«Γάμησέ με, βάζοντάς με να χωθώ στον κώλο σου, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, με τα μαλλιά σου λυτά, χυμένα στο μαξιλάρι, ολότελα γυμνή εκτός από μια όμορφα αρωματισμένη ροζ κιλότα ξεδιάντροπα ανοιγμένη από πίσω και μισοκατεβασμένη ίσα να φαίνεται η σχισμή», έγραφε ο φημισμένος λογοτέχνης Τζέιμς Τζόυς στην σύντροφό του Νόρα Μπάρνακλ. Στα γράμματα που της έστελνε εναλλάσσονται ο εκρηκτικός ερωτικός πόθος, με τον λυρισμό, το χιούμορ, οι όρκοι λατρείας και οι εκρήξεις ζήλειας όπως συμβαίνει σε κάθε ερωτευμένο. Οι λέξεις των λογοτεχνών, όμως, καταφέρνουν να συμπυκνώνουν μοναδικά την καύλα, την έκσταση, την τρυφερότητα και όλα τα συναισθήματα της ερωτευμένης ύπαρξης.
Ακολουθούν 21 ερωτικά ποιήματα, ενδεικτικά της ανάγκης των ποιητών να μιλήσουν για τον αντικείμενο του πόθου τους ή και για την ίδια την έννοια την Έρωτα (που συχνά ταυτίζονται στο μυαλό μας). Πολλά φυσικά έμειναν έξω, θα μπορούσαν να είναι άλλα 2021, ήδη άλλα 20 είχαν προκαλέσει κρακ στην καρδιά μας. Να είμαστε καλά, να διαβάζουμε και θα υπάρξει και τρίτο μέρος.
Ας ξεκινήσουμε με Τζέιμς Τζόυς λοιπόν:
Έβγα στο παράθυρό σου
Χρυσομαλλούσα
Σε ακούω να τραγουδάς
Τον ωραίο σκοπό σου.
Το βιβλίο μου το κλείνω
Τη μελέτη σταματώ
Θα κοιτάζω της φωτιάς
Τον τρελό χορό.
Αφήνω το βιβλίο μου
Αφήνω τη βολή μου
Όταν σ’ ακούω να τραγουδάς
Στη σκοτεινή αυλή μου.
Τον ωραίο το σκοπό σου
Μαζί κι εγώ θα τραγουδούσα
Έβγα στο παράθυρό σου
Χρυσομαλλούσα.
Μετάφραση: Τζούλια Τσιακίρη
Ο καιρός που σ’ αγαπώ
ξεκινά μέσα από κρητικά περιβόλια,
αγκαλιασμένος με γαρίφαλα, τραγουδημένος με μαντινάδες
ξεκινά μέσα από τα πρώτα τετράδια,
ζωγραφισμένος με πράσινα και κίτρινα χρώματα.
Ψάχνω μέσα σε κλειδωμένα συρτάρια,
ψάχνω μέσα σε ξεχασμένες κασέλες,
ψάχνω μέσα στα μάτια μου.
Σαν μοναξιά ψηλού βουνού,
σαν ρίζα εκατόχρονου δέντρου,
σαν αγέρας παλιός πελαγίσιος,
ο καιρός που σ’αγαπώ ίδιος.
Κορίτσι της θάλασσας που γελά,
ο σημερινός, ο αυριανός — δεν μπορεί —
κάποιος ήλιος ταξιδευτής θα σε φέρει,
αλτάνα με τα είκοσι γαρίφαλα,
σε κάποιον ήλιο θα σε κερδίσω.
Άγριες Νύχτες – Άγριες Νύχτες!
Αν ήμασταν μαζί
Για μας οι άγριες νύχτες
Θα ‘ταν μόνο χλιδή!
Ανώφελος – ο αγέρας –
Σαν βρει η Καρδιά λιμάνι –
Πέταξε την Πυξίδα –
Πέταξε και το Χάρτη!
Λάμνοντας στην Εδέμ –
Α – η Θάλασσα!
Άς έδενα – τη νύχτα αυτή –
Σ΄εσένα!
