Ήταν και οι τρεις αχώριστοι. Όχι μόνο συμμετείχαν σε Biennale (της Βαρκελώνης) με κοινό έργο – είχαν γίνει εξώφυλλο τότε στη Liberation– και σε εκθέσεις στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες. Aκόμα και στις ατομικές εκθέσεις τους είχαν την ανάγκη το έργο τους να συνομιλεί με τα έργα των υπολοίπων δυο. Ο Νίκος Αλεξίου (1960-2011), ο Μανώλης Χάρος και ο Μανώλης Ζαχαριουδάκης δεν ήταν απλώς τρεις καλοί φίλοι. Δεν επικοινωνούσαν μόνο μέσα από το έργο τους. Συμπορεύτηκαν για 25 χρόνια και στην τέχνη και στη ζωή, με όλα τα σκαμπανεβάσματα.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τον αναπάντεχο, άδικο θάνατο του Αλεξίου, του καλλιτέχνη που αναβάπτισε τις ταπεινές πρώτες ύλες μέσα από μια πρωτόφαντη πνευματικότητα και μεταφυσικότητα, ο Χάρος και ο Ζαχαριουδάκης θυμούνται τις ιδιαιτερότητες του καλλιτέχνη και ανθρώπου. Η αφορμή διπλή: αφενός η προβολή που κατέκλυσε την πρόσοψη του κτηρίου της Εθνικής Τραπέζης στην πλατεία Κοτζιά, από την συμμετοχή του Νίκου Αλεξίου στην Βiennale της Βενετίας το 2007, με το μνημειακό έργο-εγκατάσταση Τhe End, το οποίο αντλούσε έμπνευση από το ψηφιδωτό δάπεδο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους (από τη γκαλερί Ζουμπουλάκη), αφετέρου η μεγάλη εγκατάσταση του Νίκου Αλεξίου, με τίτλο Τραπέζι, στον κεντρικό χώρο της γκαλερί CAN. Το δεύτερο από μόνο του είναι σαν μια αναδρομική του Αλεξίου χωρίς έργα του.
«Ο Νίκος ήταν ένας πάρα πολύ ευαίσθητος και εύθραυστος άνθρωπος, είχες μόνιμα την αίσθηση ότι θα διαλυόταν, κι αυτό το χαρακτηριστικό ήταν πολύ κοντά στο έργο που έκανε. Το να στηθεί στην ουρά της ΔΕΗ για να πληρώσει το λογαριασμό ήταν κάτι που μπορούσε να τον διαλύσει. Για τον Νίκο τα δυνατά και τα αδύνατα ήταν μέσα από το εντελώς δικό του πρίσμα. Είχε άλλα όρια. Κάθε τόσο έκανε τα νεύρα των κοινών θνητών φιόγκο», αναφέρει ο Μ. Χάρος, ο οποίος έγινε κολλητός του ήδη το ‘85, τη χρονιά που τα έργα τους βρέθηκαν δίπλα δίπλα στην Biennale Νέων της Θεσσαλονίκης. Ο Ζαχαριουδάκης είχε αποφασίσει να απέχει απ΄τη διοργάνωση. «Η δουλειά του με είχε ξετρελάνει. Τότε ήταν ακόμα η ιδέα ενός πράγματος. Τα Φάσματά του ήταν κάτι στον αέρα, τίποτα το πραγματικό».
Τρεις μήνες μετά τη Θεσσαλονίκη, αποφασίζουν και κάνουν μαζί μια έκθεση στην γκαλερί 3. «Από τότε κάναμε πολύ στενή παρέα, με μεγάλα διαστήματα που χανόμασταν, όπως τις περιόδους του στο Άγιο Όρος. Αυτά τα χάσματα ήταν κοινά στον χαρακτήρα του. Ό,τι δεν έκανε για 3 χρόνια ως νονός της κόρης μου, ήθελε να το αναπληρώσει σε μια μέρα, αγοράζοντας 30 αρκουδάκια και 40 σκυλάκια. Χανόταν αλλά στην παρέα μας ξαναπιανόταν η κλωστή σαν να είχε αφεθεί μόλις. O Nίκος είχε μια γοητεία που σε άλλους λειτουργούσε, σε άλλους όχι, για εμάς ήταν πολύ φυσικό από την αρχή να αλληλοεκτιμηθούμε. Εγώ ζούσα στη Γαλλία και ο Ζαχαριουδάκης ήταν στην Ελλάδα ένα σημείο αναφοράς μου. Μετά έγινε το ίδιο κι ο Νίκος».
Εύθραυστος δεν ήταν μόνο ως άνθρωπος, τονίζει ο Χάρος. «Ήταν πολύ εύθραυστος κι ευαίσθητος κι ως καλλιτέχνης. Κινιόταν σε ένα δικό του προσωπικό κόσμο, τον οποίο διαφύλασσε με πάρα πολύ μεγάλη σπουδή».
