Είναι γνωστό πως η τζαζ τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχτεί σε μια παγκόσμια γλώσσα, που αγκαλιάζει τις μουσικές παραδόσεις κάθε χώρας του πλανήτη και τις εντάσσει σε ένα ευρύτερο σύνολο, με βασικό πάντοτε άξονα τον αυτοσχεδιασμό. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που ένας από τους ταχύτερα ανερχόμενους τζαζ πιανίστες της γης προέρχεται από την Αρμενία, ούτε και το γεγονός πως εσχάτως καταπιάνεται με τη θρησκευτική μουσική παράδοση της χώρας του. Η Popaganda συνάντησε τον Tigran Hamasyan στο Παρίσι, με την ευκαιρία της συναυλίας του στην εκκλησία του Saint-Sulpice, με την Κρατική Χορωδία του Ερεβάν.
Ας ξεκινήσουμε από τη συναυλία που σας έφερε στο Παρίσι: Θρησκευτική μουσική από την Αρμενία, από πολύ παλιά έως σήμερα. Πρόκειται για θρησκευτική μουσική που γράφτηκε στην Αρμενία από τον 5ο μέχρι και τον 20ο αιώνα, και που την έχω ενορχηστρώσει για πιάνο και χορωδία. To ρεπερτόριο περιλαμβάνει ύμνους , sharakans, που είναι κλασικοί αρμένικοι ψαλμοί, ύμνους και cantos από τον 11ο αιώνα, αλλά και τον 7o, μέχρι τον Komitas, ο οποίος έζησε τον 19o – 20o αιώνα.
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτή τη μουσική; Η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν καιρό να το κάνω. Από τότε που ανακάλυψα την αρμένικη θρησκευτική μουσική, με κατέκτησε, μου άρεσε πολύ και την άκουγα συνέχεια. Ακόμα και για μένα που είμαι μουσικός της τζαζ, υπήρχαν απίστευτα περίπλοκες, πλούσιες μελωδίες. Την ερωτεύτηκα και ήθελα να κάνω κάτι με αυτήν, αλλά δεν τολμούσα να μείνω σε κάτι επιφανειακό, καταλάβαινα πως για να κάνω ένα τέτοιο πρότζεκτ θα έπρεπε να εμβαθύνω στην παράδοση και να κατανοήσω από πού προέρχεται ώστε να έχω μια πραγματική βάση και να καταλάβω τι θα κάνω. Και τελικά πριν από δυόμιση χρόνια αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με αυτό. Σιγά – σιγά άρχισα να κατανοώ τις μορφές, και σκέφτηκα πως χορωδία και πιάνο θα λειτουργούσαν τέλεια. Παρόλο που δεν είχα καμιά πείρα σε αυτό τον τομέα, όμως μου αρέσουν πολύ οι φωνές, και είχα χρησιμοποιήσει φωνές στους άλλους δίσκους μου, όμως ποτέ χορωδία. Όταν λοιπόν μου ήρθε η ιδέα για το άλμπουμ θρησκευτικής μουσικής, σκέφτηκα πως αυτή ήταν η τέλεια φόρμα γι’ αυτό. Αρχικά σκέφτηκα κάποιο αρμένικο έγχορδο και κάποιες φωνές, όμως τελικά η ίδια η φύση του υλικού επέβαλε αυτή την ενορχήστρωση.
Αν έχω καταλάβει καλά, στα μέρη του πιάνου υπάρχει χώρος για αυτοσχεδιασμό. Αυτός είναι κι ο σύνδεσμος μεταξύ της τζαζ, που είναι ο χώρος σας, κι αυτής της μουσικής. Ναι, πολύς χώρος. Σωστά το καταλάβατε, αυτός ακριβώς είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στα δύο. Όταν έγραφα τα χορωδιακά μέρη, δεν είχα ιδέα τι θα έκανε το πιάνο σε εκείνα τα σημεία. Αυτή ήταν η ομορφιά. Όσο προχωρούσα, καταλάβαινα πως δεν είχε νόημα το πιάνο να ακολουθεί τους ίδιους ήχους με τη χορωδία, οπότε έπρεπε να σκεφτώ τι ακριβώς θα έκανε. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία για μένα. Δεν θέλησα τα μέρη του πιάνου να είναι γραμμένα και να κάνω το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ που παίζουμε, παρόλο που υπάρχουν και σημεία που μένουν ίδια. Έτσι κάθε βράδυ προσπαθώ να το ωθήσω προς μια άλλη κατεύθυνση.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πώς βρήκατε το δρόμο σας προς τη μουσική; Τι σας οδήγησε εκεί; Στο σπίτι μας υπήρχε πάντα μουσική. Ο πατέρας μου λατρεύει τη ροκ, ο παππούς κι η γιαγιά μου άκουγαν πολλή κλασική μουσική, ενώ ο θείος μου ήταν μεγάλος φαν της φανκ και της τζαζ. Εκείνος λοιπόν με έκανε να ανακαλύψω τη τζαζ. Από εκείνον άκουσα τον Herbie Hancock κι άλλα τέτοια πράγματα. Κι υπήρχαν και πολλοί μουσικοί στην οικογένεια της μητέρας μου – όχι ιδιαιτέρως διάσημοι. Ο μικρότερος αδελφός της είναι metal κιθαρίστας, ενώ τα ξαδέλφια της είναι μουσικοί της folk!
