Φρέσκο πράγμα:
Acherontas – Amenti
World Terror Committee 2013
Οι τέσσερις από τους πέντε ανθρώπους των οποίων τη μουσική άποψη εκτιμώ περισσότερο αυτή την περίοδο, θα γελάσουν ειρωνικά όταν μάθουν ότι ο “υπότιτλος” της κυκλοφορίας είναι «Ψαλμοί Αίματος Και Αστρικά Οράματα». Ο πέμπτος –όπως κι εγώ- δεν θα απασχοληθεί καν με αυτή την πληροφορία και θα περάσει κατευθείαν στη μουσική, όπως θα το κάνει χωρίς πολλή σκέψη και όταν o Άντι Μακλάσκι εδραιώσει επιτέλους με το reunion των Atomic Kitten τη θεωρία ύπαρξης της τέλειας pop. Κατά τα άλλα, δεν πάει και τόσος καιρός από τότε που περιμέναμε στο γνωστό σκοτεινό δισκοπωλείο της Εμμανουήλ Μπενάκη στα Εξάρχεια, να επιστρέψει το Αφεντικό από τα ξένα για να τσεκάρει ένα προς ένα τα αριθμημένα και πάντοτε επιβλητικά –ήδη από την όψη- βινύλια των Acherontas, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι μας τα παραδίδει αψεγάδιαστα. Αλλά εκείνοι οι δεσμοί έσπασαν, από ό,τι έχω αντιληφθεί, όπως έχει σπάσει οριστικά και κάθε προηγούμενο line-up του σπουδαιότερου –τώρα που μιλάμε- ελληνικού extreme metal ονόματος, που πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να ταυτίσουμε με την ηγετική παρουσία του Acherontas V. Priest και μόνο.
Παρόλα αυτά, το Amenti κάθε άλλο παρά αυστηρά προσωπική δουλειά είναι, τουλάχιστον στο επίπεδο της δημιουργίας- ηχογράφησής του, καθώς αυτή εξελίχτηκε ως διαδικασία στο στούντιο με τη συνδρομή αρκετών ονομάτων του ό,τι αόριστα μπορούμε να αποκαλέσουμε «occult- τελετουργικό» black metal, εδώ και αρκετές δεκαετίες, με πιο εντυπωσιακή –θεωρώ- την παρουσία μελών από τους «πέρα-από-τον-θρύλο» Black Seas Of Infinity (των οποίων η ηχητική εξέλιξη σχεδόν προοικονομεί αυτή των Acherontas). Η μουσική των Acherontas – ήδη από τις ημέρες των παρεξηγημένων ιδεολογικά Stutthoff, τους οποίους και διαδέχτηκαν – έχει μία αυστηρά προσανατολισμένη “πνευματική” αισθητική ή ακόμη και ιδεολογία, την οποία δεν μπορώ καν να παρακολουθήσω, συνεπώς δεν τίθεται θέμα αν την ασπάζομαι ή όχι. Σε συνεντεύξεις τους έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι αυτό ενδέχεται να είναι και “πρόβλημα” για τους ίδιους, οι οποίοι με μία ακραία χατζιδακική θεώρηση, εύχονται να μπορούσαν να ελέγχουν τις ικανότητες αντίληψης των ακροατών τους (κοινώς δεν γουστάρουν να τους ακούει ο κάθε μαλάκας).
Η αισθητική αυτή κορυφώνεται στο παρόν άλμπουμ, όπου οι αναφορές στον αρχαίο ελληνικό και αιγυπτιακό πολιτισμό σχεδόν μονοπωλούν τα τεκταινόμενα. Το τελικό Dissolution In The Sands Of Time (Necropolis) δίνει το στίγμα του δίσκου και μάλλον από εκεί πρέπει να ξεκινήσετε για να τσεκάρετε αν “αντέχετε”. Αφού το κάνετε βέβαια αναρωτηθείτε αν τυχόν η ζωή σας ταυτίστηκε ποτέ με τα νοήματα των Fields Of The Nephilim πριν αποφασίσετε να τους θεωρείτε “εμβληματικούς”.