Το έργο του είναι το καλλιτεχνικό έργο που διαμορφώνεται μέσα από την σπουδή, αλλά από μια κατευθείαν πρωτόγονη έκφραση που έρχεται να περιγράψει κομμάτια του χαρακτήρα και των σκέψεών του.
Ο διάλογος που αναπτυσσόταν για το έργο του γινόταν μόνο στο πρώτο στάδιο σύλληψης μιας ιδέας. «Όποτε αισθανόταν ότι ανακάλυπτε ένα νέο δρόμο βρισκόμασταν πολύ. Όταν έπρεπε να τον διαχειριστεί στην πραγματικότητα αυτό το νέο δρόμο, χανόμασταν. Υπήρχαν πράγματα που είχα τη χαρά και την ιδιαιτερότητα να μην τα καταλάβω.Με αυτό το προνόμιο όμως διάνυσα πολύ γρήγορα την απόσταση για να τα αντιληφθώ. Μπορείς να δεις τον χαρακτήρα του μέσα από το έργο του. Το έργο του είναι το καλλιτεχνικό έργο που διαμορφώνεται μέσα από την σπουδή, αλλά από μια κατευθείαν πρωτόγονη έκφραση που έρχεται να περιγράψει κομμάτια του χαρακτήρα και των σκέψεών του. Η δουλειά του είναι πειστική μέσα στην απλότητά της (είναι φτιαγμένη με καλαμάκια,με κλωστές), είναι κομμάτια ενός ανθρώπου. Είχε μια ροή το έργο του σε σχέση με την πραγματικότητα και το συναίσθημα που το κάνει πολύ φρέσκο».
Μετά από τις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε ακόμη και δυο χρόνια («τον είχε τραβήξει ο εξωτισμός του μοναχισμού»), «μπήκε μια μεταφυσική κουβέντα στα πράγματα και στη δουλειά του. Το Όρος ήταν φυγή, αλλά μετά ερχόταν κι η φυγή από το Όρος. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη δομή της ζωής. Όταν γύρισε από το Όρος, χωρίς να είναι θρησκόληπτος, είχε μια φρασεολογία και ένα τρόπο σκέψης που ήταν του θρησκόληπτου. Αυτό περνώντας ο χρόνος κάλμαρε».
Οι τάσεις φυγής δεν τον άφησαν ούτε στη Biennale της Βενετίας: «Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις συνθήκες και το κοσμικό-τελετουργικό της Biennale πήγε κατά διαόλου. Δεν είχε έτοιμο τον κατάλογο και σηκώθηκε κι έφυγε μια βδομάδα. Πολύ τυπικός Νίκος!.»
Ήταν μοναχικός; «Ήταν μοναχικός αλλά όχι μοναξιασμένος. Τα πράγματα στρογγύλευαν και ολοκληρώνονταν στο μυαλό του όμως μόνο όταν ήταν μόνος», καταλήγει ο Χάρος. «Μιλάγαμε ο ένας για την δουλειά του άλλου, αλλά μόνο μέσα στο εργαστήρι», θυμάται ο Μ. Ζαχαριουδάκης, ο οποίος ακόμη και σήμερα στο εργαστήρι του ζητά νοερά τη γνώμη του Αλεξίου. «Τον Νίκο τον ενδιέφερε πολύ η μέθοδος, το πώς θα γίνει κάτι. Το έργο του ήταν κι η μέθοδός του. Τον ενδιέφερε πάρα πολύ η δουλειά του. Ζούσε σε ένα χώρο που ήταν σπίτι εργαστήρι.»
Τον καιρό που έγινε η διάγνωση της αρρώστιάς του και μέχρι το τέλος κάνανε πολύ στενή παρέα: «Ήταν γνωστό ότι δεν είχε χρόνο, οπότε ήθελε να τελειώσει έργα είτε να δει τι θα γίνουν μετά. Ετοίμαζε τη ζωή του έργου του μετά.»
Έτσι έφτιαξε μια πενταμελή επιτροπή με φίλους, στην οποία συμμετέχει κι ο Ζαχαριουδάκης. Αυτή αποφασίζει και για τις εκθέσεις και τις πωλήσεις. «Έγινε τώρα μια μεγάλη έξοδος του έργου του με το Τραπέζι, που ήταν και στην Biennale της Βενετίας. Είναι ένα μεγάλο έργο που βρισκόταν και στο σπίτι του με διάφορα μικρά πράγματα, τα οποία έφτιαχνε και έβαζε το ένα δίπλα στο άλλο, ονομάζοντάς τα installations. Τώρα ξαναστήθηκε στην Can, πλαισιωμένο από νεότερους καλλιτέχνες που συνομιλούν με ένα τρόπο μαζί του. ‘Οπως διαπιστώνουμε κι από την προβολή στην Κοτζιά το έργο του είναι αντοχής. Και ήδη ετοιμάζονται νέες μεγάλες εκθέσεις του.»