Το οριακό άλμπουμ με το οποίο οι Massive Attack όδευαν για βατερλό κι έδωσαν, τελικά, ένα μοντέρνο αριστούργημα…, του Παναγιώτη Μένεγου
Κι όμως το είχα πριν βγει στα δισκάδικα. Κάποιος φίλος σε ταξίδι στην Αγγλία, κάποια μακρινή ξαδέρφη που δούλευε σε ραδιοφωνικό σταθμό, κάποια cd που κουβάλησε επιστρέφοντας και τα παρουσίασε ως δώρα χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει την αδιαφορία του για το περιεχόμενό τους και το πορτοκαλί πρόμο βρέθηκε στην κατοχή μου, λίγο πριν την επίσημη κυκλοφορία. Όχι ότι μέτραγα και τις μέρες, η επαφή με τους Massive Attack ως μαθητής Λυκείου στις αρχές του 1998 ήταν περιορισμένη σε ραδιοφωνικά bits and pieces κι εμβληματικά μονοπλάνα βίντεο κλιπ που είχαν ήδη γράψει ιστορία. Όμως, το Mezzanine αποδείχθηκε, στο δικό μου λεύκωμα, το άλμπουμ εκείνο που άνοιξε την πόρτα της «εγκεφαλικής» μουσικής, αντικαθιστώντας σταδιακά το εφηβικό «σωματικό» κριτήριο («παλιορόκ» προαπαιτούμενα, punk γηπεδικά, οι Nirvana, οι Τρύπες, κάποια metal/rave ξεσπάσματα).
Σε μια εποχή που ακόμα είχαμε τον χρόνο να ακούμε τα άλμπουμ, κι όχι απλά να τα δειγματίζουμε, το Mezzanine -όπως θα διαβάσετε και στις δύο παρακάτω ιστορίες – δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ανεξάρτητα με το πόσο εκπαιδευμένος ήταν ο ακροατής. Ένα άλμπουμ εντελώς δύσπεπτο. Αχώνευτο. Επίπονο. Πρωτόγνωρα (για μένα τότε) απαιτητικό. Φτιαγμένο, ειδικά αν συγκρινόταν με τους δύο καθοριστικούς του προκατόχους, από όλα εκείνα τα υλικά που σε έδιωχναν μακριά του. Σκοτάδι. Εσωστρέφεια. Φόβος. Απογοήτευση. “There’s no safety from harm here, nothing you’ve got to be thankful for, nobody to take the force of the blow“, έγραψε στην κριτική της περσινής επανέκδοσης το Pitchfork.
Ένας εφιάλτης με λιγότερες απευθείας αναφορές στη soul, την jazz και το hip hop από τα ηλιόλουστα Blue Lines και Protection που «επέτρεψαν» σε μια ολότελα λευκή indie γενιά να ασχοληθεί με τα «μαύρα» (χωρίς να κινδυνεύει να της απαγγελθεί η κατηγορία της «καρέκλας»). Με περισσότερα δάνεια από τις πιο βιομηχανικές εκφράσεις του post punk και την πιο μεταλλική κληρονομιά του dub. Με samples από Isaac Hayes και Manfred Mann Earth Band και Led Zeppelin, αλλά κι από Velvet Underground, The Cure, Ultravox. Ένα άλμπουμ χωρίς την Tracey Thorn, χωρίς τη Shara Nelson, χωρίς τον Tricky ή τον Nellee Hooper στην καρέκλα του παραγωγού.
Ένα άλμπουμ, εν τέλει, οριακό. Οι Massive Attack, όπως νομοτελειακά όλα τα πρότζεκτ που γνωρίζουν δυσθεώρητη επιτυχία βρέθηκαν σε μια κατάσταση που ήταν υποχρεωμένοι να υφίστανται τον εαυτό τους. Ο Andrew “Mushroom” Vowles δε συνέχισε μετά τον τρίτο δίσκο, ο μύθος λέει ότι ένας από τους λόγους καλλιτεχνικής διαφωνίας με τον Robert “3D” Del Naja (τον Banksy, ντε!) ήταν ότι είχε στείλει το demo του “Teardrop” στη Madonna. Τελικά, και μάλλον ευτυχώς, επικράτησαν 3D και Daddy G, κι «επιβιβάστηκε» η Liz Fraser για να δώσει δύο ακόμα συγκλονιστικές ερμηνείες στα “Black Milk” (το υποτιμημένο διαμάντι του δίσκου) και “Group Four”.