Πραγματικά λίγο απ’ όλα! Ναι! Προφανώς κυκλοφορεί στα γονίδια!
Και εσείς πότε καταλήξατε ότι αυτό θα κάνετε στη ζωή σας; Ειλικρινά δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι θα γινόμουν μουσικός κι όχι κάτι άλλο. Όμως όλα όσα θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, αλλά και όλη μου τη ζωή μετά, είχαν να κάνουν με τη μουσική. Και στα 11 μου χρόνια είχα έναν αληθινό δάσκαλο. Είναι ο αγαπημένος μου be-bop πιανίστας, είναι απίστευτος. Τον λένε Vahagn Hayrapetyan , κι ήταν μαθητής του Barry Harris. Είναι σαν τον Μότσαρτ, έγραφε όπερες όταν ήταν παιδί. Όταν επέστρεψε μετά τις σπουδές του στην Αρμενία, όλοι μιλούσαν γι αυτόν., και για το γεγονός πως δίδασκε αυτά που έμαθε στη Νέα Υόρκη. Ο θείος μου το έμαθε και με πήγε σε αυτόν. Εκείνος μου έμαθε τζαζ, και μου έμαθε πώς να γίνω αυτοσχεδιαστής.
Στην ECM πώς βρεθήκατε; Άκουγα συνέχεια δίσκους της ECM. Οι πρώτοι που άκουσα και με έκαναν να βγω από το be bop και να συνειδητοποιήσω πως υπάρχουν κι άλλα είδη, με άλλο μουσικό λεξιλόγιο στον αυτοσχεδιασμό, ήταν δίσκοι της ECM: το ντουέτο του Jan Garbarek και του Ralph Towner, το Dis του 1976, εκπληκτικός δίσκος, όπου κατάλαβα πως είναι τζαζ μουσικοί κι αυτοσχεδιάζουν, αλλά ό,τι κι αν είναι αυτό, πάντως δeν είναι be-bop! Είχε άλλη προσέγγιση στην αρμονία, και οι μελωδίες που έπαιζαν ακούγονταν σαν folk μουσική από διάφορα μέρη του κόσμου. Κι ο άλλος ήταν το Luminessence, του Jan Garbarek και του Keith Jarrett. Αυτοί οι δύο δίσκοι με έκαναν να πω: Ουάου! Τι είναι αυτό; Επίσης η μουσική του George Gurdjieff είχε μεγάλο αντίκτυπο σε μένα, γιατί μου έδειξε την έμπνευση που μπορεί να έλθει από τη folk μουσική. Αργότερα με επηρέασε και το μεταγενέστερο κουιντέτο του Miles Davis, αυτό με τον Wayne Shorter. Αυτό μου έδειξε μια διαφορετική προσέγγιση.
