pop_manhattan_1

«Αν σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω, δεν θα έπρεπε να μου δίνουν λεφτά για να κάνω ταινίες» είπε ο Woody Allen όταν είδε τελειωμένη την δέκατη σκηνοθετική δουλειά του, και πρότεινε στην United Artists, ένα απ’ τα πιο δυναμικά κινηματογραφικά στούντιο απ’ τα 60s ως τα 80s, να τους κάνει την επόμενη ταινία του χωρίς καμία αμοιβή, με αντάλλαγμα να μην βγάλουν ποτέ στις αίθουσες αυτόν που θα εξελισσόταν σε έναν απ’ τους πιο αναγνωρίσιμους, καλλιτεχνικά καταξιωμένους και εμπορικά πετυχημένους τίτλους της καριέρας του.

«Λάτρευε τη Νέα Υόρκη», αφηγείται ο Woody στα πρώτα-πρώτα λόγια της ταινίας του. «Την ειδωλοποιούσε πέραν κάθε λογικής», συνεχίζει, καθώς εναλλάσσονται οι εικόνες ενός απ’ τα εικονικότερα εναρκτήρια μοντάζ στην κινηματογραφική ιστορία, με τους ήσυχους δρόμους, τα ειδυλλιακά diners, τους ανέμελους περαστικούς που σταματάνε για να συζητήσουν στο πεζοδρόμιο, ενώ χιονισμένα αυτοκίνητα αργοδιαβαίνουν τα νωχελικά μποτιλιαρίσματα. Κάπου εκεί έξω απ’ το κάδρο μπορεί να είναι κι ο Travis Bickle, o Ταξιτζής, που κοιτάζει τον καθρέφτη του και μονολογεί για τα κτήνη που βγαίνουν σεργιάνι τη νύχτα. Για «πόρνες, πρεζόνια, κωλομπαράδες, αδερφές, βαποράκια, νταβατζήδες», περιμένοντας τη μέρα που «μια αληθινή βροχή θα έρθει και θα ξεπλύνει όλα αυτά τα αποβράσματα απ’ τα πεζοδρόμια».

Φιλμαρισμένο σε ασπρόμαυρο και πλημμυρισμένο με τις μουσικές του George Gershwin, το Manhattan είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα μια ερωτική επιστολή του Woody Allen στην πόλη του. Η δική του Νέα Υόρκη είναι γεμάτη καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικούς, συγγραφείς, διανοούμενους, πάντα υπάρχει μια αφανής ευρωπαϊκή ταινία να πετύχεις σε ένα κοντινό σινεμά, πάντα υπάρχει ένας άγνωστος νέος γλύπτης που έχει κλείσει ραντεβού με το πεπρωμένο του σε μια διπλανή γκαλερί, πάντα υπάρχει ένα μπιστρό γεμάτο κόσμο και φωνές και γέλια και καπνό και ποτήρια που τσουγκρίζουν πάνω από κουβέντες για την τέχνη, τη ζωή, το σύμπαν και όλα αυτά.

http://youtu.be/Ck0ENY4eawQ

Αυτή η αντίθεση της ωραιοποιημένης εικόνας του Allen για μια πόλη που δεν ήταν και τόσο όμορφη εκείνη την εποχή –πάρε ταινίες σαν το Taxi Driver (Ο Ταξιτζής), το Death Wish, το Serpico ή το Mean Streets (Κακόφημοι Δρόμοι) για παράδειγμα– είναι μια ιδανικά ρομαντική εισαγωγή σε μια ιδανική ρομαντική ταινία. Περιστρεφόμενη γύρω απ’ το χαρακτήρα του Isaac, ενός κοντού κοκαλιάρη διοπτροφόρου 40άρη σεναριογράφου, ο οποίος αποφασίζει να παρατήσει τη δουλειά που του προσφέρει μια άνετη ζωή για να κυνηγήσει την ονειρεμένη του καριέρα ως συγγραφέας, λίγο πριν παρατήσει και την 17χρονη ερωμένη που του προσφέρει μια κάποια συναισθηματική σταθερότητα για να κυνηγήσει μια πιο ηλικιακά αποδεκτή σχέση με την όχι και τόσο αποδεκτή ερωμένη του παντρεμένου καλύτερού του φίλου, η ιστορία του Allen, όπως κι όλες οι μεγάλες ιστορίες των μεγάλων ερωτικών, είναι περισσότερο μια ιστορία απώλειας, παρά μια ιστορία αγάπης.

