«Η καμένη γη είναι πάντα μια αξιόπιστη αρχή» γράφει η Άντζελα Δημητρακάκη λίγο μετά τη μέση του Αεροπλάστ και είναι ακριβώς η συγκεκριμένη φράση, περισσότερο και από τις λίγες «μιλημένες» αναφορές σε αυτό, που αυτοστιγμεί και ολίγον τι απρόσμενα με έκανε να αναζητήσω μετά από καιρό στη βιβλιοθήκη μου την Ανταρκτική της (Οξύ, 1997), και μέσα σε αυτή μία άλλη, παλιά φράση της συγγραφέως που θα ήθελα να μην είχα ξεχάσει: «Από κοινού αποφασίσαμε να ξεμυτίσουμε από τις σκοτεινές γωνίες κι αρχίσαμε γι’ αυτό να ντυνόμαστε ανάλογα».
Δεκαοχτώ χρόνια αφότου η Δημητρακάκη σημειολόγησε πιο πειστικά από οποιονδήποτε άλλο (εντάξει, μάλλον) την αθηναϊκή γενιά που «είδε» τον Cobain να «καίγεται πριν ξεθωριάσει», είδε και τον Mark Renton του Trainspotting να διαλέγει ζωή, ενώ δεν έχασε την ευκαιρία να «δει» και μερικούς «κύκλους» στα περίχωρα της μεγάλης πόλης, συνθέτοντας με το ντεμπούτο της μια λογοτεχνική μπαλάντα των αποσυντονισμένων 90’s ονείρων, «ένα σπασμό ελευθερίας, συχνά λυπητερό, σαν ένα τραγούδι του Morrissey ή ένα αποκύημα του Salinger. Ένα βιβλίο για όσους νιώθουν ανεξάρτητες νησίδες στο χυλό της δημοκρατίας», όπως σημείωναν οι κριτικοί της εποχής («της εποχής» – ω θεοί, πόσο μακρινή φαντάζει πια) κι έχοντας μέχρι σήμερα διαγράψει μια λαμπρή πορεία ως συγγραφέας και ως ιστορικός που μελετάει τα κινήματα τέχνης, κυκλοφορεί ένα μυθιστόρημα (το πέμπτο της κατά σειρά) που τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, φαντάζει και πάλι σαν μία δίχως έλεος ακτινογραφία της εποχής του και του πως είναι να ζεις εδώ και τώρα.
«Στο Αεροπλάστ το “εδώ” είναι η Ευρώπη και το “τώρα” ο εικοστός πρώτος αιώνας. Δυσάρεστα θέματα», λέει και η ίδια μεταξύ πάρα πολλών άλλων, στην αρκετών χιλιάδων λέξεων συνέντευξη που ακολουθεί. Εδώ και τώρα: ένας χωροχρόνος τόσο ακραία επισφαλής ώστε όλο και πιο συχνά απλώς μένουμε να «κοιτάζουμε τα σύννεφα στον ουρανό, χωρίς να ξέρουμε τι υπάρχει εδώ για εμάς και νομίζουμε ότι έχουμε ξεμείνει χωρίς τα βασικά», όπως στο περίπου τραγούδησαν κάποτε οι (άραγε ακόμη;) αγαπημένοι της Pillow.
Το Αεροπλάστ κυκλοφορεί 18 χρόνια μετά την Ανταρκτική και δεν σου κρύβω ότι χάρηκα με την επιστροφή σου σε αυτή, έστω και μέσω μιας αναφοράς λίγων γραμμών που εκ των πραγμάτων θα «πιάσουν» μόνο όσοι έχουν διαβάσει το ντεμπούτο σου. Το συγκεκριμένο στοιχείο, λοιπόν, απλώς προέκυψε στην πορεία του γραψίματος ή εξυπηρετεί κάποιο πιο ιδιαίτερο σκοπό, ίσως το κλείσιμο ενός κύκλου, εφόσον συμβαίνει και τη στιγμή της «ενηλικίωσης» της Ανταρκτικής;
Σε όλα μου τα βιβλία ανοίγω ένα διάλογο με τον αναγνώστη σε προσωπικό επίπεδο, παραθέτοντας δηλαδή στοιχεία στα οποία μπορεί ν’ ανταποκριθεί μόνο προσωπικά (με το αν τα γνωρίζει/θέλει να τα γνωρίσει ή όχι). Τόσο γιατί γράφω έχοντας στο μυαλό μου λίγους αναγνώστες, απευθυνόμενη σε έναν αναγνωστικό «κύκλο με την κιμωλία», όσο και γιατί η λογοτεχνία, σε αντίθεση για παράδειγμα με την εικαστική τέχνη, είναι κάτι με το οποίο αγκαλιάζεσαι στο κρεβάτι. Η λογοτεχνία είναι ένα από τα τελευταία οχυρά συνειδητής ιδιωτικότητας ως σχέση επικοινωνίας, αλλά μιας ιδιωτικότητας ελεύθερης, που μπορεί να καταλήξει σε ριζοσπαστική σκέψη.
Κι έχεις δίκιο επίσης στο ότι το Αεροπλάστ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, ένα coming of age. Το έγραψα μετά από έναν θάνατο που με σημάδεψε, που δημιούργησε ένα «πριν» κι ένα «μετά», και που υπήρξε καθοριστικός για το πώς ερμηνεύω πια το άτομο ως φορέα της ιστορικής του στιγμής. Δεν είναι τυχαίο που, όπως και στην Ανταρκτική, υπάρχει κι εδώ μια σχέση διαμερίσματος-έξω κόσμου. Στο Αεροπλάστ όμως το «έξω» αμβλύνεται, τίθενται ερωτήματα για το ποιο «έξω» προσφέρει τις μεγαλύτερες δυνατότητες αντίστασης σε μία καταπίεση που έχει γίνει καθημερινή ζωή: η μαζικότητα της πόλης, η κοινότητα σ΄ένα βουνό, ένα πλοίο που κάνει το γύρο του κόσμου, ο θάνατος στο πεδίο της μάχης; Κάποια από αυτά δεν μπορούσαν να υπάρχουν στην Ανταρκτική, όχι γιατί ήμουν στα 20 τότε και δεν είχα ζήσει όσα έχω ζήσει τώρα, αλλά γιατί η ιστορική εμπειρία που καλούμε δεκαετία του ’90 ήταν διαφορετική από τα 2010’s.
Οτιδήποτε γράφω αφορά την εμπειρία μιας παρούσας, ενσώματης ιστορικής στιγμής. Με την έννοια που απαντά στην θεωρία της επανάστασης: singularity. Μπορεί το «εδώ και τώρα» να αναδύεται διαλεκτικά σε σχέση με το παρελθόν, αλλά είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και είμαστε οι αποκλειστικά υπεύθυνοι της τύχης του. Στο Αεροπλάστ το «εδώ» είναι η Ευρώπη και το «τώρα» ο εικοστός πρώτος αιώνας. Δυσάρεστα θέματα. Η πλοκή βασίζεται σε τρεις άξονες: ένα ζευγάρι αριστερών διανοούμενων του αστικού τοπίου. Ένα δεύτερο ζευγάρι που καθορίζεται από τον μυστικισμό του new age και την επιστροφή στη φύση. Έναν άντρα που συνειδητοποιεί ότι ο εναλλακτικός τρόπος ζωής του (είναι καπετάνιος ενός εξερευνητικού πλοίου) βασίζεται στην επλογή που έκανε η Αμερική ήδη την δεκαετία του ’70: να απο-πολιτικοποιήσει μέσω του μυστικισμού το νέο τότε κίνημα για τη διάσωση του περιβάλλοντος και να εξουδετερώσει τα militant κοινωνικά κινήματα όπως οι Μαύροι Πάνθηρες.
