Μια από τις πιο πολύπλευρες, προκλητικές και συναρπαστικές μορφές που έχουν εμφανιστεί στο σύγχρονο θέατρο, ο ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης Στίβεν Μπέρκοφ, θα βρεθεί στην Αθήνα για ένα βράδυ, για να ερμηνεύσει τους «κακούς» του Σαίξπηρ με το δικό του μοναδικό τρόπο. Ακροβατώντας με μοναδική χάρη ανάμεσα στο ποιοτικό θέατρο – οι διασκευές του στα έργα του Κάφκα και στη Σαλώμη του Όσκαρ Ουάιλντ έχουν μείνει ιστορικές – και τους ρόλους του σε χολυγουντιανές παραγωγές – από Ράμπο, Τζέιμς Μποντ μέχρι Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς, πάντα παίζοντας τον κακό! – έχει διανύσει στα σχεδόν ογδόντα του χρόνια μια μοναδική πορεία. Κομμάτια από αυτή τη σάγκα του ζητήσαμε να θυμηθεί για την Popaganda.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό που θα σας δούμε να ερμηνεύετε εδώ στην Αθήνα. Αν δεν απατώμαι παίζετε το «Shakespeare’s Villains»εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Ναι, περίπου τόσο, απλώς το παίζω περιστασιακά.
Πώς δημιουργήθηκε; Σκεφτόμουν να κάνω ένα one man show. Είχα μόλις κάνει μια παραγωγή του Κοριολανού στο Mermaid Theatre το 1997, και δεν ήθελα να συγκεντρώσω ξανά έναν ολόκληρο θίασο για να παίξω Σαίξπηρ, γιατί είχα μόλις κάνει δύο ή τρεις. Ήθελα να κάνω ένα σόλο σόου, απλά επιδεικνύοντας τι αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός γα να κάνει διαφορετικούς ρόλους, γιατί οι μονόλογοι στο Σαίξπηρ είναι σαν κομμάτια από κοντσέρτα. Ένας πιανίστας μπορεί να παίξει μόνος του, ένας τραγουδιστής μπορεί να τραγουδήσει μόνος του, ενώ ένας ηθοποιός είναι υποχρεωμένος να έχει έναν ολόκληρο θίασο. Θέλησα λοιπόν για μια φορά να ερμηνεύσω το Σαίξπηρ έτσι, απλώς να ανέβω στη σκηνή και να το κάνω. Έτσι λοιπόν άρχισα να βρίσκω τα κατάλληλα κομμάτια ώστε να δείξω πώς μπορούσα να παίξω το Ριχάρδο, τον Ιάγο, το Μακμπέθ ή τον Κοριολανό, όλους μαζί.
Πως το κάνατε δηλαδή; Επέλεξα κάποια αποσπάσματα του Σαίξπηρ που μου άρεσαν, και επέλεγα τους πιο σκοτεινούς χαρακτήρες, αυτό που λέμε τους «κακούς». Και τότε μου ήρθε: γιατί να μη βάλω όλους τους κακούς μαζί, έτσι ώστε να δείξω τα διάφορα είδη κακών, αντί να κάνω απλώς τις «μεγαλύτερες επιτυχίες» του Σαίξπηρ. Tο έκανα λοιπόν, έτσι ξεκίνησε. Και μετά σκέφτηκα πως πρέπει να δοκιμάσω να βάλω και μια μικρή εισαγωγή για τον καθένα, και το δοκίμασα σε κάποια μικρά θέατρα. Αυτοσχεδίαζα λοιπόν ένα μικρό σχόλιο, και μετά το σχόλιο μεγάλωνε, και μεγάλωνε, μέχρι που τώρα το σχόλιο είναι πιο μεγάλο από το αναθεματισμένο το απόσπασμα! Κι έτσι βρέθηκα μπλεγμένος με αυτό το τεράστιο σχόλιο. Γιατί το σχόλιο ήταν πάντα αυτοσχεδιαζόμενο, κι αυτό μου έδινε τρομακτική ελευθερία.
Αν δεις κάποιους κινηματογραφικούς κακούς, όπως τον Άντονι Χόπκινς στη Σιωπή των Αμνών, μοιάζει να είναι ένας έξυπνος, εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος και σοφιστικέ τύπος, κι είναι ο πλέον διαβόητος δολοφόνος. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Τόσο από πλευράς γραφής όσο και ερμηνείας, αλλά κατ’ αρχήν γραφής, γιατί δεν περιμένουμε από ένα δολοφόνο να είναι εκλεπτυσμένος, όμως αυτοί που είναι, είναι κι αυτοί που θυμόμαστε περισσότερο.
