Ανάμεσα στους 164 συγγραφείς από όλο τον κόσμο που συμμετείχαν στο 13ο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Βερολίνου, δύο ήταν οι σταρ: ο Τζ. Μ. Κούτσι και ο Σάλμαν Ρούσντι. Κι ενώ με τον Κούτσι υπήρχε μια αίσθηση περίπου δέους, μια απόσταση που ίσως υποβάλει ο ίδιος ο Νοτιοαφρικάνος συγγραφέας, η προσδοκία ήταν εντελώς διαφορετική, ακόμη και στη συνέντευξη Τύπου. Ενδεχομένως γιατί ο Ρούσντι συνδέεται φιλικά με τον Ούλριχ Σράιμπερ, τον διευθυντή του φεστιβάλ – οι δυο τους συγκαταλέγονται στους πιο δραστήριους υποστηρικτές των λογοτεχνών που διώκονται για τις ιδέες τους. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο Σάλμαν Ρούσντι έχει τη φήμη ότι μιλάει για όλα ευχαριστώς, προσφέρει άφθονα πνευματώδη σχόλια και διανθίζει τις απαντήσεις του με ιστορίες. Ποιος δεν θα ήθελε να τις ακούσει;
Ο πρώτος δημοσιογράφος που παίρνει το λόγο, είναι ένας μεσήλικος άνδρας που κάθεται δίπλα μου. Είμαι πολύ περίεργη να ακούσω την ερώτησή του, γιατί μου είχε δώσει την εντύπωση του αφόρητα βαριεστημένου. Ήταν ο μόνος που λίγα λεπτά νωρίτερα, είχε παραμείνει ακίνητος, καθισμένος χαλαρά σταυροπόδι, κοιτώντας ευθεία μπροστά του τη στιγμή που από τις σκάλες στα αριστερά μας έκανε την εμφάνισή του ένας κοστουμαρισμένος, χαμογελαστός Σάλμαν Ρούσντι. Παρέμεινε εντελώς ανέκφραστος ακόμη και όταν ο συγγραφέας αντάλλαξε ένα φιλικό αστείο με έναν από τους φωτογράφους.
Με το χέρι του σταθερά υψωμένο, αδημονούσε να απευθύνει το ερώτημά του. Και το έκανε: “Μιλώντας πριν λίγες ημέρες στο περιοδικό Stern είπατε ότι όλα αυτά περί ύπαρξης κάποιου θεού είναι αστειότητες…”, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει, ο Ρούσντι είχε κιόλας αρχίσει να διασκεδάζει: “Είπα τέτοιο πράγμα; Α, πα, πα, είναι απίστευτο, δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου”. Και ενώ όλοι γελάνε, ο διπλανός μου διατηρεί τη σοβαρότητά του: “…αλλά εάν έτσι αισθάνεστε, γιατί ασχολείστε όλη σας τη ζωή με αυτές τις αστειότητες;”. Ο τόνος του τώρα ήταν ενοχλημένος. Θα ‘λεγες ότι μιλάει εκ μέρος του ελαφρώς εκνευρισμένου θεού.
“Μμμ, ναι, είναι αντιφατικό, έτσι;”, συμφωνεί ο χαμογελαστός Ρούσντι. “Λοιπόν, κοιτάξτε, ο λόγος είναι ότι αυτή η θρησκεία εξακολουθεί να διαδραματίζει ένα κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια κοινότητα. Και όταν κάποιος κατάγεται όπως εγώ από την Ινδία, ή από το Πακιστάν, και γράφει γύρω από τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτές τις χώρες, δεν έχει σημασία τι πιστεύει ο ίδιος. Οφείλει να καταπιαστεί με το θέμα. Επίσης τα τελευταία δεκατέσσερα περίπου χρόνια ζω στις ΗΠΑ, όπου η επιρροή της θρησκείας στην κοινωνία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην Ευρώπη. Εξάλλου είμαστε πολλοί οι άθεοι που ενδιαφερόμαστε για το θέμα της θρησκείας.”