Βρέθηκα σε αυτούς τους «επιστροφή στη φύση» κύκλους τα τελευταία χρόνια κι έμαθα πολλά. Είναι μία έρευνα που θέλω να συνεχίσω και ως ιστορικός, γιατί δεν αντέχω άλλο το ρεύμα της απο-πολιτικοπιημένης επιστροφής στη φύση που δεν έχει καν ιδέα για τις ιδεολογικές του ρίζες. Το ρεύμα αυτό προσφέρει μια ελκυστική φαντασίωση φυγής (χωρίς πολύ διάβασμα, π.χ.) σε πολύ κόσμο, προωθώντας συχνά μια αφελή ιδέα της απόρριψης του «δυτικού» πολιτισμού, της τεχνολογίας, των πανεπιστημίων κλπ. Και μέσω αυτών των απλουστεύσεων και της ιστορικής άγνοιας υπονομεύει, άθελά του ίσως, την σύνθετη αντίσταση που χρειάζεται να προβάλλουμε στο τέρας που λέγεται παγκόσμιο κεφάλαιο. Όσο για τους διανοούμενους πόλεων, όπως τους αποκαλώ, είναι καταβεβλημένοι από την ανέχεια και λειτουργούν ως δείγμα της διάστασης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η αδυναμία του περάσματος στην πράξη, καθώς και το τι συνιστά «πράξη» με απασχολεί πολύ στο Αεροπλάστ. Καθώς και το αν ο έρωτας ή η φιλία είναι αυτό που ευνοεί περισσότερο το πέρασμα στην πράξη.
Πρόσφατα δήλωσες ότι ξεκίνησες το γράψιμο του βιβλίου όταν αποσύνδεσες τη ζωή σου από την έννοια της «κρίσης», που υπονοεί κάτι επικίνδυνο αλλά παροδικό. Στην περίπτωσή σου η αποδοχή, ή έστω αποσύνδεση, λειτούργησε απελευθερωτικά σε δημιουργικό επίπεδο. Δεν σε «αγχώνει» όμως το ότι αυτό συνέβη σε σένα, αλλά και σε ανθρώπους σαν κι εσένα, σε ένα πλαίσιο πλειοψηφίας όπου αυτή η αποδοχή σημαίνει κατά κύριο λόγο συμβιβασμό με μια κατάσταση «κατάθλιψης» έστω και σε λανθάνουσα μορφή;
Δεν πιστεύω ότι ζούμε μια «κρίση» αλλά μια απαξιωτική αναδιοργάνωση της εργασίας σε πλανητικό επίπεδο – ορατή πολύ πριν το 2008 σε όλους τους ιστορικούς της παγκοσμιοποίησης και όχι μόνο. Είναι μια βιοπολιτική αναδιοργάνωση με στόχο την εξαθλιωτικά φτηνή εργασία. Και μια καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που καταδεικνύει τον εγγενή παραλογισμό του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η «έκτακτη ανάγκη» είναι η συνθήκη στην οποία ζούμε, αυτή που προσπαθεί να αποδώσει το Αεροπλαστ, και πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Αλλιώς θα κυνηγάμε γελοίες, αδιέξοδες μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις είναι χρήσιμες για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων (όπως η κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα) αλλά δεν πρόκειται να αλλάξουν τη συνθήκη επισφάλειας στην οποία ζουν οι 3 στους 4 ανθρώπους στον κόσμο, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015. Τη συνθήκη στην οποία επίσης ζουν οι περισσότεροι σύγχρονοι καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοούμενοι που το σύστημα απεχθάνεται και βρίσκει διάφορους τρόπους για να εξουδετερώσει (είναι ένα από τα νήματα του βιβλίου αυτό). Αρκεί να δεις τον πόλεμο του καπιταλισμού στις ανθρωπιστικές σπουδές, που ασφαλώς είναι ο βασικός χώρος ανάδειξης κριτικής σκέψης.
Με ρωτάς αν η παραδοχή της μονιμότητας της κατάστασης οδηγεί στην κατάθλιψη. Όχι, το αντίθετο, το να συνειδητοποιήσουμε την ήττα είναι προϋπόθεση πιο ολοκληρωμένης και σύνθετης σωστής στρατηγικής. Η διάσπαση του Σύριζα ως αντίδραση στην ήττα ήταν ένα τεράστιο σφάλμα, το αντίθετο απ’ ό,τι απαιτούσαν οι περιστάσεις. Οι περιστάσεις απαιτούσαν ακριβώς αυτό: αναγνώριση της ήττας, πραγματισμό επί του εφικτού και σχέδιο ανασύνταξης και συσπείρωσης.
Η παραδοχή της ήττας είναι ο αγγελιοφόρος, δεν φταίει αυτός για τα κακά νέα. Tον Ιανουάριο μετά από μια ομιλία στην Ιρλανδία με θέμα την ελληνική αριστερά, μια γυναίκα από το κοινό είπε: «δεν καταλαβαίνετε πώς είναι στην Ιρλανδία, έχουμε τα zero hours, μια βδομάδα έχεις να φας γιατί εργάζεσαι ενώ την επόμενη όχι. Πώς να κάνεις αντίσταση όταν η επισφάλεια σε ωθεί στην κατάθλιψη; Σε αρρωσταίνει, σε παραλύει, δεν αντέχεις να διαδηλώσεις, ούτε καν να πας να ψηφίσεις». Η επισφάλεια είναι μια τέτοια κατάσταση ελέγχου και αποδυνάμωσης του ανθρώπου, είναι αυτή που προκαλεί κατάθλιψη, αδράνεια. Είμαστε κοινωνίες συνεχούς εξατομίκευσης και η επισφάλεια δρα αποτελεσματικά σε αυτό το πλαίσιο, σε διαλύει ψυχολογικά μέσα στον ανταγωνισμό (ποιος θα πάρει τη δουλειά) και στην απομόνωση. Ο ανταγωνισμός για αγαθά απαραίτητα για να ζήσουμε είναι το μεγαλύτερο έγκλημα του καπιταλισμού κατά της ανθρωπότητας, και είναι ένα οργανωμένο, δομικά απαραίτητο έγκλημα. Είναι αστείο να λέμε ότι θα αντιμετωπιστεί με μεταρρυθμίσεις. Στην λογοτεχνία υπάρχει ένα ανοιχτό πεδίο όπου μπορεί να διερευνηθεί κάτι πάνω από τη μικρο-πολιτική των μεταρρυθμίσεων. Η λογοτεχνία είναι ένας ορίζοντας υπερβατικής, πειραματικής σκέψης – μην ξεχνάς ότι ο όρος «καπιταλισμός» γράφτηκε πρώτη φορά σε μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η λογοτεχνία, τουλάχιστον σε μένα και σε άλλους σαν κι εμένα, που ακριβώς αρνούμαστε να παραιτηθούμε. Όσες ήττες και να υποστεί η αριστερά.