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Όταν ο άντρας,
Μπαίνει στη γυναίκα,
Σαν τον αφρό των κυμάτων
Που διεισδύει στην ακτή,
Ξανά και ξανά,
Κι η γυναίκα ανοίγει
Το στόμα της μ’ ευχαρίστηση
Και τα δόντια της λάμπουν
Σαν το αλφάβητο,
Ο Λόγος του Θεού εμφανίζεται
Μαδώντας ένα άστρο,
Και ο άντρας
Μέσα στη γυναίκα
Δένει ένα κόμπο
Έτσι που να μην είναι
Ποτέ ξανά χωριστά
Κι η γυναίκα
Σκαρφαλώνει σ’ ένα λουλούδι
Και καταπίνει το μίσχο του
Κι ο Λόγος του Θεού εμφανίζεται
Και ξαμολάει τα ποτάμια τους.
Αυτός ο άντρας,
Αυτή η γυναίκα,
Με τη διπλή τους πείνα,
Προσπάθησαν να περάσουν
Μες απ’ το παραπέτασμα του Θεού
Και σύντομα το έκαναν,
Παρόλο που ο Θεός
Μέσα στη διαστρέβλωσή του
Λύνει τον κόμπο.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό·
κι εβούλιαξε η βαρκούλα κι επέσαν στο γυαλό.
Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.
Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες
σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.
Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα
Στη μικρή μου κερασιά
κρεμασμένα·
ντροπαλά, μισοκρυμμένα
μες στων φύλλων τη δροσιά
ροδοκοκκινίζουνε,
σαν χειλάκια που φιλιά
λαχταράνε,
μα δεν θέλουν να το πούνε
και γελούν με μαργιολιά
και με δαιμονίζουνε.
Όταν έρχεσαι σε μένα, απρόσκλητος,
Κάνοντάς μου νόημα
Σε αλλοτινά δωμάτια,
Όπου στέκουν οι αναμνήσεις,
Προσφέροντάς μου, καθώς σ’ ένα παιδί,
Μία σοφίτα, συναντήσεις
Ημερών τόσο λιγοστών,
Μπιχλιμπίδια κλεφτών φιλιών,
Ψευτοκοσμήματα από δανεικές αγάπες,
Μπαούλα μυστικών λέξεων,
Εγώ κλαίω.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μεσ᾿ σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.
Αν έστω κι ένας μόνο απηχούσε
κάτι απ᾿ τη δική σου ομορφιά,
θα του ῾λεγα: -«Λοιπόν, τι περιμένεις;
με τα καρφιά των παπουτσιών σου κάρφωσέ με».
και δε θα καρτερούσα πια γλυκό φιλί
ούτε μία τρυφερή περίπτυξη.
Φεύγω.
Για πού δεν θα σου πω.
Έτσι θα καμωθώ
πώς κάποιο μυστικό έχω από σένα.
Θα κρυφοκοιτάξω τους βυθούς,
θα συμφιλιωθώ με τη θάλασσα
εμπιστεύοντάς της την αντάρα μου,
θ’ ανακατέψω τ’ άστρα με το ύψος μου,
θα παραμερίσω με τις προσευχές μου
το ενιαίο του ουρανού,
μήπως και μέσα σ’ όλα αυτά
είναι κρυμμένη η αποστολή σου:
αν ήρθες για να ξανανοίξεις τα χρώματα
και τους χειμώνες να καθαιρέσεις,
ή για να στρίψεις αρνητικά
τους διακόπτες του λογισμού μου
σκορπίζοντας τη φυγή σου.
Σαν θα τη βρω και είν’ ηλιόλουστη,
θα τρέξω ολοπόρφυρη κι απέραντη
να την ξαναδιαβάσω στα μάτια σου.
Αν πάλι μέσα στην κακοκαιρία κρύβεται
θα προσποιηθώ πώς δεν τη διάβασα.
Κι αν μάταια πάλι έψαξα,
θα πιέσω με την καρτερία μου το στήθος σου
ώσπου μονάχος σου να την προδώσεις.
Είμαι ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλα του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σα φανοί αυτοκινήτων που ‘ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de ville- τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.
Από τον ποταμό-σεντόνι, τη λάβα-κουβέρτα
τη σιωπή σε πράσινα μάτια βουτηγμένη
το χρόνο που σωριαζόταν μέσα μου κομμάτια
θρυμματισμένος απ’ την αοριστία της ερωτικής ώρας
απ’ όλη την ευημερία τότε
συγκινούμαι μονάχα σαν θυμάμαι
το χνουδάκι στον αφαλό.