Έχετε παίξει πολλούς «κακούς» και στον κινηματογράφο. Νομίζω πως έχετε πει κάποτε πως αυτό είναι κάπως κολακευτικό, γιατί συνήθως οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι που παίζουν τους κακούς ρόλους. Ναι. Αυτό είναι γενικώς αλήθεια – αλλά όχι πάντα, πρόκειται απλώς για άλλη μια από τις γενικεύσεις μου. Όμως συνήθως ο κακός είναι ένα είδος Ιανού: έχει δύο πρόσωπα. Πρέπει να έχει ένα πρόσωπο όπου ο κακός παρουσιάζει τον εαυτό του ως έντιμο, αξιοπρεπής, φιλικός, κι αυτό είναι μια μάσκα για τις άλλες δραστηριότητές του, οι οποίες είναι επικίνδυνες και εναντίον της κοινωνίας. Είναι λοιπόν υποχρεωμένος να έχει δύο πρόσωπα. Ενώ ο ήρωας έχει μόνο ένα πρόσωπο. Κι αυτός είναι ένας λόγος που μας αρέσει να κοιτάζουμε τους κακούς: γιατί μας εκπλήσσουν με τη διπροσωπία τους. Αν δεις κάποιους κινηματογραφικούς κακούς, όπως τον Άντονι Χόπκινς στη Σιωπή των Αμνών, μοιάζει να είναι ένας έξυπνος, εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος και σοφιστικέ τύπος, κι είναι ο πλέον διαβόητος δολοφόνος. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Τόσο από πλευράς γραφής όσο και ερμηνείας, αλλά κατ’ αρχήν γραφής, γιατί δεν περιμένουμε από ένα δολοφόνο να είναι εκλεπτυσμένος, όμως αυτοί που είναι, είναι κι αυτοί που θυμόμαστε περισσότερο. Ξεκινώντας από το Δράκουλα, ο οποίος είναι πολύ ευχάριστος όταν συναντά και υποδέχεται τους ανθρώπους ως οικοδεσπότης, και μετά είναι το απόλυτο τέρας. Γι αυτό και είπα ότι πρέπει να είσαι καλός ηθοποιός, γιατί πρέπει να παίξεις ένα χαρακτήρα διπρόσωπο.
Αναρωτιέμαι αν έχετε παίξει το ρόλο του «κακού» και στην καριέρα σας ως θεατρικός συγγραφέας, γιατί γνωρίζω ότι πολλά από τα έργα σας έχουν προκαλέσει σοκ με τη γλώσσα και τη θεματολογία τους. Στα έργα μου γράφω κυρίως αυτό που νιώθω, και προσπαθώ να γράφω δυναμικά, εξομολογητικά έργα, για τη ζωή, για την κοινωνία, για την εσωτερική αγωνία των ανθρώπων, τον πόνο, την οδύνη τους. Προσπαθώ να ανακαλέσω, να επαναδιεκδικήσω αυτό το είδος γραφής που ήταν πιο βαθιά, προσωπική και δραματική. Συνήθως οι θεατρικοί συγγραφείς σήμερα κάνουν κοινωνική κριτική, γράφουν για την κοινωνία, την πολιτική, τα προβλήματα κάποιου που κάθεται σαν να κοιτάζει έναν καμβά, γενικά γράφονται πολλές μαλακίες. Δεν έχουν βάθος ή δύναμη όπως οι παλαιότεροι. Αν έχεις δει Ο’Νηλ, Τέννεση Ουίλλιαμς ή Άρθουρ Μίλλερ. Δεν υπάρχει πλέον πάθος και αγάπη στα έργα. Έχεις δει πρόσφατα κανέναν άγγλο θεατρικό συγγραφέα να γράφει το παραμικρό για την αγάπη, ή ακόμα και για το μίσος; Συνήθως θα ασχοληθούν με τα τραίνα που δεν φτάνουν στην ώρα τους! Είναι φρίκη, φρίκη!
Θυμάμαι ότι στο «Σαν Έλληνας», σχεδόν υπερασπιστήκατε το χαρακτήρα σας, τον βασισμένο στον Οιδίποδα, ο οποίος κάνει έρωτα με τη μητέρα του, επειδή πρόκειται για πράξη αγάπης και ηδονής. Ποινικοποιείται σήμερα η ηδονή; Εν μέρει είναι κι αυτό. Όμως πήρα την ιδέα από ένα βιβλίο για τους Ινδιάνους της Αμερικής, που λεγόταν Seven Arrows. Εκεί η μητέρα βρίσκεται μέσα σε μια παραδοσιακή ινδιάνικη σκηνή μαζί με το γιο της, και γύρω τους μαίνεται ο πόλεμος ενώ αυτοί είναι κρυμμένοι μέσα στη σκηνή, αγκαλιασμένοι. Κι ο γιος ερεθίζεται, και καταλήγουν να κάνουν έρωτα. Κι αυτός λέει: μα είναι τρομερό, δεν θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό. Κι η μητέρα του λέει: δεν είναι τρομερό, γιατί εμείς αγαπιόμαστε. Αυτό που συμβαίνει εκεί έξω, στο πεδίο της μάχης, η αιματοχυσία, οι σκοτωμοί και τα μαχαιρώματα κι οι πυροβολισμοί, αυτό είναι που είναι λάθος! Αυτό με εντυπωσίασε πάρα πολύ, και πήρα την ιδέα από αυτό το βιβλίο, που ήταν πασίγνωστο τη δεκαετία του ’60, κι έγραψα το «Σαν Έλληνας». Σκέφτηκα πως αυτό είναι πάρα πολύ ισχυρό. Καθώς λοιπόν ο Οιδίποδας ετοιμάζεται να βγάλει τα μάτια του, σταματάει, και λέει: να πάνε όλα να γαμηθούν! Είναι όλα μαλακίες! Θα γυρίσω στη μητέρα μου! Νομίζω πως αυτός είναι ο ισχυρότερος μονόλογος που έγραψα ποτέ, και συγκίνησε πάρα πολλούς ανθρώπους.