Οτιδήποτε γράφω αφορά την εμπειρία μιας παρούσας, ενσώματης ιστορικής στιγμής. Με την έννοια που απαντά στην θεωρία της επανάστασης: singularity. Μπορεί το «εδώ και τώρα» να αναδύεται διαλεκτικά σε σχέση με το παρελθόν, αλλά είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και είμαστε οι αποκλειστικά υπεύθυνοι της τύχης του. Στο Αεροπλάστ το «εδώ» είναι η Ευρώπη και το «τώρα» ο εικοστός πρώτος αιώνας. Δυσάρεστα θέματα.
Στο δικό σου, λοιπόν, προσωπικό τοπίο αποσύνδεσης της ζωής σου από την έννοια της «κρίσης», τα όνειρα αποκτούν ρόλο επώδυνης θεραπείας ή λειτουργούν ως βασανιστήρια, όπως γράφεις στο Αεροπλάστ;
Χαχαχα. Αφού λέγεται ξεκάθαρα: «όλα τα όνειρα είναι, με τον τρόπο τους, εφιάλτες». Η ηρωίδα που το γράφει αναφέρεται σε πραγματκό όνειρα που βλέπει τα βράδια, διαπιστώνοντας ότι κάθε όνειρο είτε επεξεργάζεται κάτι αρνητικό είτε εισαγάγει κάτι αρνητικό στον κόσμο της. Πέρασα μέρες εξετάζοντας αν έχει δίκιο, και κατέληξα ότι έχει.
Το Αεροπλάστ ξεκίνησε στις χειρότερες συνθήκες. Θέλω να πω, προκλήθηκε από αυτές. Κάποια στιγμή, τα πάντα είχαν γίνει μία αντινομία, μία αντίφαση όπως ορίζεται στο λεξικό, ως «σχέση ανάμεσα σε αλληλο-αποκλειόμενες καταστάσεις». Μερικά παραδείγματα: ζεις μια φυσιολογική ζωή και μετατρέπεσαι σε οικονομικό εξόριστο. Ζεις τον θάνατο ενός ανθρώπου που αγαπάς βαθιά και ταυτόχρονα είσαι ερωτευμένος. Λες με ειλικρίνεια «θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο» και καθημερινά ανέχεσαι-άρα-συντηρείς την υποταγή στην καταπίεση. Πιστεύεις στην αριστερά και είσαι μέρος του επαναλαμβανόμενου λάθους της (τη διάσπαση). Κάτι τέτοιο.
Στο Αεροπλάστ ξεκίνησα από την αντίφαση ενός κοινωνικού ταμπού: μια μητέρα που αγαπάει το παιδί της αλλά το εγκαταλείπει για να επανενταχτεί στην πράξη της ανθρωπότητας (και όχι για ν’ακολουθήσει έναν εραστή, ας πούμε). Η κοινωνία μας είναι φριχτά πατριαρχική, τιμωρεί τη γυναίκα που γίνεται μητέρα, της αφαιρεί το δικαίωμα να εξελίσσεται ως άνθρωπος, της στερεί την σεξουαλικότητα, την αυτονομία – πλείστοι ιδεολογικοί μηχανισμοί φροντίζουν γι’ αυτό, από την πορνο-βιομηχανία του milf ως την θρησκεία και τα πρότυπά της. Πολλές γυναίκες περνάνε μια κατάσταση σοκ όταν βρεθούν στην όχθη της μητρότητας, και δεν είναι καν σε θέση να αντιληφθούν τι τους συμβαίνει. Δεν υπάρχει η γλώσσα, οι έννοιες, για να εκφραστεί η αντίφαση του να αγαπάς το παιδί σου αλλά να εναντιώνεσαι στον ρόλο που σε συνθλίβει. Νομίζω είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές αντιφάσεις της σύγχρονης, φιλελεύθερης, δυτικής κοινωνίας, για να μην πάμε αλλού. Γι’ αυτό ξεκίνησα με αυτή και θέλησα να δω πώς η Αντιγόνη, που σηκώνει το βάρος αυτής της αντίφασης, περνάει μέσα από τις ζωές άλλων ανθρώπων και τι γίνεται κατά τη διάρκεια αυτού του περάσματος, τι συνειδητοποιήσεις βγάζει στην επιφάνεια.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 κεφάλαια, όσοι και οι διαφορετικοί αφηγητές. Όπως λες όμως, το ground zero της όλης αφήγησης είναι η αναχωρητική απόφαση της Αντιγόνης που πραγματοποιείται στις πρώτες σελίδες – πρώτα και κύρια από τον μικρό της γιο – η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάζει και τις ζωές των υπολοίπων ηρώων. Πόσο επηρέασε τη συγκεκριμένη αφήγηση η δική σου «πραγματικότητα μητρότητας», εφόσον μάλιστα στο σημείωμά που συνοδεύει την έκδοση ευχαριστείς την κόρη σου, Άλμα, για τη διαλογική ανάγνωση ενός βιβλίου που επηρέασε την συγγραφή του Αεροπλάστ;
Είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση αλλά θα επιχειρήσω μια απάντηση. Αν δεν ήμουν μητέρα, δεν θα γνώριζα ποτέ το συναισθηματικό βάρος της σκηνής όπου η Αντιγόνη πηγαίνει να αποχαιρετήσει το παιδί της συνειδητά, για πάντα. Θα ήταν αδύνατον να βρω καταρχήν το θάρρος να στήσω μια τέτοια σκηνή, αν δεν μπορούσα να φανταστώ την αλλόκοσμη απειλή που γεννά την ατμόσφαιρά της. Μια στιγμή που ο κόσμος δύο ανθρώπων, του παιδιού και της μητέρας, αποσυντίθεται σχεδόν απτά ενώ εκείνοι παραμένουν ζωντανοί, και θα συνεχίσουν να παραμένουν. Κι αν δεν είχα συζητήσει με άλλες γυναίκες που είναι μητέρες. Και που, όπως κι εγώ, έχουν επαφή με τον ιταλικό φεμινισμό της δεκαετίας του ’70 και την επαναστατική προσέγγιση που επιχείρησε στην κοινωνική αναπαραγωγή – ένα θεωρητικό ρεύμα που, για ιστορικούς λόγους είναι και πάλι στην επικαιρότητα, αν και όχι τόσο έντονα στην Ελλάδα.
Με την Άλμα διαβάσαμε Το Καπλάνι της Βιτρίνας της Άλκης Ζέη, και οι ερωτήσεις του παιδιού για τις απώλειες που δομούν αυτό το παιδικό μυθιστόρημα, για τις αποφάσεις που παίρνουν οι ήρωες, καθόρισε το τέλος που έδωσα στο δικό μου μυθιστόρημα. Το είχα διαβάσει κι εγώ ως παιδί, αλλά μόνο ως γονιός κατάλαβα κάποια από τα μυστήριά του. Όταν το παιδί σου ρωτάει «γιατί πήγε ο ξάδερφος των κοριτσιών στην Ισπανία να πολεμήσει το φασισμό και δεν έμεινε να το κάνει στην Ελλάδα; Γιατί πάτε όλοι στην Ισπανία;» ένιωσα έντονη αμηχανία. Ήμουν πράγματι στην Ισπανία συχνά, εκεί έγραψα ένα μεγάλο μέρος του Αεροπλάστ. Η ερώτηση της κόρης μου μ’ έκανε να σκεφτώ πολύ για το πού επιλέγουμε να δίνουμε μια μάχη, για το αν μπορούμε να το κάνουμε στο μέρος α ή στο μέρος β, και γιατί.
