Αν θυμηθείτε τις παλιές ελληνικές ταινίες θα ανακαλέσετε στη μνήμη σας μια πολύ συνηθισμένη έκπληξη της νέας (μικρό) αστικής οικογένειας, όταν ο γιος (σπανιότερα η κόρη) γυρίζει από το εξωτερικό (συνήθως από την Ιταλία) ως… “τεντιμπόης” ή “μαλλιάς” (και τα δύο αναφορές στην αγγλοσαξωνική ανανεωτική τρέλα της δεκατίας του 60) προκαλώντας στο κοινό μια απόλαυση που κερδίζεται είτε με το μελόδραμα είτε με την κωμωδία. Αυτή η μη αναμενόμενη έλευση του “άσωτου” -όπως φαίνεται τελικά- γιου, ο φόβος αυτού του χάσματος των γενεών, ή, ακόμα ειδικότερα, της “οικογενειακής εναλλαγής” έχει πρωταγωνιστήσει ανά δεκαετίες σε πλήθος εκδοχές, ανάλογα με τις (ξενόφερτες συνήθως) μόδες ή “μάστιγες” της κάθε εποχής: ο συντηρητικός πατέρας και ο μοντέρνος γιος, ο δεξιός πατέρας και ο κομμουνιστής γιος, η λαϊκή μητέρα και η κουλτουριάρα κόρη, ο ρεμπέτης και ο πανκ, ο αστυνόμος και ο περιθωριακός, η φτωχή μάνα και ο ναρκομανής γιος, ο ματσό και ο ομοφυλόφιλος, ο χριστιανός και ο άθεος.
Πολλές από τις αποκλίσεις, μέσα στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης στερεοτυπικών διπόλων, συνδέονται με τα χαλαρά ήθη, τη διαφθορά της κοινωνίας, την απομάκρυνση, λόγω κακής παρέας, από το τρίπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Σκεφτείτε τώρα τι θα γινόταν, αν οι φόβοι μας αναποδογυρίσουν. Μια οικογένεια ομοφύλων να έχει ένα παιδί ομοφοβικό, μια προοδευτική οικογένεια να έχει ένα παιδί σε μοναστήρι, ένας ροκάς να έχει γιο ένα μπουζουκόβιο… Η έννοια της ανατρεπτικής πνοής, που χαρακτήριζε τις παλαιότερες γενιές και την τόσο ραγδαία κοινωνική ανανέωση, που έκανε τις συντηρητικές κοινωνίες ανεκτικές στο διαφορετικό, γυρίζει μπούμερανγκ, μιας και η εναλλαγή της ιδεολογίας των γενεών κάνει κύκλους, ή καλύτερα μια ησιόδεια σπείρα όπου το προοδευτικό και το συντηρητικό εναλλάσσονται και εξελίσσονται συνεχώς, προσθέτοντας συνέχεια μια από τα ίδια στην μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας.
Όταν η μητέρα του νεαρού προταγωνιστή, σε μια οικογένεια μονογονεϊκή με μια μητέρα μαζικής κουλτούρας στο έργο του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ “Μάρτυρας”, καλείται στο σχολείο για την παραβατική συμπεριφορά του, θεωρεί ως δεδομένο παράπτωμα τα ναρκωτικά. Το ότι ο νεαρός έχει πάθει εμμονή με την Βίβλο είναι αδύνατον να θεωρηθεί για κάποιο λόγο απειλή, ακόμα και όταν διοχετεύει το εφηβικό του μπέρδεμα στην τζιχαντιστική ερμηνεία.
Ο νεαρός αρχίζει και στοχοποιεί όλα όσα γενιές και γενιές προσπάθησαν να αποβάλουν: η πολιτική ορθότητα, η ανοχή στην διαφορετικότητα και στις προκαταλήψεις, αντικαθίστανται από το “όχι στα μπικίνι” των συμμαθητριών στην πισίνα του σχολείου, “όχι στο μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης”, “όχι στη δαρβινική θεωρία” περί εξέλιξης των ειδών.
