Το Ζάγκρεμπ είναι η πόλη που διεκδικεί το κροατικό μερίδιο της κληρονομιάς του Νίκολα Τέσλα, του «Λεονάρντο Ντα Βίντσι της ηλεκτρικής εποχής», του οποίου η καταγωγή διχάζει ακόμα και σήμερα Σέρβους και Κροάτες. Οι τελευταίοι προσπαθούν να τον «κατοχυρώσουν» δίνοντάς το όνομά του σε μουσείο και δρόμο, ενώ του έχουν στησει κι άγαλμα σε κεντρικό σημείο της πόλης. Το Ζάγκρεμπ, επίσης, είναι σύμφωνα με τους Κροάτες η πόλη που εφευρέθηκε η γραβάτα, περίπου στα μέσα, του 18ου αιώνα, έχουν μάλιστα και σχετική ημέρα εορτασμού στα μέσα Οκτώβρη αλλά κι αρκετά εξειδικευμένα μαγαζιά σε περίπτωση που το ερυθρόλευκο καρό της κροατικής σημαίας ταιριάζει με την γκαρνταρόμπα σας (ευχόμαστε όχι). Στο Ζάγκρεμπ ακόμα, διασχίζοντας την –ας πούμε hip- κεντρική οδό Τκαλτσίτσεβα, καταλαβαίνεις ότι μάλλον, όπως κι αρκετές άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές πόλεις, πασχίζει να διαμορφώσει την σύγχρονη ταυτότητά του. Ακριβώς από πάνω της, βρίσκεται η Άνω Πόλη – στην οποία φτάνεις με την πιο σύντομη διαδρομή τελεφερίκ στην ιστορία, σχεδόν 40 δευτερόλεπτα – με τα μουσεία (ανάμεσά τους και μερικά πολύ πρωτότυπα όπως το Μουσείο των Κατεστραμμένων Σχέσεων ή το Μουσείο των Παραισθήσεων), τις γκαλερί και την πλατεία μπροστά από την επιβλητική εκκλησία του Αγίου Μάρκου που γύρω της στεγάζονται διοικητικές υπηρεσίες και δεν υπάρχουν ιδιωτικές κατοικίες. Είναι η καθολική σφραγίδα της επιρροής από την κάποτε Αυστροουγγαρία που σπρώχνει τους έτσι κι αλλιώς αυστηρούς και τραχείς Κροάτες προς την κεντρική Ευρώπη. Αλλά, τα φωνακλάδικα καφέ-μπαρ-εστιατόρια της Τκαλτσίτσεβα, υπενθυμίζουν ότι εδώ είναι Βαλκάνια, αναπολούν τους once brothers Σέρβους και σχηματίζουν μια εικόνα που κάλλιστα θα μπορούσες να σχηματίσεις στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Έτσι κι αλλιώς το Ζάγκρεμπ σε καμία περίπτωση δε σου δίνει την αίσθηση της μεγάλης πρωτέυουσας, της μητρόπολης. Δεν είναι άλλωστε, με πληθυσμό λιγότερο από 1 εκατομμύριο.
Ωραία όλα αυτά, αλλά αν είσαι πάνω από 30 και διαθέτεις το στοιχειώδες σπορ σκίρτημα, το Ζάγκρεμπ έχει ένα και μόνο ονοματεπώνυμο. Ειδικά, αν το επισκέπτεσαι, ενώ φιλοξενεί έναν όμιλο Ευρωμπάσκετ. Ντράζεν Πέτροβιτς ή «Μότσαρτ» ή «Γιος του Διαβόλου». Υποθέτω ότι κάθε μπασκετόφιλος, πόσο μάλλον δημοσιογράφος, καθένας που έχει μια απάντηση στην ερώτηση «πού ήσουν όταν έμαθες ότι σκοτώθηκε ο Ντράζεν;» (η δική μου εδώ) θεωρεί ιερή υποχρέωσή του να κάνει το ανεπίσημο Ζάγκρεμπ Ντράζεν τουρ.