Κατάλαβα ότι, παραδόξως, το να ταξιδέψεις σε ένα μέρος για να πολεμήσεις εκεί, όπως παλιά στον ισπανικό εμφύλιο ή πρόσφατα στις ελεύθερες κουρδικές κοινότητες παρέχει κάτι μοναδικό σε αυτόν που το επιχειρεί: τη σύνδεση με την ανθρωπότητα αντί με μια «πατρίδα». Αυτή η σύνδεση – οι αντιφάσεις και οι καταστροφές που αναπόφευκτα συνδεόνται με αυτή – με οδήγησαν στο συγκεκριμένο τέλος, αυτό που πασχίζει να ερμηνεύσει ο τελευταίος ήρωας-αφηγητής στο βιβλίο, ο Γερμανός καπετάνιος του πλοίου Πραγματικότητα.
Η «καλύτερη ζωή» έχει φτάσει να θυμίζει το απραγματοποίητο και γι’ αυτό γελοιοποιημένο Αμερικάνικο Όνειρο, το καρότο πίσω απ΄το οποίο τρέχουμε. Ωστόσο, είμαστε τόσο ποτισμένοι με την μικροαστική ιδεολογία της προσωπικής επιτυχίας, με το «θα τα καταφέρω εκεί που όλοι αποτυγχάνουν», που προτιμούμε να τρέχουμε πίσω από το ψευδαισθητικό καρότο παρά να τολμήσουμε συλλογικά την επίθεση σε αυτούς που μας κουνάνε το καρότο.
Εδώ κολλάει το «ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει σε ένα έργο τέχνης». Διαβάζοντας τη σχετική αποστροφή του βιβλίου στην οποία αναφέρεσαι (εκεί που λες «σκέψου να φύγεις με μύριους κόπους από τη μία κόλαση για να πας να κινδυνέψεις σε μιαν άλλη για την ίδια ακριβώς ιδέα») δεν σου κρύβω ότι το ερμήνευσα ολίγον τι πιο «πεζά» από αυτά που λες παραπάνω. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι η «κόλαση» της επισφάλειας (και όχι μόνο) στη σημερινή Ελλάδα ίσως τελικά να μην είναι περισσότερο «καυτή» από την ενδεχόμενη κόλαση της οικονομικής μετανάστευσης, που πλέον και αυτή η προοπτική, από επισφάλεια άλλο τίποτα. Για να το πω πιο απλά: αν ο στόχος είναι «μια καλύτερη ζωή», γιατί να «πλύνεις πιάτα» στη Γερμανία και όχι στην Ελλάδα;
Αρχίζω από το καθαρά διατυπωμένο ερώτημά σου. Από το ’90 και εξής, πολλοί απ’ όσους μεταναστεύουν δεν το κάνουν για να πλύνουν πιάτα αλλά για να βρουν εργασία που να ανταποκρίνεται στα προσόντα τους και τις επαγγελματικές τους επιλογές – επί το ρομαντικότερο, για να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Ο πανεπιστημιακός χώρος είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα: η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες αρνείται να δημιουργήσει ένα πλαίσιο απορρόφησης των επιστημόνων που παράγει. Μετά το 2010 δεν έχει καν την ικανότητα να το κάνει αλλά το πρόβλημα δεν ξεκίνησε τότε. Πριν απ’ την τωρινή ανικανότητα υπήρξε η παγιωμένη απροθυμία. Τη δεκαετία του ’90 γνωρίζαμε ήδη ότι η εύρεση εργασίας στο ελληνικό παν/μιο ήταν σπορ για λίγους. Όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν αρκετά παν/μια (αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό μικρών χωρών) αλλά και γιατί το ελληνικό παν/μιο είχε εξελιχθεί σε ένα πάρκο γραφειοκρατίας και διαπλοκής με δομές φτιαγμένες για να απωθούν αντί για να ελκύουν. Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική διεύρυνησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως αγορά εργασίας, παρά την κοινωνική κινητικότητα που είχαμε για διάφορους λόγους στην Ελλάδα (γονείς με μόρφωση δημοτικού μπορούσαν να έχουν παιδιά με διδακτορικό, κάτι που δεν έχω συναντήσει σε τέτοια κλίμακα σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα). Έτσι το «εξωτερικό» ήταν η μόνη λύση για όσους δεν άντεχαν τον ιδιόμορφο ανταγωνισμό του ελληνικού παν/κού χώρου. Η καλούμενη κρίση ενέτεινε το φαινόμενο, προσθέτοντας και άλλους λόγους μετανάστευσης, όπως την τεράστια ανεργία και τους απαξιωτικούς μισθούς. Όταν πλέον αλλάζω αεροπλάνο σε γερμανικά αεροδρόμια, οι πτήσεις είναι γεμάτες Έλληνες γιατρούς. Παλιά δεν ήταν. Δεν πλένουν πιάτα στη Γερμανία οι έλληνες γιατροί.
Φυσικά, υπάρχει και το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, το οποίο επίσης μεταναστεύει – το δυναμικό που συνήθως εκμεταλλεύονται ελεεινά οι εργοδότες (έχουμε ακούσει διάφορες ιστορίες φρίκης). Δεν γνωρίζω αρκετά για το πώς λειτουργεί αυτό στην Ελλάδα, και αν οι ανειδίκευτοι οικονομικοί μετανάστες μπορούν να στέλνουν λεφτά στις οικογένειές τους. Ολόκληρες οικονομίες – για παράδειγμα, οι Φιλιππίνες, διάφορες λατινο-αμερικάνικες χώρες- συντηρούνται έτσι, όμως υποθέτω ότι επειδή η Ελλάδα είναι ακριβή δεν ισχύει κάτι τέτοιο εδώ. Προς το παρόν. Αν η Ελλάδα πήγαινε στη δραχμή, φαντάζομαι ότι θα είχαμε και τέτοια φαινόμενα: κάποιος θα πήγαινε να πλύνει πιάτα ώστε, αμοιβόμενος σε ευρώ, να μπορεί να συντηρεί την οικογένεια «στην πατρίδα». Το απεύχομαι. Δεν θα ήταν μια καλύτερη αλλά μια πιο υποδουλωμένη ζωή.
