Ο εξώστης του ξενοδοχείου στο Balbec.

Ο εξώστης του ξενοδοχείου στο Balbec.

Ο πρώτος τόμος του μυθιστορήματος-ποταμού του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο με τίτλο Από τη μεριά του Σουάν κυκλοφόρησε στο Παρίσι στις 14 Νοεμβρίου 1913.

Τον Μαρσέλ Προυστ μου τον γνώρισε ο Λευτέρης Βογιατζής. Ήμασταν και οι δυο νέοι ηθοποιοί, δουλεύαμε στο Ανοιχτό Θέατρο. Στα τέλη της δικτατορίας ’71-’73. Κι ο Λευτέρης, η προσωποποίηση της χάρης και του χιούμορ. Ο Προυστ δεν είχε ακόμη εκδοθεί στα ελληνικά. Ο Λευτέρης είχε μιαν αγγλική μετάφραση, καλή, και «ρουφούσε» το βιβλίο αργά και ηδονικά. Κάθε μέρα ερχόταν και μου διηγιόταν το κεφάλαιο που είχε διαβάσει. Δε μου «ανέλυε» τον Προυστ, δεν τον σχολίαζε. Μου το μετέφερε σαν παραμύθι. Έτσι, σιγά-σιγά οι ήρωές του γίναν μέρος της καθημερινής μου ζωής. «Κοίτα να δεις, τι έκανε πάλι η Αλμπερτίν σήμερα…» μου έλεγε. Περίμενα κι εγώ ανυπόμονα την έκδοση του Προυστ στα ελληνικά, που άρχισε να βγαίνει τόμο-τόμο από τις εκδόσεις Ηριδανός, στην περίφημη μετάφραση του Παύλου Ζάννα· οι πρώτοι τόμοι μεταφράστηκαν όσο ο Ζάννας ήταν κρατούμενος στις φυλακές της δικτατορίας.

Ατμόσφαιρα της βιβλιοθήκης του συγγραφέα.

Ατμόσφαιρα της βιβλιοθήκης του συγγραφέα.

Ο κόσμος του Προυστ μου ήταν πια οικείος και η απόλαυση μεγάλη. Λίγο αργότερα, ο Λευτέρης μου γνώρισε και όλους τους φίλους του, εξίσου «μυημένους» σ’ αυτόν τον κόσμο. Μαζευόμασταν συχνά τα βράδια στο ονομαστό Perfect της πλατείας Βικτωρίας κάτω απ’ τις μουριές. Εκεί αρχίσαμε να παίζουμε ένα παιχνίδι: κάναμε «διανομή» στο έργο, τα πρόσωπα τα έπαιζαν τα μέλη της παρέας. Καβγάδες μεγάλοι για τη «διανομή», όπως σε κάθε θίασο εξάλλου. Τι ταιριάζει και σε ποιον; Ποιος συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του τάδε; Τελικά καταλήξαμε: αφηγητής ο Λευτέρης, Σουάν ο Βασίλης, Οντέτ η Γιούλη, Αλμπερτίν η Τζούλια, Σαρλύς ο Μένης, Μαντάμ ντε Γκερμάντ η Αλεξάνδρα (αλλά για τον αφηγητή και η μητέρα του!), Μαντάμ ντε Βερντυρέν η Ρένα, Ελστίρ ο Νίκος, Μπεργκότ ο Βασίλης Π., η φίλη της Αλμπερτίν Αντρεά η Βάνα, γιαγιά του αφηγητή και ηθοποιός Μπερμά η Άννα.

Δυο φίλες, η Αλμπερτίν και η Λεά.

Δυο φίλες, η Αλμπερτίν και η Λεά.