Δευτέρα πρωί, ημέρα ρεπό για την Εθνική, προορισμός Μιρογκόι.
Είναι το ξακουστό νεκροταφείο πάνω στον λόφο, στην μεσοαστική πλευρά της πόλης, που μου φαινόταν παράδοξο ότι όλοι οι οδηγοί το είχαν στα τοπ αξιοθέατα. Κολλημένος με την μπάλα, θεωρούσα λόγω του Πέτροβιτς. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αχανές καταπράσινο πάρκο που «φιλοξενεί» χιλιάδες τάφους, στοιχισμένους με ψαρωτική αυστηρότητα και λιτή ομοιομορφία.
Έτσι είναι και ο τάφος του Ντράζεν Πέτροβιτς. Χαμένος ανάμεσα στα μνήματα κι αφού ένας καλός εργάτης με καθοδήγησε («όλοι ξέρουν πού είναι ο τάφος του Ντράζεν»), στέκομαι απέναντι του. Περιμένα κάτι σαν, ξερωγώ, τον τάφο του Τζιμ Μόρισον, άλλωστε κι ο Ντράζεν σχεδόν ανήκει στο καταραμένο Club 27 (πέθανε πριν κλείσει τα 29). Με πολλά κεράκια, αφιερώσεις, κασκόλ, τις εμφανίσεις ίσως από τις ομάδες που φορούσε. Νομίζω, καλύτερα, που αντίκρυσα αυτό – μοιάζει πιο ταιριαστό στο σεβασμό της μνήμης του…
Λίγο πιο κάτω, είναι και το οστεοφυλάκιο του θρύλου Κρέζιμιρ Τσόσιτς – μέντορα του κόουτς της Εθνικής μας, Φώτη Κατσικάρη μεταξύ άλλων – ένα πέρασμα από κει και το πορτοκαλί προσκύνημα ολοκληρώνεται.
Καρφί για το Drazen Petrovic Memorial Center, το «Μουσείο Ντράζεν Πέτροβιτς», δίπλα στο γήπεδο της Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ (που επίσης έχει μετονομαστεί σε Σάλα Ντράζεν Πέτροβιτς), εκεί που γνώρισε χρυσές μέρες, εκεί που προπονείται η Εθνική μας όταν δεν είναι διαθέσιμο το Arena Zagreb που γίνονται οι αγώνες.
Δίπλα στο, κάποτε δικό του, καφέ-μπαρ Amadeus (ακόμα ανοιχτό, αλλά «πολύ λιγότερο σοσιαλιστικό» μου λέει χαμογελώντας ο Νίκος Παπαδογιάννης που ήταν στο Ζάγκρεμπ την ημέρα της κηδείας, αυτόπτης μάρτυρας το 1993 ενός ασύλληπτου πόνου για το νεοπαγές τότε κράτος). Σε δύο ορόφους και μια κλειδωμένη αίθουσα που η μαμά Μπιζέρκα Πέτροβιτς ανοίγει μόνο σε υψηλούς προσκεκλημένους, ξεδιπλώνεται όλος ο μύθος του Ντράζεν Πέτροβιτς. Ο μύθος του ειδώλου της δικής μου παιδικής/εφηβικής ηλικίας και προφανώς πολλών από σας που διαβάζετε. Οι φανέλες του, τα κύπελλα και τα μετάλλια, σπάνια memorabilia όπως π.χ. η διαπίστευσή του από το Ευρωμπάσκετ ’87 (τότε που η ελληνική εξέδρα τον μισούσε, μην ξεχνιόμαστε), λάβαρα, πλακέτες, μπάλες σημαντικών αγώνων, μια πολύ συγκινητική φωτογραφία που είναι αγκαλιά με τους μεγάλους αντιπάλους του Σοβιετικούς Σαμπόνις/Μαρτσουλιόνις/Κουρτινάιντις και σία, όλα τοποθετημένα σε προθήκες ανα χρονικές περιόδους της καριέρας του. Στην σκάλα παραταγμένες οι εμφανίσεις που φόρεσε. Σιμπενκα/Εθνική Γιουγκοσλαβίας/Τσιμπόνα/Ρεάλ/Μεικτή Ευρώπης/Πόρτλαντ/Νιου Τζέρσεϊ, απέναντι από ένα 80s πορτρέτο του σε στυλ «ο πιο περιζήτητος Γιουγκοσλάβος εργένης». Στο ισόγειο υπάρχουν επίσης βίντεο με highlights από την πορεία του (μόνο δέος στο 80s Πασοκικό μουστάκι του Βλάντο Τζούροβιτς που τον προπονούσε στην Σιμπένκα) και φυσικά το ταμείο με τα αναμνηστικά. Από κασέτες (!) με τραγούδια αφιερωμένα σε αυτόν μέχρι φανέλες, DVD και φωτογραφικά άλμπουμ.