Το θέμα όμως, όπως είπες, είναι η επισφάλεια. Και αυτή είναι σχεδόν παντού το ίδιο: το 2015 μόνο ένας στους τέσσερις ανθρώπους στον κόσμο έχει πια «κανονική» εργασία (αν και γι’ αυτούς που έχουν, οι συνθήκες χειροτερεύουν με γεωμετρική πρόοδο). Η «καλύτερη ζωή» έχει φτάσει να θυμίζει το απραγματοποίητο και γι’ αυτό γελοιοποιημένο Αμερικάνικο Όνειρο, το καρότο πίσω απ΄το οποίο τρέχουμε. Ωστόσο, είμαστε τόσο ποτισμένοι με την μικροαστική ιδεολογία της προσωπικής επιτυχίας, με το «θα τα καταφέρω εκεί που όλοι αποτυγχάνουν», που προτιμούμε να τρέχουμε πίσω από το ψευδαισθητικό καρότο παρά να τολμήσουμε συλλογικά την επίθεση σε αυτούς που μας κουνάνε το καρότο. Γι’ αυτό ακριβώς διαφωνώ με τον εκθειασμό του μετανάστη ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο της παγκοσμιοποίησης. Κανείς δεν μεταναστεύει για να αντισταθεί στον καπιταλισμό. Αντίθετα, μεταναστεύει για να μετέχει σε αυτόν. Και μεταναστεύοντας, χάνει συνήθως πολλά δικαιώματα (στην ΕΕ χάνει το δικαίωμα ψήφου), οπότε αποδυναμώνεται ως πολιτικό ον. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ τι νέα δυναμική θα προέκυπτε αν οι χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες της Ελλάδας, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, αποφασίζαμε συλλογικά να επιστρέψουμε και να διεκδικήσουμε εδώ μια «καλύτερη ζωή», με την ίδια ενέργεια, με την ίδια αποφασιστικότητα με την οποία δοθήκαμε στη ζωή μας ως μετανάστες. Διότι η μετανάστευση χρειάζεται πολλή ενέργεια, πολλή αποφασιστικότητα. Ίσως σήμερα, σε μια καθοριστικά διχασμένη Ευρώπη, περισσότερο από το παρελθόν. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι θα άντεχα σήμερα να μεταναστεύσω στη Βρετανία της Theresa May και να διαβάζω καθημερινά στις ειδήσεις ότι δε με θέλουν, ότι είμαι απειλή για το σύστημα υγείας, ότι θα ήταν καλό να με διώξουν γιατί παίρνω τις δουλειές των ντόπιων. Στη Βρετανία αυτά γράφονται πια για πολίτες άλλων ΕΕ χωρών. Υπάρχει άνθρωπος με σώας τας φρένας που να θέλει να εργαστεί και να ζήσει σε συνθήκες απειλής; Ακόμη κι αν γωρίζεις ότι η κ. May λέει λαϊκίστικες ανοησίες, καθώς ο ίδιος ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιβάλει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, είναι αδύνατον να μην επηρεαστείς.
Υπάρχει ένα ακόμη μέλος στη «μπάντα» του Αεροπλάστ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που μπορεί να μην αφηγείται ο ίδιος, η ιστορία της ζωής του όμως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ζουν και αφηγούνται τις δικές τους ζωές οι υπόλοιποι ήρωες, έστω και από σπόντα. Γιατί αυτός; Και γιατί τόσο έντονα;
Ο Μπένγιαμιν εμφανίζεται και μιλάει σε ένα όνειρο που βλέπει ένας απ’ τους ήρωες. Νομίζω λέει αρκετά αποκαλυπτικά πράγματα, συζητώντας το συμβολικό νόημα του θανάτου του σε μια νέα γενιά κυνηγημένων Ευρωπαίων – τη δική μας. Είναι ένα όνειρο που βλέπει ο Κάι, ο καπετάνιος που περιμένει το πλοίο του να επισκευαστεί αλλά φτάνει τελικά να αμφισβητήσει την ελευθερία που δήθεν του χάριζε.
Και σε αυτό το σημείο πρέπει ίσως να πω ότι ο Κάι αλλά και πολλοί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες του Αεροπλάστ βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα. Πρόσωπα που ζουν έτσι, που σκέφτονται έτσι, πρόσωπα που κάνουν αυτά που κάνουν οι ήρωες. Μερικές φορές, ως συγγραφέας, έχεις μια τεράστια περιέργεια: να δεις πόσο εξωπραγματική φαίνεται η ζωή αν τη γράψεις ως μυθιστόρημα. Δε μου ‘ρχεται καν να γελάσω που το λέω. Όταν, αυτή τη φορά, έβαλα ανθρώπους που γνώριζα σ’ ένα μυθιστόρημα ήταν αποκαλυπτικό γιατί η μεταξύ τους διάδραση, η πορεία τους, φαίνεται απίστευτη, προϊόν μυθοπλασίας, και αυτό διατάραξε για πάντα πιστεύω τη σχέση μου με την πραγματικότητα. Ήταν μεγάλο σοκ να συνειδητοποιήσω ότι ζούμε επικίνδυνα. Και δεν θα το είχα αποτολμήσει αν δεν είχα ζήσει έναν θάνατο που με συντάραξε, όπως είπα, που γκρέμισε όλα τα όρια. Και που άλλαξε τη σχέση μου με τον ίδιο το θάνατο, επέκτεινε το πεδίο, και με έκανε να γράψω για τον Μπένγιαμιν όπως το έθεσες, ως το έκτο μέλος της μπάντας.
Είμαι πολύ συνδεδεμένη με τη σκέψη και το έργο του Μπένγιαμιν. Αλλά στο Αεροπλάστ μ’ ενδιέφερε ο Μπένγιαμιν ως σχήμα ζωής, ένα χαρακτηριστικά ευρωπαϊκό σχήμα ζωής: η αδυναμία του να συντηρεί τον εαυτό του ως διανοούμενος, η ζωή του ως έκπτωτος από τη φρίκη του ναζισμού, αλλά κυρίως η σχέση του με την Άσια Λάτσις που αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα της εμπλοκής της ερωτικής και επαναστατικής διαδικασίας. Η πιο ευχάριστη περίοδος στο γράψιμο του Αεροπλάστ ήταν όταν διάβαζα για τον Μπένγιαμιν και τη Λάτσις. Ως μοντέλο ερωτικής σχέσης δεν ανήκει στο παρελθόν. Αλλά βέβαια ούτε ο εικοστός αιώνας ανήκει στο παρελθόν. Ήταν εύκολο να θέσω το ζευγάρι Αντιγόνη-Ικέρ ως συνεχιστές αυτού του μοντέλου και της αναπόφευκτης αποτυχίας του – τότε όπως και τώρα. Σκέψη που ειλικρινά με τρομάζει και με αρρωσταίνει. Και από την άποψη αυτή, το Αεροπλάστ συνδεέται περισσότερο με Το Μανιφέστο της Ήττας που έγραψα το 2006 – ή, ακριβέστερα, έγραφα από το 2002, ίσως και περισσότερο – για την επιστροφή του φασισμού στη σύγχρονη Ευρώπη. Τότε δεν ήταν τόσο ορατή, αλλά όσοι ασχολούμασταν με τη σύγχρονη τέχνη, το διαισθανόμασταν. Τώρα ο φασισμός είναι το νέο ευρωπαϊκό μας τείχος.
Μερικές φορές φαντασιώνομαι μια old school ζωή, μια «κανονική οικογένεια», μια ρουτίνα ίσως, αλλά δεν βλέπω πώς είναι πια δυνατό. Καλώς ή κακώς οδηγήθηκα σ’ ένα εδώ και τώρα – ιστορικά και προσωπικά- που κυρίως περιλαμβάνει αδρεναλίνη, ακόμη και την αδρεναλίνη του γραψίματος. Αισθάνομαι συνέχεια σε θέση μάχης. Όπως είπε κι ένας φίλος πριν μερικά χρόνια: «μα πότε έγινε τόσο δύσκολο;» Αυτό, η ζωή μας.