Να ‘βλεπες λοιπόν πώς καθόταν εκεί
σαν από κάποιο σύννεφο μιας άλλης αλήθειας
να ‘χε κατέβει, παγιδευμένο
περίμενε το δάχτυλο μιας σκοτεινής ζωής
-της δικιάς μου- να το ελευθερώσει
απ’ τη φυλακή της σάρκας
για να ενωθεί ξανά μ’ όλα τα χνουδωτά πράγματα
χωρίς αιτία
που πετούν και στέκονται και χαίρονται
χωρίς αιτία.
«Δεν υπάρχει πρόσωπο», λένε
μπαινοβγαίνουν στις νύχτες και στο χτες
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει ζωή του άλλου
συγκεκριμένη κι αφοπλιστική
στον αφαλό μόνο γίνονται ορατά για μια στιγμή
χωρίς αιτία
κι ούτε που ξέρουν τι θα πει σώμα ή παρελθόν
κι ούτε που…
Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να ’ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.
Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ’ ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ’ έτρεξε λίγο αίμα.
Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ’ άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.
Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ’ τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ’ ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή —
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.
Ξέρω πως κάποτε,
σε κάποια κάμαρη, τα δάκτυλά μου
θα ‘βρουν
-ανοίγοντας το χείμαρρο απαλών
μαλλιών-τραγούδια
που δεν έπαιξε το ράδιο ποτέ.
Όλα θλιμμένα -εκεί-
πικρά χαμογελώντας.
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια – τα χέρια σου –
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.
Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,
ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία
και στα γεροντικά πορτραίτα,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών
μια στήλη ασάλευτος φως,
εδώ, σ’ αυτή τη θέση
που ‘χες γδυθεί μια νύχτα.
Μια ματιά έριξα μέσα από μια χαραμάδα.
Σε μια παρέα εργατών και καροτσέρηδων γύρω απ’ τη σόμπα κάποιου καπηλειού αργά ένα βράδυ του χειμώνα, ενώ εγώ απαρατήρητος καθόμουνα σε μια γωνιά,
Κι είδα έναν νέο που με αγαπά και τον αγαπώ να με πλησιάζει σιωπηλά και να κάθεται κοντά μου για να μπορεί να μου κρατά το χέρι,
Για ώρα πολλή μέσα στον θόρυβο αυτών που μπαινοβγαίνουν, πίνουν και βρίζουν και ανταλλάσσουν πρόστυχα αστεία,
Εκεί εμείς οι δυο, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι που είμαστε μαζί, μιλώντας ελάχιστα, ίσως ούτε μια λέξη.
Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου και Κατερίνα Ηλιοπούλου
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
πονώ απ’ αγάπη,
αγκάθια μες στο ζαλισμένο αίμα μου κυλούν,
μια φλόγα μου τρυπάει τον ουρανίσκο,
ο άνεμός μου σπρώχνει απάνω το πιγούνι,
ο άνεμός μου αναποδογυρίζει τα μάτια,
είμαι ένα απελπισμένο κύμα μες στη μέση του πελάγους,
που υψώνεται, λάμπει και πέφτει
ως τρέχω μες στη νύχτα και φωνάζω.
Από κραυγή μουδιάσανε τα δόντια μου – Μα εσύ,
αμίλητη περνάς μακριά, στις όχθες τ’ ουρανού,
μέσα σε πέπλα λουλουδιών που πέφτουν απ’ τα δέντρα,
έτσι όπως επέρασες μέσα μου
με τα γλυκά σου πόδια αναστατώνοντας τα ρυάκια των φλεβών μου…
Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
πονώ απ’ αγάπη.
Τί τρέλα, αλήθεια, τώρα πια να σε φωνάζω!…
Μα θα φωνάζω ωσότου να σκιστούν τα σπλάχνα μου
κι ωσότου να ραγίσουνε τα κόκαλά μου,
μα θα φωνάζω ωσότου από κραυγή ν’ ασπρίσει η νύχτα,
να φέξει ο δρόμος –για να μη σκοντάψεις–
να φέξει ο δρόμος, που σε παίρνει μακριά μου,
ο δρόμος που σε αντλεί από την καρδιά μου.
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της