Δεν υπάρχει πλέον πάθος και αγάπη στα έργα. Έχεις δει πρόσφατα κανέναν άγγλο θεατρικό συγγραφέα να γράφει το παραμικρό για την αγάπη, ή ακόμα και για το μίσος; Συνήθως θα ασχοληθούν με τα τραίνα που δεν φτάνουν στην ώρα τους! Είναι φρίκη, φρίκη!
Δουλεύετε στο θέατρο εδώ και πολύ καιρό… Πολύ-πολύ καιρό! Πράγματι!
Πόσο άλλαξε το θέατρο μέσα στα χρόνια αυτά, και πόσο άλλαξε το κοινό; Το θέατρο έχει γίνει πολύ πιο άτολμο, αυτό είναι το βασικό που έχω προσέξει. Και το κοινό έχει γίνει πολύ πιο χυδαίο, πολύ πιο απλοϊκό. Είναι ευτυχισμένο αν παίζονται παντού άθλια μιούζικαλ ή αν παίζουν σταρ του κινηματογράφου. Δεν βλέπουν πια κλασικό θέατρο, ούτε απαιτούν σπουδαίες κλασικές ερμηνείες. Την εποχή που ήμουν νεώτερος, οταν έβλεπες ένα μιούζικαλ, ήταν αληθινά φανταστικό, τιτάνιο. Ίσως να σου φαίνεται υπερβολικό, αλλά θυμάμαι να βλέπω το Chorus Line, κι ήταν τόσο εξαιρετικά παιγμένο και υπέροχα σκηνοθετημένο και χορογραφημένο από τον Michael Bennett… Αλλά και το Hair με την υπέροχη μουσική του, το West Side Story… Αυτά παίζονταν τότε στο West End. Και σήμερα διάβαζα ότι ο Andrew Lloyd Webber έχει τέσσερις παραστάσεις στο Broadway. Αυτό δείχνει πως το γούστο του κοινού σήμερα είναι πολύ απλοϊκότερο, και αρκείται σε ένα μεγάλο θέαμα με ρηχή μουσική και ρηχή παραγωγή. Όλα είναι entertainment. Είναι αποκρουστικό! Κι όχι μόνο έχει γίνει σκέτο entertainment, αλλά έχει γίνει και τρομακτικά ακριβό! Δεν θέλω πια να πάω να δω μαλακισμένο θέατρο. Δεν αξίζει ούτε να το συζητάμε.
Ανάμεσα σε πάρα πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες με τους οποίους είχατε συνεργαστεί, κάνατε και δυο ταινίες με τον Στάνλευ Κιούμπρικ. Αλήθεια, πώς ήταν; Ήταν μοναδικός άνθρωπος, κι ήμουν τυχερός που δούλεψα μαζί του, και μάλιστα δύο φορές, οπότε κι η σχέση έγινε πιο στενή. Κι ήταν και σε δύο καταπληκτικές ταινίες, Το Κουρδιστό Πορτοκάλι και το Μπάρρυ Λύντον.
Στη δουλειά πώς ήταν; Ήταν της παλιάς σχολής. Αληθινός τζέντλεμαν. Πολύ επαγγελματίας, ευφυής και εύστοχος. Με κάπως αιχμηρό χιούμορ, πραγματιστής και πάρα πολύ λεπτομερής στην τελετουργία της κινηματογράφησης, σε εκπληκτικό βαθμό. Ήταν πολύ ευγενής με τους ηθοποιούς, πράγμα πολύ σημαντικό για να νιώσεις ελεύθερος. Ήταν γοητευτικός, ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή του σε κανέναν. Ήταν πάντα ήρεμος, ήξερε άλλωστε ήδη τότε τη δύναμή του. Δούλευε συνήθως με τον ίδιο διευθυντή φωτογραφίας, τους ίδιους φωτιστές, ενδυματολόγους. Μην ξεχνάμε πως είχε μόλις κάνει τη σπουδαιότερη ταινία του 20ού αιώνα, το 2001: μετά από αυτό, μπορούσε να κάνει οτιδήποτε ήθελε! Μου άρεσε, και τα πηγαίναμε καλά μαζί. Τον σεβόμουν τόσο πολύ, και προσπαθούσα να του δώσω αυτό που του χρειαζόταν. Και του άρεσαν οι ηθοποιοί που ήξεραν τι κάνουν – και φυσικά, που ήξεραν τα λόγια τους άψογα από την πρώτη λήψη! Δεν ανεχόταν να έρθει κάποιος στο γύρισμα και να μην ξέρει τα λόγια του. Έλεγε: αυτή είναι η τέχνη σας, και πρέπει να την κατέχετε πλήρως.