Ο διπλανός μου κάνει τη δεύτερη, διευκρινιστική ερώτηση που δικαιούται: “Η Ευρώπη είναι το μόνο μέρος του κόσμου όπου παρατηρείται το φαινόμενο του μαζικού αθεϊσμού”, λέει και αρκετά κεφάλια γυρνούν ξαφνιασμένα προς το μέρος του. “Τι συμβαίνει στο Ισλάμ;” κλείνει το ερώτημα. “Πώς θέλετε να ξέρω; Εγώ γνωρίζω την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Ινδία δεν είναι μουσουλμανική χώρα, οι άνθρωποι εκεί ανήκουν και σε άλλες θρησκείες. Ανάμεσα στους Ινδούς, επίσης, θα βρείτε πολλούς που δηλώνουν άθεοι. Πρόκειται για μια ασθένεια που ελπίζω να εξαπλωθεί στον ευρύτερο πληθυσμό”.
“Μήπως να μου κάνετε τώρα καμιά ερώτηση για τη λογοτεχνία; Θα το προτιμούσα”, μας προτρέπει ο συγγραφέας και λίγο αργότερα δεν θα μιλάει πια για τίποτε άλλο. Είναι ευχαριστημένος, λέει, για την υποδοχή που το τελευταίο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του, ο Τζόζεφ Άντον (η αυτοβιογραφική αφήγηση για τα δώδεκα χρόνια ζωής κάτω από την απειλή της φάτουα που είχε βγάλει ο Αγιατολάχ Χομεϊνί το 1989, μετά την έκδοση των Σατανικών Στίχων), αλλά τον προβληματίζει το γεγονός ότι πήγε λίγο καλύτερα από τα υπόλοιπα βιβλία του. “Δεν είναι στη μόδα η μυθοπλασία αυτόν τον καιρό, αυτό θα σας το πουν όλοι εκδότες. Αυτό με στενοχωρεί καθώς είμαι άνθρωπος της μυθοπλασίας και μάλιστα προτιμώ χίλιες φορές να διαβάζω επινοημένες ιστορίες, παρά αναλύσεις και στοχασμούς επάνω στην πραγματικότητα”, λέει, και από αυτό το σημείο δείχνε να αρχίζει να απολαμβάνει τη διαδικασία των ερωταποκρίσεων. “Η φαντασία είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μας δόθηκαν, η ικανότητά μας να επινοούμε και αφηγούμαστε ιστορίες είναι ένα χάρισμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη ιδιότητά μας.”
Πού οφείλει ο ίδιος την σπάνια ικανότητά του να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες; “Στην Ινδία. Δεν θα ήμουν τίποτε χωρίς την Ινδία. Τα παιδικά μου χρόνια στη Βομβάη έπλασαν τον συγγραφέα που είμαι. Η ινδική παράδοση είναι τόσο εκπληκτικά πλούσια σε αφηγήσεις, είναι ένα σύμπαν από τις πιο απίστευτες ιστορίες, όλα αυτά τα παραμύθια που άκουγα μεγαλώνοντας ήταν σπουδαίες ασκήσεις φαντασίας. Έπειτα ήταν το σινεμά. Όταν μεγαλώνει κανείς στη Βομβάη, βλέπει συνεργεία να κάνουν γύρισμα σε κάθε γωνία”. Ο Ρούσντι, που είναι φανατικός φίλος του κινηματογράφου, πλήττει ωστόσο αφόρητα με το Bollywοod. “Έχω πολύ περιορισμένη ανοχή στα μελό σενάρια και τα μουσικοχορευτικά νούμερα. Και ειλικρινά, δεν βρίσκω τίποτε το ενδιαφέρον σε αυτό το είδος εμπορικού σινεμά, ενώ παρακολουθώ με ενθουσιασμό τον σύγχρονο ανεξάρτητο κινηματογράφο. Σας πληροφορώ, λοιπόν, ότι μόλις πριν λίγες ημέρες, το Lunchbox, μια θαυμάσια μικρή παραγωγή τα πήγε περίφημα στο Φεστιβάλ του Τορόντο.”