Κι ο θάνατος άλλωστε μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη μπίζνα, ειδικά γι’ αυτούς που πεθαίνουν νωρίς κερδίζοντας την αθανασία. Κι ο Ντράζεν, αναμφισβήτητα προκλητικός, διαπιστωμένα σωβινιστής, μοναδικά αλαζόνας (και πιθανότατα κοινωνικά αντιπαθής), την κέρδισε γιατί πέρα από το απαράμιλλο μπασκετικό στυλ του σου έδινε πάντα την εντύπωση ότι μπορεί να δαγκώσει σίδερα, να κάνει τα πάντα πουλώντας την ψυχή του στο διάβολο (μπαμπάς του ήταν άλλωστε) για να πετύχει τον σκοπό του. Να νικήσει. Και να χαμογελάσει διάπλατα.
Highlights από το Drazen Petrovic Memorial Center
Φυσικά, έχει κι αγώνες σε μια διοργάνωση που περισσότερο φάινεται να τη χαίρονται οι Σλοβένοι, οι οποίοι οδηγάνε 120 χιλιόμετρα ας πούμε από τη Λιουμπλιάνα και κάνουν περισσότερη φασαρία από τους Κροάτες που δείχνουν κάπως μπλαζέ απέναντι στη διοργάνωση (παρότι γεμίζουν το γήπεδο). Ίσως έχει να κάνει με την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ομάδα τους που φυσικά ενίσχυσε η Εθνική μας με το χουνέρι που τους έκανε την Κυριακή το βράδυ, παίρνοντας ένας ματς που και μέτρια έπαιξε και χαμένο έμοιαζε. Είχε προηγηθεί η νικηφόρα μας πρεμιέρα απέναντι στην Ομάδα Χωρίς Όνομα (υπέροχο δεν είναι που το τσιρότο στο MKD έβαλε ο ΑΝΤ1, ένα κανάλι που υστέριαζε να «μείνουμε Ευρώπη»;) κι ακολούθησαν οι συνηθισμένες κορώνες περί «ελληνικής ψυχής» και λοιπά φουστανέλ. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για οποιαδήποτε κρίση σε σχέση με την Εθνική μας, αν υπάρχει ένα καλό –κατά τη γνώμη μου- είναι ότι είμαστε προσεκτικοί και κουμπωμένοι, επειδή ακόμα η ομάδα δεν έχει λυθεί. Κάπως έτσι κάναμε πάντα και στις μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος, βρίσκοντας ρυθμό μέσα στο τουρνουά και όχι παρελαύνοντας. Πόσο μάλλον φέτος που με 12 πρωτοκλασάτους οι ισορροπίες είναι εύθραυστες και ο Κατσικάρης δε θέλει, και καλά κάνει, να «χάσει» κανέναν παίκτη από τον πρώτο γύρο.
Κλείνοντας, αφού δεν κολλούσε πουθενά στο υπόλοιπο κείμενο, ας σηκώσουμε τα ποτήρια ψηλά στην εις υγείαν των Κροατισσών –και δη των μελαχρινών- που είναι ένα μικρό θαύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.