To Amenti φαίνεται να ολοκληρώνει εντυπωσιακά μία υπεράνω κάθε κριτικής τριλογία, που ξεκίνησε με τα Theosis και Vamachara, χωρίς να είναι απαραίτητα καλύτερος δίσκος από αυτούς (συνεχίζω να πιστεύω ότι με το Theosis οι Acherontas είχαν χτυπήσει το peak τους σε κάθε επίπεδο). Επαναλαμβάνω πάντως ότι απαιτείται να μπορείτε να συνυπάρξετε με απαγγελίες στο στυλ « –πού πηγαίνεις; – ανατολικά – τι ζητάς; – τη Φώτιση…. –χαίρε Tiamat», για να μετέχετε επαρκώς στην υπόθεση Acherontas, ακόμη και αν μιλάμε για το άλμπουμ τους με τα περισσότερα μη-metal περάσματα από κάθε άλλη φορά.
Απαραίτητο reissue:
Flux Of Pink Indians – Strive To Survive Causing Least Suffering Impossible
One Little Indian – (επανακυκλοφορία: 2013. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1983 από τη Spiderleg)
To Strive είναι ένα αναρχικό- αντικαπιταλιστικό- σκληροπυρηνικά χορτοφαγικό μανιφέστο, που κυκλοφόρησε το 1983, με το οποίο ασφαλώς και αισθανόμαστε πιο άνετα από ό,τι με ψαλμωδίες και αποκρυφισμούς, παρότι έχουμε ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, ανησυχούμε έστω και για τις ελάχιστες καταθέσεις μας στην τράπεζα και περιμένουμε το burger μας να είναι επιτέλους σωστά μέτρια ψημένο. O Μίλτιος Τσίπτσιος του Mic.gr το έχει κατατάξει στους… έντεκα σημαντικότερους anarcho-punk δίσκους της (βρετανικής) ιστορίας του είδους και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω με τις αυθεντίες; Ο δίσκος είναι λιγότερο επιβλητικός από το Let The Tribe Increase των Mob, που σου κόβει την ανάσα με την πρώτη ακρόαση, αλλά περισσότερο αρτηριοσκληρωτικός για το είδος στο οποίο ανήκει από το Curse Of Zounds (να μιλάμε με οικεία σημεία αναφοράς πάντοτε), παρότι δεν απομακρύνεται από το ορθό φλερτ του punk με την pop, προτού η έννοια εκφυλιστεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η One Little Indian, με έδρα το Λονδίνο και ως φυσική συνέχεια της Spiderleg, στην οποία και είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ το 1983, αποτελεί δημιούργημα του Ντέρεκ Μπίργκετ, μπασίστα του συγκροτήματος τότε, και αν δεν σας θυμίζει κάτι σανlabel, τότε σίγουρα δεν ακούτε Bjork, πράγμα που δεν είναι και τόσο κακό. Διπλό βινύλιο και τριπλό CD (σε αρκετά χαμηλότερη τιμή… ζούμε τις αντίστροφες ημέρες των early ’90s ως γνωστόν, όσοι επιμένουμε να αγοράζουμε μουσική) για μία απόλυτα essential επανακυκλοφορία, που υπενθυμίζει ότι η «ανεξάρτητη μουσική» δεν ήταν πάντοτε μία αόριστα ρυθμική χλαπάτσα, στην οποία είχαν πρόσβαση οι πάντες ανεξάρτητα από το διανοητικό-αισθητικό τους επίπεδο (καλά τα λένε ο Χατζιδάκις και οι Acherontas δηλαδή). Σε ορισμένες στιγμές το Strive «υποφέρει» ακόμη και από jangly κιθάρες, που κινδυνεύουν να μετατρέψουν σε σύμβολα γενιάς, τραγούδια που ακολουθούν πιστά μία εσωτερική ορμή, ως την πιο συνεπή ιδεολογική στάση που μπορεί να κρατήσει κανείς. Η πρόσφατη δήλωση του Κόλιν Λάτερ ( φωνή) ότι πέρα από την προφανή επιρροή των Crass, αναγνωρίζει μόνο αυτή των βραχύβιων σκοταδιστών Rema Rema, επιβεβαιώνει τις υποψίες που θέλουν τόσα χρόνια τους Flux Of Pink Indians να αποτελούν μουσικά κάτι περισσότερο από ότι ένα απλό άθροισμα των ιδεολογικών τους αναφορών- εμμονών.