Παίζαμε τους διαλόγους ή εφευρίσκαμε άλλους σε ανάλογο ύφος. Το παιχνίδι κρατούσε ώρες. Μάλιστα, σ’ ένα αποκριάτικο πάρτι στο δεύτερο αγαπημένο μας τότε στέκι, το Amore Cortese, με τα ρούχα της γιαγιάς μου Ναυσικάς μεταμφιέστηκα σε Μαντάμ ντε Γκερμάντ. Τι ανέμελα χρόνια, τι κέφι για τη ζωή! Αξέχαστες βραδιές, ίσως από τις πιο όμορφες της ζωής μου. Έτσι, σε πείσμα των φιλολόγων, που έχουν ξοδέψει τόνους μελάνι σχολιάζοντας τον πιο «δύσκολο» συγγραφέα του 20ού αιώνα, εμείς είχαμε κάνει τον Μαρσέλ «φίλο μας». Κεντρικό θέμα της ζωής και του έργου του ήταν η μνήμη. Κάθε φορά που τον ανοίγω νομίζω πως ξαναβρίσκω το δικό μας «χαμένο χρόνο».

Οι περίφημες «μαντλέν», κουλουράκια που ξυπνούν τις αναμνήσεις.

Οι περίφημες «μαντλέν», κουλουράκια που ξυπνούν τις αναμνήσεις.

 

Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: «Με παίρνει ο ύπνος». Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν’ αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε· ήθελα ν’ ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμα στα χέρια μου και να σβήσω το φως· δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ’ ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο· είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησιά, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουΐντου. Αυτή η πεποίθηση βαστούσε λίγα δευτερόλεπτα ύστερα από τον ξύπνο μου· δεν μου φαινόταν παράλογη, αλλά βάραινε τα μάτια μου σαν αχλή και τα εμπόδιζε ν’ αντιληφθούνε πως το κερί δεν ήταν πια αναμμένο. […] Η μόνη μου παρηγοριά, όταν ανέβαινα να πλαγιάσω, ήταν πως η μαμά θα ‘ρχόταν να με φιλήσει όταν θα βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Αυτό το καληνύχτισμα όμως βαστούσε τόσο λίγο, εκείνη ξανακατέβαινε τόσο γρήγορα, ώστε η στιγμή που την άκουγα ν’ ανεβαίνει, κι ύστερα να περνά στο διάδρομο με τη διπλή πόρτα ο ανάλαφρος ήχος απ’ το φόρεμά της του κήπου — θαλασσιά μουσελίνα όπου κρέμονταν κορδονάκια από πλεχτή ψάθα — ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή. Γιατί ανάγγελνε τη στιγμή που θ’ ακολουθούσε, όταν θα με άφηνε μόνο, όταν θα ξανακατέβαινε. Κι έτσι αυτό το καληνύχτισμα, που τ’ αγαπούσα τόσο, έφτανα στο σημείο να εύχομαι να καθυστερήσει όσο γινόταν πιο πολύ, για να παραταθεί ο χρόνος της ανάπαυλας όπου δεν είχε ακόμα έρθει η μαμά. Μερικές φορές, όταν, αφού με είχε φιλήσει, άνοιγε την πόρτα μου για να φύγει, ήθελα να την ξαναφωνάξω, να της πω: «φίλησέ με άλλη μια φορά»· ήξερα όμως πως το πρόσωπό της θα ‘παιρνε αμέσως μια θυμωμένη έκφραση, γιατί η παραχώρηση που έκανε στη θλίψη μου και στην ταραχή μου, ανεβαίνοντας να με φιλήσει, φέρνοντάς μου αυτό το φιλί της γαλήνης, νευρίαζε τον πατέρα μου, που έβρισκε παράλογες αυτές τις τελετές, και γιατί η ίδια προσπαθούσε να με κάνει να χάσω την ανάγκη του, τη συνήθειά του, και πολύ περισσότερο να μη μ’ αφήνει ν’ αποχτήσω τη συνήθεια να ζητώ, όταν βρισκόταν κιόλας στο άνοιγμα της πόρτας, ένα φιλί ακόμα. […] Όμως τώρα τελευταία ξαναρχίζω να ξεχωρίζω πολύ καλά, αν τεντώνω τ’ αυτί, τους λυγμούς που είχα τη δύναμη να συγκρατήσω μπροστά στον πατέρα μου και που ξέσπασαν μόνο όταν βρέθηκα μόνος με τη μαμά. Στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ· και μόνο επειδή η ζωή σωπαίνει τώρα περισσότερο τριγύρω μου τους ακούω πάλι, σαν τις καμπάνες των μοναστηριών που τις σκεπάζουν τόσο οι θόρυβοι της πόλης στη διάρκεια της μέρας, ώστε νομίζεις πως σώπασαν αλλά που ξαναρχίζουν να χτυπούν στην ησυχία της νύχτας. […] Έτσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε, όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είναι άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω απ’ την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο (στην αίσθηση που θα μας έδινε το υλικό αυτό αντικείμενο) που δεν υποπτευόμαστε. Το αντικείμενο αυτό, από την τύχη εξαρτάται αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δε θα το συναντήσουμε. […] Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση του κομματιού της μαντλέν, βουτηγμένο στο φλαμούρι, που μου ‘δινε η θεία μου (μ’ όλο που δεν ήξερα ακόμα τότε και μπόρεσα μόνο πολύ αργότερα ν’ ανακαλύψω γιατί η ανάμνηση αυτή μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένο), αμέσως, το παλιό γκρίζο σπίτι πάνω στο δρόμο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά στο εξοχικό σπιτάκι που ‘βλεπε στον κήπο και το ‘χαν χτίσει για τους γονείς μου στο πίσω του μέρος (αυτή την ξεκομμένη επιφάνεια, τη μόνη που είχα ξαναδεί ως τότε)· και, μαζί με το σπίτι, την πόλη, απ’ το πρωί ως το βράδυ και μ’ οποιοδήποτε καιρό, την Πλατεία όπου μ’ έστελναν πριν απ’ το γεύμα, τους δρόμους όπου πήγαινα να κάνω θελήματα, τα εξοχικά δρομάκια που παίρναμε όταν ο καιρός ήταν καλός. Και σαν το παιχνίδι που διασκεδάζει τους Ιάπωνες, όταν μουσκεύουν σ’ ένα μπολ πορσελάνης γεμάτο νερό μικρά κομμάτια χαρτί, αξεχώριστα ως τότε, μα που μόλις βραχούν, τεντώνονται, στρίβουν, χρωματίζονται, διαφοροποιούνται, γίνονται λουλούδια, σπίτια, πρόσωπα στέρεα και που τ’ αναγνωρίζεις, έτσι και τώρα όλα τα λουλούδια του κήπου μας και του πάρκου του κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα της Βιβόν, κι οι καλοί άνθρωποι του χωριού και τα μικρά τους σπίτια, κι η εκκλησιά κι όλο το Κομπραί και τα περίχωρά του, όλ’ αυτά που παίρνουν μορφή και υλική υπόσταση, βγήκαν, πόλη και κήποι, απ’ το φλιτζάνι μου με το τσάι. […]

popaganda_proust_2

Έβρισκα κάποια σκληρή ικανοποίηση διαπιστώνοντας την απόλυτη ακατανοησία της για τον Μαίτερλινγκ. «Για μια τέτοια γυναίκα κάνω τόσα χιλιόμετρα δρόμο κάθε πρωί, καλοσύνη μου στ’ αλήθεια!  Τώρα εγώ είμαι που δε θε τη θέλω πια.» Τέτοια λόγια έλεγα μέσα μου· ήταν το αντίθετο της σκέψης μου· ήταν τα σκέτα λόγια μιας συζήτησης, λόγια που λέμε τις στιγμές όπου, υπερβολικά αναστατωμένοι για να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, νιώθουμε την ανάγκη, αφού δεν έχουμε άλλο συνομιλητή, να κουβεντιάσουμε μόνοι, δίχως ειλικρίνεια, όπως με κάποιον ξένο.

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, τ. Α΄ Από τη μεριά του Σουάν, Ηριδανός, Αθήνα 1981.