Σε εμάς, που προερχόμαστε από χώρες όπου δεν υπάρχει ισχυρή παράδοση στη τζαζ, πώς συνδυάζεται η μουσική της χώρας μας με τη τζαζ; Υπάρχουν άμεσες συνδέσεις με τη τζαζ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για το πώς η λαϊκή μουσική λόγω αυτοσχεδιασμού συνδέεται με τη τζαζ. Αλλά μιας και μιλούσαμε για το τωρινό πρότζεκτ, θα φέρω ένα παράδειγμα από αυτό. Ο τρόπος που τώρα ψάλλουν στην εκκλησία στην Αρμενία, έχει εντελώς διαφορετική προσέγγιση από το πώς έψαλλαν τον 7ο αιώνα, ή ανάμεσα στον 11ο και το 13ο αιώνα, όταν κατά τη βυζαντινή περίοδο η αρμένικη θρησκευτική μουσική έφτασε στο απόγειό της. Τώρα υπάρχει κάτι γραπτό που μαθαίνουμε να το ψάλλουμε, είτε ακουστικά, το μαθαίνει δηλαδή ο ένας στον άλλο και το επιβεβαιώνει από την παρτιτούρα, είτε στη χειρότερη περίπτωση από ενορχηστρώσεις του 19ου αιώνα, οι οποίες όμως δεν είχαν καμία σχέση με τους τρόπους που υπήρχαν παλιά/ γιατί στη δική μας παράδοση δεν υπάρχει αρμονία. Είναι μονωδία, όπως στους ελληνικούς βυζαντινούς ψαλμούς. Υπάρχει και ισοκράτημα. Είναι τροπικό (modal) σύστημα. O κόσμος όμως δεν είναι συνηθισμένος σε αυτά, έχει συνηθίσει να ακούει τις ενορχηστρώσεις του 19ου αιώνα, βαγκνερικές, ας πούμε, που είναι μια χαρά, αλλά δείχνουν πια τα χρόνια τους –και σίγουρα δεν ανήκουν στην παράδοσή μας. Ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει τη διαφορά. Όταν επιστρέψεις όμως στον 11ο αιώνα, υπάρχουν χειρόγραφα κι επιστολές που εξηγούν πώς ήταν τότε η μουσική. Για παράδειγμα, τα χρόνια των σιλεσιανών βασιλείων, τον 11ο και 12ο αιώνα, υπήρξαν στην Αρμενία καθολικοί που έκαναν τεράστιες αλλαγές στη μουσική, καθώς και κάποιοι πολυγραφότατοι συνθέτες, όπως ο Nerses Shnorhali. Και σε αυτούς υπάρχουν πολύ μεγάλα αυτοσχεδιαζόμενα μέρη. Παίρνεις, ας πούμε, ένα φωνήεν από μια λέξη του κειμένου, και αυτοσχεδιάζεις πάνω του. Αυτό υπάρχει και στα χειρόγραφα: ένα μόνο γράμμα της αλφαβήτου, και τρεις σελίδες μουσικής πάνω του! Για μένα είναι ευθεία σύνδεση αυτής της μουσικής παράδοσης με τη τζαζ. Γνώρισα στο Παρίσι ένα δάσκαλο της αρμένικης θρησκευτικής μουσικής, που είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τα 25 του και μετά ήρθε εδώ, κι έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή σε αυτή τη μουσική. Εκεί όμως, στην Κωνσταντινούπολη. έψαλλαν σύμφωνα με την παράδοση, γιατί στην Αρμενία, υπό την επιρροή της ρώσικης, αλλά και της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής, αυτή η παράδοση κόντεψε να εξαφανιστεί, και λίγοι άνθρωποι έμειναν που να ξέρουν να ψάλλουν σύμφωνα με αυτή. Κι έτσι αρμένιοι που γεννήθηκαν έξω από τη χώρα, στην Τουρκία ή το Λίβανο, βρίσκονται πιο κοντά στην παλιά μουσική, αυτή των χειρογράφων.
Η Αρμενία κι η Ελλάδα, εκτός από κοινά σημεία στην ιστορία τους, μοιράζονται και μια γεωγραφική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα: Λόγω της θέσης μας, δεν είμαστε ακριβώς στην Ανατολή, αλλά ούτε και εντελώς δυτικοί είμαστε. Υπάρχει πάντα λοιπόν το ερώτημα: τι είμαστε; Κι εγώ ειλικρινά αισθάνομαι πως αυτή η περιοχή, η Μικρά Ασία, η Ελλάδα, και μεγάλο μέρος της Τουρκίας, σχεδόν μέχρι το Ιράν, αυτές οι περιοχές ήταν κάποτε το κέντρο του πολιτισμού. Πριν 2000 χρόνια όλα συνέβησαν εδώ. Ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Αγγλία. Όταν πηγαίνεις σε αυτά τα μέρη, το αισθάνεσαι πως κάποτε υπήρξαν το κέντρο του κόσμου. Το σκέφτομαι συχνά αυτό, γιατί πολύ παλιές χώρες εξαφανίζονται, και χώρες όπως η Ελλάδα, η Αρμενία, το Ιράν, ανήκουν στις παλαιότερες που υπάρχουν. Αυτές οι χώρες βρίσκονται σε κρίση. Όχι μόνο οικονομική, αλλά και πνευματική και πολιτιστική. Επειδή γεννήθηκαν τόσα πολλά σε αυτούς τους τόπους πριν χιλιάδες χρόνια, τώρα είναι σαν να ζούμε σε ένα όνειρο, υπερήφανοι για το παρελθόν μας, και δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο. Κάτι που να συνυπάρχει με τα νέα κέντρα του κόσμου και του πολιτισμού.