και οι εφιάλτες της είναι εκείνα τα τεράστια μυρμήγκια που σε εικονική πραγματικότητα περπατούν τη σκάλα του σκηνικού. Ενα κείμενο με σαρκασμό, αυτοσαρκασμό, χιούμορ, βάθος, ευαισθησία.
Στο κείμενο του Μάκη Τσίτα η ηρωίδα, η Βέρα, μια τραγουδίστρια που έφυγε για τη Γερμανία και άλλαξε το όνομά της, ακούει στο ραδιόφωνο το τραγούδι της, αλλά και ότι την αναζητούν οι δικοί της στην Ελλάδα, μέσω των ανακοινώσεων του Ερυθρού Σταυρού. Όμως ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, και η έκπληξη στο τέλος δίνει χώρο για πολλές σκέψεις. Ενα κείμενο με ρυθμό, με χιούμορ, που ενσωματώνει εύστοχα και όχι κραυγαλέα πολλά κοινωνικά ή πραγματικά γεγονότα της εποχής (τέλη της δεκαετίας του ’60), αλλά και το πώς έχει κλείσει (ή όχι) ο καθένας την πόρτα στο παρελθόν του και τι ακριβώς αναζητάει από αυτό.
Η «Ειρήνη» του Γιάννη Τσίρου πραγματεύεται μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορίας: τον Εμφύλιο και την υπερορία πολλών ανθρώπων. Καταφέρνει να χωρέσει μια δύσκολη προσωπική ιστορία ενός πολιτικού εξόριστου (ανάμεσα στις τόσες), αλλά και τις όψεις του διχασμού, τις όψεις της νομενκλατούρας («η αρίδα του σύντροφου Νικοδήμου»), τη νοσταλγία, τη διαδικασία ενσωμάτωσης, τις μνήμες. Ο Λεωνίδας Κακούρης κατάφερε να μεταδώσει, με σπαραγμό κι όχι με μελοδραματισμούς, πώς οι στιγμές της ιστορίας καθορίζουν τις ανθρώπινες διαδρομές.
Υποστήριξαν απολύτως τα κείμενα που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν και τις σκηνοθετικές οδηγίες που είχαν οι έμπειροι και καλοί ηθοποιοί Μάνος Βακούσης, Κατερίνα Διδασκάλου και Αλέξανδρος Μυλωνάς. Η Μαρία Παπαλάμπρου, που έσπευσε πυροσβεστικά να αντικαταστήσει την Άννα Φονσου, ήταν φανερό ότι δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο προετοιμασίας, αφού την είδα μόλις στην πρώτη της παράσταση.
Παρά τις επιμέρους αδυναμίες, αυτό που μένει και αυτό που κρατώ από την πρόταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά στις «7 Αναζητήσεις» είναι μια διαφορετική επαφή με στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και το ότι έχουμε μπροστά μας σχεδόν όλο το φάσμα των αποχρώσεων της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής. Σε μια παράσταση. Και σ’ αυτό το φάσμα υπάρχουν, ασφαλώς, και οι φωτεινοί και οι πιο μουντοί τόνοι.