Δεν πρόκειται για απωθητικό punk ιδεοληπτικών εμμονών, όπως αυτό που επιμελώς έχτισαν σε αντίστοιχους χρόνους οι Rudimentary Peni με την απόφασή τους να επιτρέπουν σε κάθε φρενήρη ιδέα να συνυπάρχει με την επόμενη. Στον σκληρό πυρήνα του όμως το punk των FOPI ανταγωνίζεται και ενίοτε καταλήγει πιο ουσιαστικά επικίνδυνο ακόμη και αυτό των δασκάλων τους, των Crass, καθώς με έξυπνο τρόπο οριοθετεί τη θέση του σε μία κοινωνική πραγματικότητα, η οποία είναι καταδικασμένη να μην υπακούει στις ιδέες του (τα μέλη του γκρουπ είχαν πάντοτε συναίσθηση των μουσικών τους «ικανοτήτων»). Λίγα χρόνια αργότερα οι Chumbawamba θα τελειοποιούσαν μέχρι παρεξηγήσεως αυτή την τακτική (και μέσω της One Little Indian μάλιστα). To 2007-2008 το line-up αυτού του συνταρακτικά ειλικρινούς δίσκους (εκτός του Μπίργκετ) είχε βρεθεί και πάλι στη σκηνή, με αφορμή την απόφαση του Στηβ Ίγκνοραντ να επαναφέρει επί σκηνής -χωρίς τους υπόλοιπους Crass-, το «The feeding of the 5000», “παρασύροντας” αρκετούς ακόμη από τον ευρύτερο κύκλο της παλιοπαρέας. Do they owe us, κάτι παρόμοιο και οι Flux το λοιπόν; Νομίζω πως όχι. Το Strive είναι προτιμότερο να παραμείνει μία ιστορία νέων ανθρώπων που δεν κοίταξαν ποτέ πίσω (τουλάχιστον μέχρι να χρειαστεί να επιβλέψουν το remaster από τα πρωτότυπα tapes κ.λ.π.).
Εγκληματικά παραγνωρισμένο:
Massimo – Hello Dirty
Mego 2002
Δέκα χρόνια πριν και κάτι, στις αρχές του 2003 δηλαδή, ήμασταν ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, αλλά όχι τόσο ώστε να μην την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι εν δυνάμει εξωτικό, που υποτίθεται μας φέρνει πιο κοντά στην «2001: Η Οδύσσεια Του Διαστήματος» πραγματικότητα, της οποίας η μη επαλήθευση μάς άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα, ανακούφισης και απογοήτευσης συνάμα. Κάπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι το πρώτο τατουάζ που χτύπησε ο Βολιώτης Θεοδόσης Μίχος είναι το σήμα του USB, παρότι προφανώς δεν είχε στο μυαλό του την και καλά προχωρημένα προκλητική σεξουαλικότητα που εξέφραζε ο Σικελός Μάσιμο (Σαπιένζα) όταν έδινε σε μία επιτηδευμένα σοκαριστική κυκλοφορία του τον τίτλο “Hey Babe, Let Me See Your USB” (θυμίζω επίσης ότι στην ’80s βιντεοφάρσα Ο Κώτσος και Οι Εξωγήινοι ο Κώστας Βουτσάς πηδάει διαστημικά μανούλια βάζοντας Το στην… πρίζα τους).