Κι όμως, παρότι κινήθηκαν στη λεπτή γραμμή που θα μπορούσε να καταλήξει σε βατερλό, οι Massive Attack έδωσαν ένα μοντέρνο αριστούργημα. Στο δικό μου λεύκωμα πάλι, το κορυφαίο άλμπουμ -μαζί με το Maxinquaye του Tricky- της «σκηνής που όλοι αποποιήθηκαν ως trip hop». Το αρχικό μούδιασμα διαδέχθηκαν μερικοί μήνες που δεν μπορούσα να βγάλω από τα ακουστικά την στοιχειωτική ερμηνεία του θρύλου Horace Andy στα “Angel” και “Man Next Door”, τις δερβίσικες κιθάρες του “Inertia Creeps”, το απόκοσμο “Risingson”.
Ο ίδιος δεν τους έχει παραδεχθεί ποτέ ως επιρροή, αλλά μια δεκαετία αργότερα θα ήμασταν άραγε τόσο έτοιμοι να υποδεχθούμε ως «άλμπουμ της ζωής μας» το Untrue του Burial, αν δεν είχε προηγηθεί ο δίσκος που ενηλικίωσε τους Massive Attack, αλλάζοντάς τους για πάντα;
Ένα κλειστοφοβικό δέος που είναι ακόμα παρόν με έναν τροπο δυσβάσταχτο…, της Χρύσας Οικονομοπούλου
H πρώτη φορά που ακούει κανείς το Blue Lines τη χρονιά που Το Ροκ έχει δώσει τόσους δίσκους-ορόσημα ώστε αποτελεί μονόδρομο μουσικής ενηλικίωσης και θέσφατο, είναι κάπως ξεχωριστή: τουλάχιστον έτσι έχω πείσει εγώ τον εαυτό μου για να βάλω μέσα σε ένα λογικό πλαίσιο το ανακάτεμα σωθικών που μου είχε συμβεί όταν κάπου ανάμεσα σε Nirvana, Pearl Jam και Peppers οι πρώτες νότες του “Unfinished Sympathy” μου άνοιξαν (το μυαλό και) τον δρόμο για το Μπρίστολ, «την πόλη όπου σίγουρα πρέπει να βάζουν κάτι που προκαλεί μελαγχολία στο νερό». Το Protection δεν με διέψευσε, το βρήκα «τρυφερό», αλλά. Το Mezzanine.
To Mezzanine ήταν ο δίσκος που διέλυσε στα εξ ων συνετέθη όλο το trip hop, του οποίου οι ίδιοι οι Massive Attack ήταν εμπνευστές και πρωτοπόροι, για να φτιάξει από τον κατακερματισμό των συστατικών του ένα κλειστοφοβικό δέος, σκοτεινότερο κι εφιαλτικότερο από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ, και μια συναισθηματική δυστοπία ανά στιγμές ψιλοαβάσταχτη. Αν το Blue Lines ήταν οι απαρχές και το Protection το αντάξιο δεύτερο βήμα, το Mezzanine είναι το post apocalyptic τοπίο ενός είδους που η μπάντα γέννησε και ανάθρεψε για του αναθέσει να μας οδηγήσει, τραβώντας μας υπνωτισμένους από το χέρι, σε μια μποτιλιαρισμένη λεωφόρο γεμάτη επείγοντα αδιέξοδα και με κατάληξη την αποξένωση. Αν πιάνατε τον εαυτό σας να μην μπορείτε να ακούσετε το Mezzanine μονοκοπανιά επειδή η, ξέγνοιαστη γιατί ήταν αναπόδραστη, πίκρα της Liz Fraser σας πέφτει βαριά ή επειδή τα μονότονα beats σας κάρφωναν στην καρδιά περισσότερο από κλαμμένα σόλο, δεν ήσασταν οι μόνοι.