Η επιστροφή σου από το Εδιμβούργο στην Αθήνα (ακόμη κι αν είναι προσωρινή) εν μέσω κρίσης ήταν κάτι που συνέβη τυχαία ή το αποφάσισες επί τούτου, λόγω ιστορικής συγκυρίας; Να επιστρέψεις δηλαδή σε έναν τόπο που όπως σημειώνεις στο βιβλίο, η πιο προσωπική απόφαση συντείνει σε πολιτικά αποτελέσματα;
Ναι, ήταν προσωπική απόφαση. Και ευτυχώς, συμφώνησε ο εργοδότης μου, το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, μάλλον για να μην πάθω αυτό που λέγεται burn out και τα βροντήξω όλα κάτω. Ήμουν πολύ κοντά, νομίζω. Είχε σχέση και με το παιδί μου η απόφαση αυτή: όταν άρχισα να αισθάνομαι όπως περιγράφω στο «Riot Shoes», ένα κείμενο για το South as a state of mind, η Ευρώπη έγινε κάτι σχεδόν εχθρικό, μια μηχανή παραγωγής «ξένων». Όχι ότι ποτέ μας φέρθηκε κανείς όπως έχουν φερθεί οι Έλληνες στους ανατολικο-ευρωπαίους, για παράδειγμα, αλλά και πάλι.
Νιώθεις ακόμη «κατσαρίδα στη νέα ευρωπαϊκή οικονομία», όπως έγραφες σε αυτό το κείμενο που αναφέρεις;
Σ’ ένα αεροδρόμιο στη Νορβηγία τον Μάρτιο του 2015 έχει καθυστέρηση το αεροπλάνο και η εταιρεία κάνει ανακοίνωση να πάμε να πάρουμε κουπόνια για φαγητό. Είμαι με ένα Γερμανό συνάδελφο που μου λέει ξαφνικά «Άντζελα, πήγαινε να μας πάρεις εσύ κουπόνια, θα σου δώσουν πιο πολλά επειδή είσαι ελληνίδα». Ο άνθρωπος αυτός δεν διαβάζει Bild, είναι ερευνητής στην μετα-αποικιακή θεωρία. Έκανε ένα αστείο, γιατί ήταν φυσικό να κάνει αυτό το αστείο. Όπως τα αστεία με τους «μαύρους» είναι και αυτά πολύ φυσικά. Μία μαύρη Αμερικανίδα καλλιτέχνις, η Adrian Piper, έφτιαξε κάρτες (calling cards) για τέτοιες περιπτώσεις, σκέφτομαι να φτιάξω κι εγώ: «αγαπητέ φίλε, το ξέρω ότι δεν είχες στόχο να με μειώσεις με τα σχόλιά σου αλλά σου υπενθυμίζω ότι είμαι στο δωμάτιο. Λυπάμαι για τη δυσφορία που σου προκαλεί η παρουσία μου εδώ όπως πιστεύω ότι λυπάσαι κι εσύ για τη δυσφορία που μου μου προκαλεί ο ρατσισμός σου». Έχω πολλούς φίλους στην πρώην ανατολική Ευρώπη, το τραύμα του οικονομικού ουσιαστικά ρατσισμού που έχουν υποστεί από το 1989 δεν θα εξαλειφθεί σύντομα.
«Η μοναξιά του συγγραφέα είναι αυτό ακριβώς. Να μετατοπίζει συνέχεια το θέμα», είχε γράψει πριν από πολλά χρόνια ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Είναι, λοιπόν, το να γράφεις, ένας τρόπος να ζεις ενάντια στην κατασταλτική πεζότητα;
Δεν ζω στην πεζότητα, ευτυχώς ή δυστυχώς, τουλάχιστον αν αντιλαμβάνομαι τι εννοείς. Μερικές φορές φαντασιώνομαι μια old school ζωή, μια «κανονική οικογένεια», μια ρουτίνα ίσως, αλλά δεν βλέπω πώς είναι πια δυνατό. Καλώς ή κακώς οδηγήθηκα σ’ ένα εδώ και τώρα – ιστορικά και προσωπικά- που κυρίως περιλαμβάνει αδρεναλίνη, ακόμη και την αδρεναλίνη του γραψίματος. Αισθάνομαι συνέχεια σε θέση μάχης. Όπως είπε κι ένας κοινός μας φίλος πριν μερικά χρόνια: «μα πότε έγινε τόσο δύσκολο;» Αυτό, η ζωή μας.
Επίσης, δεν γράφω «μοναχικά», και για να πω την αλήθεια με απωθεί η ιδέα του επαγγελματία συγγραφέα που πάει σε ένα γραφείο για να γράψει, να του ‘ρθει η ιδέα. Γράφω σε μέσα μεταφοράς, σε σταθμούς, σε αεροδρόμια, ανάμεσα σε ανθρώπους που κινούνται. Στο Αεροπλάστ ειδικά πληκτρολογούσα ζωντανούς διαλόγους και σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια μου. Στην Ανάφη κάποτε σκέφτηκα ότι θα ήθελα να γράφω χορεύοντας. Τελικά όμως είναι πιο εύκολο να γράφεις ως ελεύθερος σκοπευτής, αν μου επιτρέπεις την παρομοίωση, στα ενδιάμεσα από τη δράση στην οποία είσαι ταγμένη.
Ένα από τα πράγματα που σημαδεύουν την Αντιγόνη του Αεροπλάστ, και μάλιστα και σε σωματικό επίπεδο εφόσον της μένει κουσούρι στον ώμο, είναι η απρόκλητη αστυνομική βία σε μία πορεία επί της Αλεξάνδρας (μία αντίστοιχη ξυλοφορτωμένη εμπειρία στην ίδια λεωφόρο έζησα κι εγώ με τη μικρή μου αδερφή, στην πρώτη πορεία, την Κυριακή μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου). Αν έστω και καταχρηστικά κάνουμε την αναγωγή σε επίπεδο κοινωνίας, πόσο δύσκολα πιστεύεις ότι θα συνέλθουμε στο σύνολό μας από την αισθητική της βίας, του φόβου, του φασισμού, της ξενοφοβίας, τέλος πάντων της χρυσαυγίτικης πανούκλας;
Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Θυμάμαι την κυβέρνηση Σαμαρά στα τέλη του 2014, ήμουν εδώ, όπου η βία και η απειλή βίας ήταν στα μόρια του αέρα. Δεν συμβαίνει όμως μόνο στην Ελλάδα, κάθε άλλο. Η παγκοσμιοποίηση είναι μία ελεεινά βίαιη εποχή. Ακόμη και η μεταφορά που σου έδωσα στην προηγούμενη ερώτηση ενείχε βία. Σκεπτόμαστε με όρους βίας. Η χρυσαυγίτικη πανούκλα είναι όμως μια πραγματοποίηση βίας σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Το μοντέλο της είναι η κρατική βία, η βία ως νομιμοποιημένο μονοπώλιο. Δε νομίζω ότι θα εκλείψει άμεσα η χρυσαυγίτικη βία γιατί τρέφεται από αυτό το μοντέλο, από τα ΜΑΤ, από την σαδιστική φαντασίωση που παρέχεται εκ των άνω και είναι συνδεδεμένη με την εξουσία ως ιδέα. Ο χρυσαυγιτισμός είναι η βία του σαδιστή της διπλανής πόρτας. Φυσικά, είναι και οργανωμένος φασισμός. Και ο οργανωμένος φασισμός ήταν κράτος κάποτε. Η σύνδεση είναι προφανής.