Τον Μάσιμο τον είχαμε πρωτοακούσει on stage σε ένα ταξίδι στη Ρώμη κάπου στις αρχές εκείνης της δεκαετίας, για ένα φεστιβάλ με πρώτο όνομα τους Kid 606, από το οποίο οι μνήμες μας έσβησαν λίγο αφότου περάσαμε τον έλεγχο αεροδρομίου στην επιστροφή για Θεσσαλονίκη. Η μουσική του μας ενόχλησε αφάνταστα, αλλά φύγαμε με αρκετά CD-R του στις αποσκευές μας και με μία σχεδόν «επίσημη» κυκλοφορία σε CD-R και αυτή πάντως (Untitled- Microwave Recordings), τα οποία και ποτέ δεν έβαλα να ακούσω. Ο Χριστόφορος- με τον οποίο είχαμε ταξιδέψει μαζί- κάθε φορά που τον συναντούσα ήταν ακόμη πιο ενθουσιασμένος με τον Ιταλό, ο οποίος βρέθηκε να φιγουράρει λίγο μετά στον κατάλογο της Mego . Το εν λόγω ενδιαφέρον αυστριακό label παρακολουθούσα διακριτικά τότε, κυρίως εξαιτίας των Fennesz, που ακόμη τότε έκαναν την όλη ιστορία του laptop κινήματος να φαντάζει ως τη μόνη του μέλλοντος αλήθεια, καθώς κανείς δεν μπορούσε ακόμη να φανταστεί την έννοια της tablet pop. Με 8.1 βαθμολογία στο Pitchfork και με επιμελημένα αποκρουστική ρυθμολογία, άκομψες μείξεις και ων ουκ έστι αριθμός b.p.m., το Hello Dirty δεν πρόλαβε παρά κάτι λίγα χρόνια την επέλαση του κακότροπου dubstep και έτσι δεν έγινε ποτέ το breakthrough άλμπουμ, που είχε κατά νου ο δημιουργός του όταν επέμενε ότι πλησιάζει η μέρα που θα γίνει πραγματικά huge όνομα. Σήμερα αγοράζετε το CD στο Discogs με 3€ , χωρίς όμως αυτό να λέει τίποτε για το μουσικό του περιεχόμενο και χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει ότι σώνει και καλά έχουμε να κάνουμε με ένα χαμένο αριστούργημα.
Δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Hello Dirty – όπως και το σύνολο της μουσικής που έχει ηχογραφήσει ο Μάσιμο- παραμένει εν πολλοίς κάτι που δεν ακούγεται, μία εμπειρία βασανιστική για υποψήφιους ή τυχαίους ακροατές, όχι με την έννοια που θα ήθελαν κάτι τέτοιο οι Throbbing Gristle, αλλά με τον τρόπο που δεν ενδιέφερε ποτέ κάτι τέτοιο ως συνέπεια των πράξεών του τον αρχιμηχανικό της Black & Decker. O Σικελός καταπίνει ΟΛΗ τη μουσική και τη φτύνει πριν προλάβει να την ξεράσει από αηδία. Πλακομουνιάζει όλα τα κλισέ του rock ‘n’ roll, με κάθε ανυπόφορο κόλλημα της χορευτικής pop και αναποδογυρίζει τα πόδια του αηδιαστικότερου happy house για να εισβάλλει ακόμη πιο βίαια μέσα του ένα απροσδιόριστου μεγέθους crust έμβολο, ως αναπόφευκτη κατάληξη. Για μία ασήμαντη στιγμή της ιστορίας ο Μάσιμο έπεισε –όσους άντεξαν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα μαζί του- ότι το μέλλον είναι ψηφιακό, αλλά δεν είναι για όλους, αποκαλύπτοντας στους μελλοντικούς ακροατές τον ηχητικό εφιάλτη αχταρμά, στον οποίο είναι ήδη εξαναγκασμένοι να επιβιώνουν.