Το μίγμα ηλεκτρονικής μουσικής, ρέγκε, χιπ χοπ και σόουλ (και μάλιστα συνδυασμένο με φωνητικά που δεν αστειεύονταν), στο οποίο ορκιζόταν ένα ολόκληρο Μπρίστολ, είναι ακόμα παρόν αλλά με έναν τρόπο δυσβάσταχτο, ενταγμένο σε μια κάπως μηδενιστική φιλοσοφία που παλεύει να σε συμφιλιώσει με τη μονοτονία και τη ματαιότητα: passion’s overrated anyway. Ακόμα κι αυτό δηλαδή.
Μετατράπηκαν από cool κολεκτίβα σε ένα μάτσο συγκρουόμενα egos, έστησαν τον πιο γενναίο τους καμβά και κοίταξαν στον καθρέφτη τις αδυναμίες τους (μας)…, του Μάρκου Φράγκου
Όταν το Mezzanine κυκλοφόρησε το 1998 μετά βαϊων και κλάδων, το υποδέχτηκα πώς και πώς μετά το στρογγυλό δεκάρι του Protection – ήθελα κι άλλο απ’ ότι έδιναν αυτοί οι τύποι που είχαν επαναπροσδιορίσει το cool μέσα μου. Η απογοήτευσή μου όμως μετά τις πρώτες ακροάσεις είχε γεύση πίκρας κι οσμή αποφοράς. Δεν ήθελα να αποδεχτώ αυτό που ένιωθα ως κακή ενέργεια, δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι πρέσα πρέπει να μπει κανείς για να ξεχάσει να γράφει τραγούδια, δεν ήθελα να εισέλθω στο σκοτάδι τους γιατί απλά ένιωθα άβολα εκεί μέσα και επιπλέον η υποσκιασμένη φάση τους μού φαινόταν τόσο στυλιζαρισμένη.
Έπρεπε να γκριζάρουν –κυριολεκτικά- τα μαλλιά μου για να εκτιμήσω περισσότερο το Mezzanine και να σταματήσω να καγχάζω με την κριτική που αρχικά –ένιωθα τότε- το είχε αποδεχτεί με το στανιό ως αιχμηρό και αλήτικο. Έπρεπε να περάσω από τα δικά μου μερίδια κακής ενέργειας και σκοταδιού για να αντιληφθώ ότι όλο το συγκρουσιακό περιβάλλον που αποτυπώθηκε στο Mezzanine δεν ήταν ούτε διωκτικό ούτε κωλοπαιδίστικο. Ήταν ένας γενναίος καμβάς μόνο. Από αυτούς που απορροφούν σαν στυπόχαρτα τα κατακάθια –τα ιζήματα- της ανθρώπινης ατέλειας κι αυτοκαταστροφής. Το άκουσα αλλιώς μετά από τις δυσθυμικές παρεμβολές της προσωπικής μου κατάβασης κι τότε του ανέβασα στο δικό μου βαρόμετρο, μερικούς βαθμούς παραπάνω.
Οι Massive Attack από μία cool κολεκτίβα είχαν μετατραπεί σε ένα μάτσο συγκρουόμενα egos. Οι συγκρούσεις τους έκαναν κακοφωνικό θόρυβο –τι να σώσει μια τρυφερότητα στο “Teardrop” μόνη της;- ακούγονταν δυστοπικές και άγονες, αρνητικές και δημιουργούσαν αποκλεισμούς. Το Mezzanine δεν «άνοιγε» τίποτα προς τα έξω όπως το Blue Lines και το Protection και αντί να δημιουργήσει τραγούδια, τα έπνιγε με τον ίδιο το λώρο τους πριν καν σχηματιστούν. Δεν υπήρχε αγάπη εκεί. Υπήρχε θυμός κι αντάρα μόνο. Από αυτήν την αντάρα που φτιάχνει καθρέφτες για να δεις τις αδυναμίες σου όμως. Με τον ίδιο ίσως τρόπο που η φωνή της Tracey Thorn στέκεται βοηθητική δίπλα σου σε αντίθεση με την ευάλωτη τρυφερότητα της Elizabeth Fraser που σε κάνει να νιώθεις ότι βαραίνουν μέσα σου περισσότερο αυτά που δεν έχεις κάνει παρά τα όσα έκανες… Ο Horace Andy από την αρχή είχε διασωθεί από αυτό το ύπουλο “reservoir dogs” στο Bristol. Ο τρόπος που λέει το “Man Next Door” πάντα θα μου μιλάει…