Eίναι άραγε μια νέα μόδα η επιστροφή στον φονταμενταλισμό; Είναι μια ανάγκη της νεότερης γενιάς να διαφοροποιηθεί; Είναι ένα ακραίο ατομικό παράδειγμα που πρέπει να αξιολογηθεί καθ’ αυτό, ως ένα μη σύνηθες φαινόμενο; Μπορει να υπάρχει κάπου δίκιο;
Στις κοινωνίες που ζούμε είναι σαφής -για εμένα και πολλούς ακόμα ακατανόητη, ωστόσο σαφής- μια περίεργη αντίληψη του ορθού από πολλές κοινωνικές ομάδες. Η έννοια του πιστού, η έννοια του παμφάγου σε σχέση με τον βετζετέριαν ή τον βέγκαν, η έννοια και του ζωόφιλου ακόμα, έχουν πολλές αντιφάσεις άλλοτε ιδεολογικές άλλοτε κοινωνικές, ακόμα και κάτω από το “λάβαρο” θεωριών περί της “φυσικής επιλογής”.
Στον “Μάρτυρα’’ η λογικοποίηση της αντίρρησης έρχεται στο σχολείο από μια παλαιότερη γενιά, μέσα από μια καθηγήτρια βιολογίας. Αυτής που θα υποστήριζε οπωσδήποτε την δαρβινική θεωρία, αυτής που η γενιά της ήταν η γενιά που αντιστάθηκε στις ξύλινες απόψεις ενός μεταπολεμικού συντηρητισμού στην Ευρώπη.
Το έργο αποκτά μια αμφισημία ως προς τις προθέσεις και τους στόχους του. Ποιος ειναι ο μάρτυρας τελικά; Ο μάρτυρας της πίστης που προσπαθεί να επαναφέρει συνήθειες της θρησκείας με την ελπίδα να επανακτηθούν οι αρχές και τα ιδανικά της; Είναι μάρτυρας η καθηγήτρια που στηλώνεται απέναντι στην εφηβική ορμή, με μια πράξη μη πολιτικά ορθή και αντιστέκεται σε αυτό που αντιλαμβάνεται ο μέσος άνθρωπος ως δογματισμό; Είναι μάρτυρας η κοινωνία, που κωφεύει σε τόσο ορμητικές απειλές και ρωγμές μιας κοινωνίας τόσο βαθιά διαβρωμένης όσο και τόσο απόλυτα προαιώνιας; Είναι μάρτυρας ο θεατής, που καλείται να πάρει θέση ανάμεσα σε μια λογική ή θυμική διαχείριση του μέλλοντος της Χριστιανικής ή όχι Ευρώπης, να διαλέξει υπέρ ή κατά του ηθικού ή θεσμοθετημένου νόμου, υπέρ ή κατά του φανατισμού ή της αποστασιοποίησης, υπέρ ή κατά του Κρέοντα και της Αντιγόνης: όμως σήμερα, ποιος είναι ο Κρεόντας και ποια η Αντιγόνη;
Ο Marius von Mayenburg δρα και συμμετέχει στην σύγχρονη ευρωπαϊκή δραματουργία ως σκηνοθέτης, μεταφραστής και δραματουργός. Μόνιμος συνεργάτης της Schaubühne, με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό του, κατατάσσεται στους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του. Γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1972 στο Μόναχο και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών στο Βερολίνο. Το έργο του “Fireface”, το οποίο γράφτηκε το 1997, ήταν η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, κερδίζοντας το βραβείο για νέους δραματουργούς καθώς και το βραβείο συγγραφέων στη Φρανκφούρτη.
Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο το 2012, στη σκήνη της Schaubühne, σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα. Tο 2016 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρώσο σκηνοθέτη Kirill Serebrenikov, με τον τίτλο “Ο πιστός” και πήρε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, ανάμεσα τους το Φεστιβάλ των Καννών, θέτοντας υποψηφιότητα για το βραβείο “Ένα κάποιο βλέμμα”, αποσπώντας τελικά το ειδικό βραβείο Καννών “Francois Chalais 2016”.