Τις προάλλες μοιράστηκες στο facebook το ρεπορτάζ του Guardian για την ιρλανδική λογοτεχνική σκηνή μετά τον αρμαγεδδώνα της κρίσης, που μεταξύ άλλων σημειώνει ότι η σύγχρονη ιρλανδική λογοτεχνία ανθίζει, όντας αυθεντική, τολμηρή, δυναμική, ριζοσπαστική και σε μεγάλο βαθμό δημιουργημένη από γυναίκες. Πιστεύεις ότι στην Ελλάδα θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ένα αντίστοιχο ρεπορτάζ ή θα ήταν εκβιαστική η όποια προσπάθεια παρουσίασης κάποιου «νέου ρεύματος» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;
Δεν γνωρίζω αρκετά καλά την ελληνική σκηνή για να είμαι σε θέση να πω αν υπάρχει ένα ρεύμα. Ως ιστορικός που μελετάει τα κινήματα τέχνης όμως, δεδομένων των συνθηκών στην χώρα, θεωρώ αδύνατον να μην υπάρχει μια τάση έστω. Υποπτεύομαι ότι υπάρχουν περισσότερες ή έστω μπορεί και πρέπει να επιχειρηθεί μια τολμηρή συνολική θέωρηση – ακόμη καλύτερα διαφορετικές θεωρήσεις. Στη λογοτεχνία ή και σε παράλληλους χώρους. Το θέμα είναι η δυναμικότητα και η ευφυία της κριτικής, καθώς και η σκληρή δουλειά που θα ήταν διατεθειμένη να κάνει. Η κριτική είναι, ή θα έπρεπε να είναι, ένας χώρος εξαιρετικής δημιουργικότητας – αντίστοιχης του αντικειμένου της. Και νομίζω ειδικά στην Ελλάδα τώρα θα πρέπει να ανασυνταχτεί και να επιχειρήσει ένα διεθνές άνοιγμα – για την ίδια και για την ελληνική λογοτεχνία, την εικαστική τέχνη, τον κινηματογράφο. Όταν λέω για την ίδια, εννοώ ότι θα ήθελα να δω κάτι σαν τον Fredric Jameson να βγαίνει από την Ελλάδα, έστω κι αν επειδή θα έβγαινε από την Ελλάδα δεν θα είχε την ίδιο status. Νομίζω δεν είναι κατανοητό πώς μας αντιμετωπίζει η διεθνής σκηνή, έστω κι αν μεταφράζονται μερικά βιβλία. Η αντιμέτωπιση (και την έχω διαβάσει έτσι ακριβώς, μπορώ να στείλω το λινκ) είναι: «όταν έχω ένα καλό Άγγλο, γιατί να ασχοληθώ με τον Έλληνα; Για να ασχοληθώ με τον Έλληνα, πρέπει να είναι πολύ καλύτερος από τον Άγγλο». Πρόκειται για ακραία αποικιοκρατική νοοτροπία, εκπορευόμενη από την «μητροπόλη». Γι’ αυτό, ακόμη κι αν υπάρχουν μεταφράσεις ή και κάποια βραβεία, δεν αλλάζει τίποτα στη διεθνή μας παρουσία: πήγαινε σε ένα οποιοδήποτε παν/κο campus ή ρώτα δειγματοληπτικά στο δρόμο αν ξέρουν κάποιον Έλληνα λογοτέχνη. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναιρέσει η ελληνική κριτική, και φυσικά οι θεσμοί που την στηρίζουν και τη διακινούν.
Ο Λευτέρης Βογιατζής μου είχε πει κάποτε ότι δεν μπορούσε καν να κρίνει το πολιτιστικό επίπεδο της Αθήνας, του φαινόταν μια πόλη μοναδική ως προς την έλλειψη αυτού του πράγματος. Έχοντας ζήσει εδώ, κατόπιν έχοντας φύγει για μεγάλο διάστημα, για να επιστρέψεις σχετικά πρόσφατα (και προσωρινά), πως το αντιλαμβάνεσαι σήμερα αυτό το επίπεδο;
Το βρίσκω μόνο κατά τι χειρότερο απ’ ότι αλλού. Δεν συμφωνώ ότι υπάρχει έλλειμμα πολιτισμού στην Ελλάδα, ούτε στην Αθήνα ειδικά. Υπάρχουν όμως δύο δεινά.
Πρώτον, η συνεχιζόμενη αρχαιολατρεία, η αυτοκαταστροφική εμμονή της σύγχρονης Ελλάδας στις αρχαίες δόξες και σε διάφορα φολκλορικά ιδιώματα του παρελθόντος που οδηγούν σε έναν άνευ πολιτικού νοήματος φορμαλισμό. Η χώρα μας ήταν και παραμένει ταυτόσημη με κάτι που δεν υπάρχει πια, με το «παρελθόν». Όταν διαβάζεις κάπου τη λέξη «Ελλάδα» με θετικό πρόσημο, 90% πρόκειται για την αρχαία. Το Υπουργείο Πολιτισμού αντί να χαράξει μια πολιτική υποστήριξης σύγχρονων δημιουργών φτάχνει εκστρατείες διαφήμισης αρχαιολογικών χώρων. Ξέρεις, επειδή εδώ και δεκαετίες προσγειώνομαι διαρκώς στο αθηναϊκό αεροδρόμιο, πρώτα στο Ελληνικό και τελευταία στο Ελ. Βενιζέλος, οι εικόνες που πλασάρουν την «Ελλάδα» είναι οι ίδιες: καφές σε τραπεζάκια με θέα τη θάλασσα, τρούλοι εκκλησιών, μπουκάλια μπύρας, καμιά ακρόπολη. Ξέρω κόσμο που δε διανοείται να έρθει εδώ διακοπές εξαιτίας αυτών των εικόνων. Κι έχει δίκιο. Είναι αφόρητα μπανάλ οι εικόνες της ξάπλας και της ενατένισης της θέας, της αδράνειας που έχει γίνει σήμα κατατεθέν της σύγχρονης πατρίδας. Ας πάει καλύτερα στη Βιέννη ο ψαγμένος τουρίστας, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα, παλιά σου δίνανε και χάρτη με τις μικρές, ανεξάρτητες γωνιές της πόλης για να μην πας να ψωνίζεις στα H&M. Θυμάμαι επίσης μια διαφήμιση με τις ελληνικές λέξεις σε ξένες γλώσσες. Πικρόχολος ναρκισσισμός ως εθνική περηφάνια. Θα προτιμούσα να έβλεπα εικόνες με Έλληνες συνθέτες εν δράση, σκηνές από το τόσο ενδιαφέρον ελληνικό θέατρο (το σύγχρονο), ζευγάρια γκέι κι ετεροσεξουαλικά ν’ αγκαλιάζονται, ανθρώπους στο μετρό να διαβάζουν, παρέες σε συναυλίες, επιστήμονες στα εργαστήρια, εργάτες σε οικοδομές, εικόνες από τις τόσο διαφορετικές γειτονιές μιας πρωτεύουσας πέντε εκατομμυρίων. Κάτι που να λέει «η Ελλάδα είναι ζωντανή και κάνει πράγματα», δεν εξαντλείται στα γκαρσόνια των διακοπών σας.