Ορισμένοι θέλουν να συνεχίσουν την κουβέντα για τον κινηματογράφο και τον ρωτούν πώς υποδέχτηκε το ινδικό κοινό τα κινηματογραφικά Παιδιά του Μεσονυχτίου, τη μεταφορά του μυθιστορήματος του στη μεγάλη οθόνη από την Ντίπα Μέχτα. “Πήγε πολύ καλά, ήμουν μαζί με την Ντίπα στην πρεμιέρα και ήταν μια πολύ συγκινητική εμπειρία. Αυτό το βιβλίο είναι η Βομβάη των παιδικών μου χρόνων”. Ο Ρούσντι αρχίζει πάλι να μιλάει για την πόλη του. Θα του πάρει αρκετά λεπτά να μετακινηθεί νοερά στο Λονδίνο κι από εκεί στη Νέα Υόρκη.
“Νομίζω ότι ήμουν πάντα ένας συγγραφέας των μεγάλων πόλεων. Έτσι θα περιέγραφα τον εαυτό μου. Είμαι συγγραφέας των μητροπόλεων. Τις αγαπώ τις πόλεις, αγαπώ τον τρόπο με τον οποίο στους δρόμους τους διασταυρώνονται και συγκρούονται όλων των ειδών οι διαφορετικές αφηγήσεις. Η Βομβάη, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη είναι οι τρεις πόλεις που με έχουν σφραγίσει, τρεις μητροπόλεις κατοικημένες από ανθρώπους από όλες τις γωνιές του κόσμου”. Ο Ρούσντι κάνει μια παύση, μας κοιτάει, αλλά κανένα χέρι δεν υψώνεται. Είναι σαφές ότι όλοι θέλουμε απλώς να συνεχίσει να μιλάει.
“Σκέφτομαι καμιά φορά πόσο πολύ μοιάζουν τελικά αυτές οι τρεις μεταξύ τους. Νομίζω ότι κάποιος που μεταναστεύει στη Νέα Υόρκη από τη Βομβάη, κάνει τελικά ένα πολιτισμικά πολύ μικρότερο ταξίδι, από εκείνον που έχει ως σημείο εκκίνησης μια μεσοδυτική πολιτεία της Αμερικής”. Κι έπειτα, κοιτώντας προς τα πάνω αντί προς το μέρος μας, λίγο σαν να σκέφτεται μεγαλόφωνα, διαπιστώνει ότι “υπάρχουν συγγραφείς τόσο ριζωμένοι σε έναν τόπο, ώστε αυτός αρκεί να τροφοδοτήσει όλόκληρο το έργο τους – όπως ο Ουίλιαμ Φώκνερ. Η δική μου, όμως, είναι μια συγγραφική εμπειρία της περιπλάνησης”.
Κάποιος του θυμίζει ότι δεν μας έχει πει τίποτε για το βιβλίο που γράφει αυτόν τον καιρό. Ο Ρούσντι χαμογελάει πονηρά. “Μετά τον Τζόζεφ Άντον είχα πεθυμήσει να γράψω μυθοπλασία, οπότε τώρα έχω αφήσει τη φαντασία μου να καλπάσει πιο άγρια από ποτέ. Να σας πω μόνο πως είναι ό,τι πιο σουρεαλιστικό έχω γράψει.” Πλάι του, ο διευθυντής του φεστιβάλ κάνει νόημα ότι εδώ τελείωσε ο χρόνος μας με τον συγγραφέα. Ένα θερμό χειροκρότημα και οι πιο γρήγοροι ανάμεσά μας έχουν ήδη σχηματίσει μια ουρά για να υπογράψει τα βιβλία τους ο Ρούσντι. Ο διπλανός μου σηκώνεται από τη θέση του βαριεστημένα και κατευθύνεται πρώτος προς την έξοδο. Μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω ποιο από τα μυθιστορήματα του Ινδού βρίσκει πιο ενδιαφέρον, αλλά φοβήθηκα μην ξυπνήσω την οργή του θεού. Με τον Σάλμαν Ρούσντι παρόντα, αυτά δεν είναι αστεία.