Το νευρωτικό alter ego του σκηνοθέτη ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις και θυσιάζει το επαγγελματικό και συναισθηματικό του βόλεμα προς χάρην ενός θελκτικού, ειδωλοποιημένου ιδανικού (μια πιο περίβλεπτη δουλειά, μια πιο συμβατική σχέση), όμως σύντομα ανακαλύπτει ότι το άνετο διαμέρισμά του θα τον βοηθούσε περισσότερο στο να ξεκινήσει το βιβλίο του απ’ ότι η επιταγή της ανεργίας αφ’ ενός, κι αφ’ εταίρου και σημαντικότερα, ότι περιτριγυρίζεται από κακομαθημένα παιδάκια που δεν ξέρουν τι θέλουν, κι ο μόνος ενήλικας στη ζωή του ήταν η παιδούλα που άφησε να φύγει. Ίσως ακούγεται λίγο βαρύ όλο αυτό, αλλά αν έχεις δει έστω και μία ταινία του Woody Allen, δεν θα χρειάζεται να σου γράψει κανένας και πολλά περισσότερα για να ξαλαφρώσεις, απ’ το ότι σ’ ετούτη εδώ την ταινία του, ο Νεοϋρκέζος σκηνοθέτης βρίσκεται στην κορυφή του σαρκαστικού του μεγαλείου και το τσουχτερό χιούμορ του είναι στα πιο αιχμηρά του.

Φιλμαρισμένο σε ασπρόμαυρο και πλημμυρισμένο με τις μουσικές του George Gershwin, το Manhattan είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα μια ερωτική επιστολή του Woody Allen στην πόλη του. 

Τριανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη του γραφή όμως, αυτό που κρατάει ολόφρεσκο και τριζάτο το σενάριο που συνυπέγραψε ο Allen με τον Marshall Brickman (συνσεναριογράφο του και στο βραβευμένο με Όσκαρ ταινίας, σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνείας Annie Hall / Νευρικός Εραστής), είναι το πόσο απαράλλαχτα επίκαιρος φαντάζει ακόμη σήμερα ο δηκτικός κανιβαλισμός που επιφυλάσσει για την κυνική επιφανειακότητα του ασταμάτητου χορού του ζευγαρώματος της εποχής. Εκεί άλλωστε κρύβεται κι η ουσία όλης αυτής της Μπεργκμανικής διαχρονικότητας ολόκληρου του σινεμά του Allen. Στον τρόπο που αλαφραίνει και ανυψώνει κι απενοχοποιεί και αγαπάει και μισεί να ανατέμνει την αγέραστη κι απαράλλαχτη διαμάχη ανάμεσα στα δυο όνειρα του ανθρώπου: το ονειρεμένο «έζησαν αυτοί καλά στο πριγκιπάτο τους» και το ονειρικό τραγούδι των σειρήνων που υπόσχονται περιπέτειες και κατακτήσεις στην άλλη πλευρά της πόρτας του γαμήλιου σπιτικού.

Και αυτό το σενάριο του Allen απέσπασε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, όπως έκανε και η Mariel Hemingway για την ερμηνεία της στο ρόλο της 17χρονης Tracy, ενώ το Manhattan κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας. Όμως ακόμη περισσότερο κι απ’ το ότι αποθεώθηκε στις Κάνες, λατρεύτηκε από τους κριτικούς, μάζεψε ένα τσουβάλι βραβεία ανά τον κόσμο, ξετίναξε τα ταμεία σε βαθμό να παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία του σκηνοθέτη, κι επελέγη απ’ την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως ταινία υψηλής πολιτιστικής σημασίας, εξασφαλίζοντας μια θέση στη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου, αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία για τον Allen, είναι μάλλον ότι η ταινία του έχει αποκτήσει για την πόλη του μια σημασία εμβληματική. Γιατί «η Νέα Υόρκη ήταν η πόλη του. Και θα είναι για πάντα».