Δεύτερον, υπάρχει το ζήτημα των θεσμών και πώς επανδρώνονται. Είναι απίστευτο πόσο βαρετά και επαναλαμβανόμενα είναι, για παράδειγμα, τα προγράμματα ιδρυμάτων που δήθεν στηρίζουν τον ελληνικό πολιτισμό στο εξωτερικό. Αρκεί μια σύγκριση μεταξύ του τι στηρίζει το Ινστιτούτο Γκαίτε και τι ένα αντίστοιχο ελληνικό ίδρυμα στη Βρετανία. Το πρώτο χρηματοδοτεί πρωτοπόρες εκθέσεις και avant-garde θέατρο, προσελκύοντας και το αντίστοιχο κοινό. Σε ελληνικά ιδρύματα βλέπω κάποιες συμπαθητικές ηλικωμένες κυρίες που «αγαπάνε την Ελλάδα» – ακόμη κι όταν σχετικά πρόσφατα συμμετείχα σε μια εκδήλωση για την κρίση, είδα το ίδιο! Οι διοργανωτές είχαν καλέσει αυτή τη φορά ενδιαφέροντες ομιλητές αλλά το κοινό με δυσκολία μπορούσε να παρακολουθήσει. Αλλά γιατί να έρθει ένα πιο δυναμικό και πολιτικά ενημερωμένο κοινό σε ελληνική εκδήλωση; Κάλλιο να σου βγει το μάτι, παρά τ΄ όνομα, όπως λένε. Για ν’ αλλάξει το κοινό και το «image» της χώρας χρειάζεται μακροχρόνια, ριζοσπαστική πολιτική. Η διαφορά ανάμεσα στο γερμανικό και στο ελληνικό ίδρυμα πηγάζει από πολιτικές που δρομολογούνται στο Βερολίνο και την Αθήνα. Και της Αθήνας είναι συντηρητικές ιδεολογικά.
Όσο για την Αθήνα καθαυτή, τα πάντα φαίνεται να είναι ιδιωτική πρωτοβουλία, κάποιου τύπου εθελοντισμός – είτε εκ των άνω, εκεί που υπάρχουν χρήματα, είτε σε grassroots επίπεδο. Πολιτική πολιτισμού σε κρατικό επίπεδο δεν έχουμε, εκτός όσον αφορά στα κλεμμένα μάρμαρα και εφορίες αρχαιοτήτων. Η Αθήνα έπρεπε να έχει ένα ωραίο, μεγάλο νεοκλασσικό με γραφεία για τους συγγραφείς της και αίθριο για να συνομιλούν πίνοντας καφέ, και χώρο διαλέξεων, και χώρο για πάρτι, και χώρο φιλοξενίας. Μήπως και έβγαινε κάποτε μια «σκηνή». Έπρεπε να υπάρχουν αντίστοιχα σπίτια για εικαστικούς, για μουσικούς – σπίτια που να συνιστούν τη βάση της συμμετοχής μας στα κοινά, σε ένα κοινό χώρο παραγωγής σκέψης και πολιτισμού. Αυτά είναι πράγματα που δεν είχαμε ποτέ. Αντίθετα, είχαμε παρακλήσεις «βγάλτε την Δημητρακάκη από το τάδε φεστιβάλ, να στείλετε αυτόν» (δεν θα πω ονόματα, αλλά είναι πραγματική ιστορία, και δεν έχει συμβεί μόνο σε μένα), και το ερώτημά μου είναι: γιατί είναι αυτοί οι άνθρωποι σε αυτές τις θέσεις; Αυτό είναι πράγματι ένα «επίπεδο» καθήλωσης το οποίο δεν είναι αξιοζήλευτο. Όποια πρωτοβουλία είχαμε από το ’90 και μετά αναγκαστικά εξέπνευσε λόγω δυσκολιών ή ανατέθηκε σε κάποιον ευγενή νονό και μεταλλάχτηκε σε κάτι άλλο. Το κράτος, ως στήριγμα της ανεξαρτησίας σύγχρονων πολιτιστικών δρώμενων, δεν υφίστατο πολύ πριν την «κρίση».
Το 2015 εξακολουθώ να ακούω για την κληρονομιά μας, την εκκλησία κι όλα τα συναφή, χωρίς μια διακήρυξη προθέσεων έστω για τη μεθοδική υποστήριξη σύγχρονων δημιουργών. Μετά τα Ελγίνεια ήρθε η Αμφίπολη κι αύριο θα ΄ρθει κάτι άλλο, μπορεί η Ατλαντίδα. Ασφαλώς, η μόνη συγχώνευση που θα είχε νόημα, θα ήταν των υπουργείων πολιτισμού και παιδείας – διότι χωρίς αλλαγές στην παιδεία δεν πρόκειται να δούμε αλλαγές στον πολιτιστικό χώρο. Για όσους, όπως εγώ, ανήκουμε στην αριστερά, η απογοήτευση είναι απτή. Συντηρητικά υπουργεία, από τη μία, και δράσεις που καλύπτουν την πόλη με πληκτικά γκράφιτι, από την άλλη. Δηλαδή, η φαντασία δεν είναι στην εξουσία αλλά ούτε και στην αυτόνομη δράση. Μιλάω για το γκραφίτι, γιατί έχει συνδεθεί τόσο με την Ελλάδα της κρίσης και των ανατροπών. Για μένα, όπως εκτελείται, είναι η άλλη όψη του κρατικού συντηρητισμού: απουσία έμπνευσης, αναπαραγωγή άγνοιας, εύκολες επιτελέσεις ψευδο-ριζοσπαστισμού, επιβολή της επιθυμίας των λίγων στους πολλούς. Δε νομίζω ότι γίνονται συζητήσεις με τους κατοίκους μιας περιοχής για το αν θα την πέσουν κάποιοι στους τοίχους του κοινού χώρου. (Εξαιρώ το γκραφίτι που έγινε στο κτίριο του Πολυτεχνείου, που είχε ενδιαφέρον πολιτικό και αισθητικό, και βεβαίως γι’ αυτό δεν υπάρχει πια.)
Η έννοια του commons είναι πλήρως παρεξηγημένη στο αστικό τοπίο της Αθήνας. Στη γειτονιά μου παίρνει τη μορφή δέντρων σε πολύ στενά πεζοδρόμια, με αποτέλεσμα να πρέπει να περπατάμε δίπλα στα αμάξια, στο δρόμο… Έχω ειλικρινά σκεφτεί να βγω με ηλεκτρικό πριόνι και μπλουζάκι «reclaim the sidewalks». Τη στιγμή που έχουμε μια επιτάχυνση της ιστορίας στο πολιτικό πεδίο, μια εξεγερσιακή προοπτική σε σχέση με την λαϊκή συνείδηση, η αριστερά στην εξουσία παραμένει αδρανής και άτολμη όσον αφορά στις δυνατότητες που προσφέρει η πολιτιστική πράξη – με την μαρξιστική έννοια. Αναρωτιέται πια κανείς αν η αριστερά διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό για να ηγηθεί μιας απαραίτητης ανατροπής της συστημικά απαξιωτικής καθημερινής ζωής. Η οποία καθημερινή ζωή θα έπρεπε να είναι το κατεξοχήν πεδίο πολιτιστικών δράσεων.
Θα μου πεις βέβαια εδώ δεν έχουμε λέξη που να προσδιορίζει τη βελτίωση χώρων μέσα από κοινή δράση. Έχουμε το «gentrification», που όμως δηλώνει ουσιαστικά την αναβάθμιση και τον εξωραϊσμό υπέρ του κεφαλαίου. Και όπως είπε ο Wittgenstein, τα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας. Τόσο στην Αθήνα, όσο και αλλού.